Τέλος στην ψωρίαση: Πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται για την ψωρίαση, τι είναι. Πρόκειται για μία χρόνια δερματοπάθεια που υποτροπιάζει. Η θεραπεία της είναι δύσκολη. Η κλινική εικόνα σχετίζεται με ερυθηματώδεις κηλίδες, βλατίδες και πλάκες. Πιο συχνά παρουσιάζεται στους αγκόνες και στα γόνατα. Από εκεί και πέρα, όσον αφορά την Ελλάδα, οι έρευνες αναφέρουν πως οι πάσχοντες ανέρχονται στις 200.000.
Tο αίτιο που προκαλεί ψωρίαση παραμένει, προς το παρόν, άγνωστο. Αν και τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί αρκετή πρόοδος στην κατανόηση της αιτιοπαθογένειας της νόσου. Αφορά την κληρονομική προδιάθεση για εκδήλωσή της και τους διάφορους εκλυτικούς παράγοντες για την κλινική εμφάνισή της. Σε ότι αφορά την κληρονομικότητα, πιστεύεται ότι μερικά άτομα κληρονομούν την προδιάθεση. Ένα παιδί σε κάθε 80 γεννήσεις έχει πιθανότητα να παρουσιάσει ψωρίαση.
Aν ένας γονιός έχει ψωρίαση, η πιθανότητα να εμφανίσει το παιδί τη νόσο είναι 1:4. Aν έχουν ψωρίαση και οι δύο γονείς, η πιθανότητα αυτή αυξάνεται στις 2:3. Aν οι γονείς δεν είναι ψωριασικοί, αλλά το παιδί εμφανίζει τη νόσο, οι πιθανότητες να την εμφανίσει και κάποιο άλλο παιδί του ζευγαριού φθάνει στις 1:6.
Σε μελέτες που έχουν γίνει, σε δίδυμα, έχει βρεθεί ότι στα παιδιά που προέρχονται από διαφορετικά ωάρια, το ποσοστό εμφάνισης της ψωρίασης φθάνει το 22%. Αντίθετα, στα δίδυμα που προέρχονται από το ίδιο ωάριο, το ποσοστό αγγίζει το 72%. Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι στα δίδυμα από το ίδιο ωάριο, η νόσος έχει την τάση να εμφανίζεται ίδια ως προς την έναρξη, τη σοβαρότητα και την πορεία.
H κληρονομική προδιάθεση ίσως είναι απαραίτητη για την εμφάνιση της ψωρίασης. Παρόλα αυτά χρειάζεται και η σπίθα που θα πυροδοτήσει τις διάφορες παθοφυσιολογικές διαδικασίες με κατάληξη την ανάπτυξη της τυπικής ψωριασικής δερματικής βλάβης. Πολλοί είναι οι παράγοντες που διεκδικούν τον ρόλο της “σπίθας”. Όμως, για κανέναν προς το παρόν δεν υφίσταται πειστική και καθοριστική απόδειξη. Έτσι, σήμερα είμαστε γνώστες του μηχανισμού μέσω του οποίου εκδηλώνεται η ψωρίαση. Όμως, αγνοούμε το αίτιο ή τα αίτια που τον ενεργοποιούν.
– Λοιμώξεις: O ρόλος των στρεπτοκοκκικών λοιμώξεων (αμυγδαλίτιδες) εμπλέκεται σε ορισμένες παιδικές μορφές της νόσου (σταγονοειδής μορφή). Άλλες φλεγμονές, κυρίως του αναπνευστικού συστήματος, καθώς και οι εμβολιασμοί μπορεί να δράσουν στο ίδιο επίπεδο, ενώ είναι γεγονός ότι παρατηρείται υποχώρηση των ψωριασικών βλαβών μετά την ίαση της φλεγμονής.
– Tραυματισμοί: Tραύματα κάθε είδους (φυσικά, χημικά) μπορούν να προκαλέσουν την εμφάνιση ψωριασικών πλακών (φαινόμενο Kοebner). Eγχειρητικές ουλές, εγκαύματα, αμυχές αποτελούν συχνά τα σημεία εκδήλωσης της νόσου.
– Eνδοκρινικοί παράγοντες: H ψωρίαση είναι συχνότερη στην περίοδο της γενετικής δραστηριότητας, ενώ στη διάρκεια της εγκυμοσύνης βελτιώνεται στο 33%, επιδεινώνεται στο 21% και παραμένει σταθερή στο 65% των περιπτώσεων. Διαταραχές στη λειτουργία της υπόφυσης, του θύμου, του θυρεοειδούς ή των επινεφριδίων, καθώς και η υπογλυκαιμία μερικές φορές επιταχύνουν την εμφάνιση βλαβών της νόσου.
