Πρόσφατη έρευνα έδειξε πως υπάρχει σοβαρός κίνδυνος εμφάνισης νόσου Αλτσχάιμερ για τις γυναίκες, οι οποίες πραγματοποιούν μακροχρόνιες θεραπείες με ορμόνες.
Ο απόλυτος κίνδυνος είναι πάντως μικρός: εννέα έως 18 έξτρα περιστατικά Αλτσχάιμερ ανά 10.000 γυναίκες 70-80 ετών ετησίως.
Η ηλικία στην οποία ξεκινά η ορμονοθεραπεία, δεν φαίνεται να παίζει ρόλο στον μελλοντικό κίνδυνο.
Οι ερευνητές τόνισαν ότι αν και η πιθανότητα είναι μικρή, οι γυναίκες καλό είναι να ενημερωθούν πως υπάρχουν πιθανοί κίνδυνοι υγείας από την παρατεταμένη χρήση των ορμονών λόγω εμμηνόπαυσης, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από εξάψεις, εφίδρωση, μειωμένη σεξουαλική διάθεση, ψυχολογικά «σκαμπανεβάσματα» και άλλα συμπτώματα.
Υπάρχει μια ποικιλία σχετικών θεραπειών, όπως χάπια μόνο με οιστρογόνα ή με συνδυασμό οιστρογόνων και προγεσταγόνων, κρέμες, τζελ, δερματικά επιθέματα κ.α.
Οι ερευνητές, με επικεφαλή τον αναπληρωτή καθηγητή Τόμι Μίκολα του Πανεπιστημίου του Ελσίνκι, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό British Medical Journal (BMJ), συνέκριναν στοιχεία για περίπου 84.700 γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση που είχαν διαγνωσθεί με Αλτσχάιμερ, με άλλες τόσες γυναίκες χωρίς Αλτσχάιμερ.
Περίπου 11.800 γυναίκες είχαν κάνει ορμονική θεραπεία για πάνω από δέκα χρόνια.
Διαπιστώθηκε ότι οι ορμονικές θεραπείες από το στόμα σχετιζόταν με 9% έως 17% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης Αλτσχάιμερ, ενώ δεν υπήρχε ανάλογη αύξηση του κινδύνου για την κολπική ορμονοθεραπεία με οιστραδιόλη.
Oι ερευνητές επεσήμαναν ότι η μελέτη τους δεν μπορεί να αποκλείσει πως και άλλοι παράγοντες -πέρα από την ορμονοθεραπεία- μπορεί να έχουν επηρεάσει τα ευρήματα τους.
‘Αλλες μελέτες στο παρελθόν μάλιστα έχουν καταλήξει στο αντίθετο συμπέρασμα, ότι η ορμονική θεραπεία της εμμηνόπαυσης μπορεί να προστατεύει από την άνοια.
Το Βασιλικό Κολλέγιο Παθολόγων της Βρετανίας δήλωσε ότι η έρευνα δεν αποδεικνύει πως η ορμονοθεραπεία προκαλεί Αλτσχάιμερ, συνεπώς οι γυναίκες μπορούν να τη συνεχίσουν, εφόσον υποφέρουν από έντονα συμπτώματα εμμηνόπαυσης.
Οι περισσότερες γυναίκες έχουν τέτοια συμπτώματα για περίπου τέσσερα χρόνια, αλλά αυτά μπορούν να διαρκέσουν έως 12 χρόνια.
Ιδιαίτερα οι γυναίκες λοιπόν, οφείλουν να προσέξουν τις θεραπείες, τις οποίες ακολουθούν κατά καιρούς και καλό θα ήταν πριν ξεκινήσουν κάποια θεραπεία να επισκεφθούν δύο ή και τρεις γιατρούς για να διασταυρώσουν τις απόψεις.