Ανησυχία προκαλούν τα αποτελέσματα μιας μελέτης που υποστηρίζει ότι η διαλειμματική νηστεία διάρκειας οκτώ ωρών στο πλαίσιο της διατροφής ενδέχεται να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακές παθήσεις. Η μελέτη, πραγματοποιήθηκε σε πάνω από 20.000 ενήλικα άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και αποκάλυψε ότι άτομα που ακολουθούσαν πρότυπο διαλειμματικής νηστείας, δηλαδή καταναλώνοντας τροφές κατά τη διάρκεια οκτώ ωρών της ημέρας, εμφάνιζαν 91% αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακές παθήσεις σε σύγκριση με αυτούς που επέλεγαν να καταναλώνουν τροφές κατά τη διάρκεια περισσότερων ωρών, περίπου 12 έως 16 την ημέρα.
Στην προεκτιμητική ανάλυση, οι ερευνητές επανεξέτασαν πληροφορίες σχετικές με τα διατροφικά πρότυπα των συμμετεχόντων στις ετήσιες εθνικές έρευνες για την υγεία και τη διατροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά την περίοδο 2003 – 2018, και τα συγκρίνανε με δεδομένα σχετικά με τους θανάτους στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 2003 έως το 2019, βασιζόμενοι στη βάση δεδομένων του Εθνικού Δείκτη Θανάτου των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων.
Σύμφωνα με την ερευνητική διαδικασία, η διατροφική πρακτική της χρονικά περιορισμένης κατανάλωσης φαγητού δεν είχε επίδραση στον συνολικό κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία. Αντιθέτως, άτομα που πρακτικοποίησαν τη διαλειμματική νηστεία, με κατανάλωση φαγητού σε διάστημα οκτώ ωρών την ημέρα, παρουσίασαν αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακές παθήσεις, κατά 91%.
Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι ο αυξημένος κίνδυνος θανάτου από καρδιαγγειακές παθήσεις συνδέθηκε επίσης με άτομα που έπασχαν από καρδιακές παθήσεις ή καρκίνο. Ειδικότερα, μεταξύ ατόμων με παρούσα καρδιαγγειακή νόσο, η διατροφική πρακτική με διάρκεια λιγότερη των δέκα ωρών την ημέρα συσχετίστηκε με 66% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρδιακή νόσο ή εγκεφαλικό επεισόδιο.
Αντίστοιχα, η κατανάλωση τροφίμων για περισσότερες από 16 ώρες την ημέρα συνδέθηκε με μειωμένο κίνδυνο θνησιμότητας από καρκίνο μεταξύ των ατόμων που αντιμετωπίζουν αυτήν την ασθένεια.
«Ο περιορισμός του καθημερινού χρόνου κατανάλωσης φαγητού σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως οκτώ ώρες την ημέρα, έχει κερδίσει δημοτικότητα τα τελευταία χρόνια ως ένας τρόπος απώλειας βάρους και βελτίωσης της υγείας της καρδιάς» αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Βίκτορ Γουένζε Ζονγκ, καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Επιδημιολογίας και Βιοστατιστικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Shanghai Jiao Tong στη Σαγκάη της Κίνας.
«Παρόλο που αυτός ο τύπος διατροφής ήταν δημοφιλής λόγω των πιθανών βραχυπρόθεσμων οφελών του, η έρευνά μας δείχνει σαφώς ότι, σε σύγκριση με ένα τυπικό εύρος χρόνου διατροφής 12-16 ωρών ημερησίως, η μικρότερη διάρκεια διατροφής δεν σχετιζόταν με τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής», προσθέτει.
Οι περιορισμοί της ανάλυσης περιελάμβαναν την εξάρτησή της από αυτοαναφερόμενες διατροφικές πληροφορίες, οι οποίες ενδέχεται να υποκείνται σε παραμορφώσεις λόγω της μνήμης των συμμετεχόντων και ενδεχομένως να μην αντικατοπτρίζουν ακριβώς τις τυπικές διατροφικές συνήθειες. Στην ανάλυση δεν συμπεριλήφθηκαν παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάζουν επίσης την υγεία, εκτός από την ημερήσια διάρκεια κατανάλωσης φαγητού και την αιτία θανάτου.
«Συνολικά η μελέτη αυτή υποδηλώνει ότι η περιορισμένη χρονικά κατανάλωση τροφής μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα δυσμενείς επιπτώσεις. Όταν η μελέτη παρουσιαστεί στο σύνολό της, θα είναι ενδιαφέρον και χρήσιμο να μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες της ανάλυσης, όπως την ποιότητα των θρεπτικών συστατικών της δίαιτας των διαφόρων υποομάδων των συμμετεχόντων», είπε ο Κρίστοφερ Γκάρντνερ, καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ στην Καλιφόρνια και πρόεδρος της επιτροπής σύνταξης της επιστημονικής δήλωσης της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας για τις διατροφικές οδηγίες το 2023.