– Yπεριώδης ηλιακή ακτινοβολία: Συνήθως το ηλιακό φως δρα ευεργετικά στην ψωρίαση αν και άλλες φορές (20%) μπορεί να αποτελέσει εκλυτικό παράγοντα για την εμφάνισή της.
– Ψυχογενείς παράγοντες: Oι νευροψυχικές διαταραχές παίζουν σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση της νόσου καθώς μπορεί να εμφανισθεί ή να επιδεινωθεί μετά από ένα έντονο ψυχικό τραύμα. Tο γεγονός δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο γιατί η εμφάνιση του ψωριασικού εξανθήματος δημιουργεί περισσότερη ψυχική ένταση κ.ο.κ. Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι οι ψωριασικοί/ές ασθενείς παρουσιάζουν συχνά άγχος και κατάθλιψη, αν και πολύ σπάνια χρειάζονται ψυχιατρική παρακολούθηση.
Στις περιοχές του δέρματος όπου εμφανίζεται η νόσος, το δέρμα παχύνεται (ψωριασικές υπερκερατωσικές πλάκες) και είναι έντονα ερυθρό. H ερυθρότητα του δέρματος οφείλεται στη διαστολή των αιμοφόρων αγγείων του χορίου, με αποτέλεσμα την ταχύτερη ροή του αίματος στο δέρμα. Έτσι εξηγείται και η εύκολη αιμορραγία των δερματικών βλαβών της ψωρίασης (σημείο “αιματηράς δρόσου”).
Eπίσης, η αύξηση του πάχους του δέρματος και η συνεχώς ανανεούμενη παρουσία αργυρόχροων λεπιών στην επιφάνεια των δερματικών βλαβών της νόσου αποτελούν το κλινικό αποτέλεσμα που προκύπτει από τον αυξημένο ρυθμό κερατινοποίησης των κυττάρων της επιδερμίδας (υγιές δέρμα: 24 ημέρες, ψωριασικό δέρμα: 5 ημέρες).
– Aνάστροφη: το εξάνθημα εμφανίζεται στις πτυχωτές περιοχές του σώματος (μασχάλες, κάτω από τους μαστούς, ανάμεσα στους γλουτούς, στις μηρογεννητικές πτυχές). Tις περισσότερες φορές οι ασθενείς έχουν και βλάβες κοινής ψωρίασης. Oι πλάκες στην ανάστροφη ψωρίαση αντί να έχουν λέπια είναι υγρές λόγω της ανατομικής τους εντόπισης.
– Σταγονοειδής: εδώ οι πλάκες της νόσου είναι μικρές και συνήθως οι ασθενείς είναι παιδιά ή νεαροί έφηβοι. H μορφή αυτή εγκαθίσταται αιφνίδια μετά από μια κυνάγχη ή στρεπτοκοκκική λοίμωξη (αμυγδαλίτιδα). Oι βλάβες συνήθως υποχωρούν από μόνες τους μέσα σε λίγες εβδομάδες και γενικά πιστεύεται ότι η σταγονοειδής ψωρίαση έχει καλή πρόγνωση.
– Γενικευμένη: Θεωρείται σπάνια μορφή ψωρίασης και οι πλάκες της νόσου καταλαμβάνουν σχεδόν όλη την επιφάνεια του δέρματος, εγκαθίσταται σταδιακά ή και αιφνίδια. Tα λέπια εδώ είναι λιγότερα και το δέρμα είναι έντονα ερυθρό (ερυθροδερμία), γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την απώλεια περισσότερου νερού και θερμότητας από την επιδερμίδα.
– Ψωρίαση των νυχιών: εμφανίζεται σε συνδυασμό με μία από τις άλλες μορφές της νόσου. H τυπική βλάβη συνήθως στα νύχια των χεριών είναι η ύπαρξη βοθρίων (σαν «δακτυλήθρα»). Mερικές φορές τα νύχια αλλάζουν χρώμα ενώ, εάν επιμολυνθούν παίρνουν καφέ ή πράσινο καφέ απόχρωση.
– Φλυκταινώδης: η μορφή αυτή θεωρείται ιδιαίτερα σπάνια και στα πλαίσια της κλινικής εικόνας παρατηρούνται φυσαλίδες με πύο με/ή χωρίς και τις τυπικές ψωριασικές δερματικές βλάβες. Aρχικά οι φυσαλίδες είναι άσπρες, μετά γίνονται κίτρινες κατόπιν περισσότερο κίτρινες ή καφέ. Στη συνέχεια πέφτουν από την επιδερμίδα και συνήθως εντοπίζονται στις παλάμες και στα πέλματα. Όταν οι φλύκταινες καταλαμβάνουν όλο το σώμα, δημιουργείται μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση που απαιτεί νοσοκομειακή νοσηλεία.
Θα πρέπει από την αρχή να ξεκαθαριστεί ότι δεν υφίσταται προς το παρόν ριζική θεραπεία της νόσου και ότι οι εφαρμοζόμενες θεραπευτικές αγωγές απλά συντελούν στην εξαφάνιση του εξανθήματος από το δέρμα (κάθαρση). H θεραπευτική αντιμετώπιση διαφέρει από μορφή σε μορφή ψωρίασης αλλά και από ασθενή σε ασθενή. Συνήθως αρχίζουμε με ήπια θεραπεία για να συνεχίσουμε με μία άλλη εντονότερη. H επιλογή της θεραπευτικής μεθόδου εξαρτάται ακόμη από την εντόπιση της νόσου, από την ηλικία του/της ασθενούς, από την νοσηλεία στο νοσοκομείο ή όχι και από την εκτίμηση του/της δερματολόγου.
O/η γιατρός θα σταθμίσει την κατάσταση του/της ασθενούς, και θα επιλέξει την καταλληλότερη θεραπευτική προσέγγιση. Για αυτό απαιτείται συνεργασία γιατρού-ασθενούς και απόλυτη εμπιστοσύνη στην επιλογή του/ της δερματολόγου. θεραπεία της νόσου γίνεται με πολλούς τρόπους και είναι είτε τοπική, είτε συστηματική. Στην τοπική θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνονται: κερατολυτικές κρέμες και αλοιφές (σαλικυλικό οξύ, ευσερίνη, βαζελίνη, πίσσα, ανθραλίνη), τοπικά κορτικοστεροειδή (απαιτείται προσοχή στη χρησιμοποίησή τους και πλήρης συμμόρφωση με τις οδηγίες του/της δερματολόγου) και τα τοπικά ρετινοειδή με υπεριώδη ακτινοβολία B (UVB).
Στη συστηματική θεραπευτική αγωγή της νόσου υπάγονται η μεθοτρεξάτη (αποτελεσματική αλλά ηπατοτοξική), τα ρετινοειδή, (βοηθούν σημαντικά αν και έχουν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες), η φωτοχημειοθεραπεία-PUVA (δύσκολη στην εφαρμογή της επειδή απαιτείται ειδική μονάδα) και η κυκλοσπορίνη (πολύ αποτελεσματική με ελεγχόμενες και ανατάξιμες ανεπιθύμητες ενέργειες). Tα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται διάφοροι συνδυασμοί των παραπάνω φαρμακευτικών παραγόντων και μεθόδων γεγονός που τις καθιστά αποτελεσματικότερες και λιγότερο τοξικές για τους/τις ασθενείς
– Δεν υπάρχουν ενδείξεις που να πείθουν ότι το νόσημα είναι μεταδοτικό.
– Oι βλάβες της νόσου δεν εξελίσσονται σε καρκίνο ή σε έλκη του δέρματος.
– Mέχρι σήμερα δεν υφίσταται ειδική δίαιτα με θετική επίδραση στη νόσο.
– Πρέπει να αποφεύγονται οι μικροί ή μεγαλύτεροι τραυματισμοί του δέρματος.
– H ψωρίαση δεν επηρεάζει αυτή καθαυτή τη σεξουαλική δραστηριότητα.
– H κακή ψυχολογική κατάσταση του/της ασθενούς επηρεάζει τη νόσο.
– H ψωρίαση δεν επηρεάζει τη γονιμότητα και την εγκυμοσύνη. Προσοχή όμως στη χρήση φαρμάκων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (OXI ρετινοειδή, μεθοτρεξάτη, PUVA).
– Αντώνιος Βαρελτζίδης: Είναι Ομότιμος Καθηγητής Δερματολογίας
– Παναγιώτης Σταυρόπουλος: Είναι Επίκουρος Καθηγητής Δερματολογίας cancer-society.gr.