Πολλά είναι τα ζευγάρια που δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν φυσιολογικά και καταφεύγουν στην εξωσωματική γονιμοποίηση. Ποια όμως είναι τα εμπόδια που υπάρχουν;
Συνήθως όταν μιλάμε για το θέμα της εξωσωματικής γονιμοποίησης μαθαίνουμε τους παράγοντες που βοηθούν. Τι πρέπει να κάνουμε για να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Λίγα λέγονται συνήθως για εκείνους που έχουν αντίθετη συμβολή στην προσπάθεια μιας γυναίκας να συλλάβει με αυτήν τη μέθοδο.
Δείτε παρακάτω μερικούς από αυτούς τους παράγοντες, που, όπως μας εξηγεί ο δρ Κωνσταντίνος Κωσταράς, δεν βοηθούν στην προσπάθεια για εξωσωματική γονιμοποίηση.
Η επίδραση του ινομυώματος εξαρτάται από την ακριβή του θέση. Τα “υποβλενογόνια”, δηλαδή εκείνα που προβάλλουν στη κοιλότητα της μήτρας, μειώνουν τα ποσοστά επιτυχίας. Τα “υπορογόνια”, στην εξωτερική πλευρά, δεν φαίνεται να έχουν κάποια επίδραση στην επιτυχία της εξωσωματικής.
Μια μετα-ανάλυση 19 επιμέρους μελετών έδειξε σημαντική μείωση στις γεννήσεις βρεφών και στα ποσοστά επίτευξης εγκυμοσύνης σε γυναίκες με “ενδοτοιχοματικά”ινομυώματα. Αυτή η μείωση παρατηρήθηκε σε σύγκριση με εγκυμοσύνη γυναικών χωρίς ινομύωμα. Ωστόσο, καμία μελέτη μέχρι στιγμής δεν έχει αποδείξει, ότι η αφαίρεσή τους φέρνει καλύτερα αποτελέσματα.
Οι γνώμες διίστανται για το αν πρέπει να αφαιρείται πριν την προσπάθεια εξωσωματικής ένα ασυμπτωματικό ενδομητρίωμα. Πάντως, δεν είναι πάγια τακτική για όλες τις περιπτώσεις. Αυτό ισχύει επειδή δεν έχει αποδειχτεί ότι έτσι επιτυγχάνονται καλύτερα αποτελέσματα. Αντιθέτως, η αφαίρεση μπορεί να μειώσει τα αποθέματα των ωοθηκών και την πιθανότητα εγκυμοσύνης.
Το κάπνισμα τσιγάρων μειώνει τα ποσοστά επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Επίσης, συνδέεται και με πολλές παρενέργειες, γενικά στην υγεία. Οι γυναικολόγοι και οι ειδικοί αναπαραγωγής συστήνουν να διακόπτεται.
Μια προηγούμενη εγκυμοσύνη με αίσιο αποτέλεσμα συνδέεται συνήθως με καλύτερα αποτελέσματα στην εξωσωματική. Αντίθετα, το ιστορικό με 2-3 αποβολές συνδέεται με χαμηλότερα ποσοστά επιτυχίας.
Η αποτυχία σε προηγούμενο κύκλο δεν σημαίνει απαραίτητα την μείωση των ποσοστών επιτυχίας των επόμενων προσπαθειών. Μεγάλη μελέτη σε 150.000 γυναίκες δείχνει αυξητική τάση ακόμη και μετά την έβδομη προσπάθεια. Η εξατομικευμένη αντιμετώπιση ειναι η ασφαλέστερη.
Η υπογονιμότητα συναντάται συνηθέστερα σε γυναίκες υπέρβαρες και παχύσαρκες. Και σε αυτές τις γυναίκες παρατηρούνται μάλιστα ελαφρώς χαμηλότερα ποσοστά επιτυχίας.
Μετα-αναλύσεις δεν έχουν δείξει καμία συσχέτιση αυτών των δύο με την επιτυχία ή την αποτυχία στην προσπάθεια εξωσωματικής γονομοποίησης. Ειδικά για την χρήση της ασπιρίνης χρειάζονται περισσότερα στοιχεία.
Η παρουσία αντισωμάτων έναντι των καρδιολιπινών, ή το “αντιπηκτικό του λύκου”, ειναι επικτιτοι παράγοντες. Αυτοί μπορει να αυξήσουν τα ποσοστά των αποβολών χωρις να επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της εξωσωματικής.
Τα επιστημονικά δεδομένα που έχουμε στην διάθεσή μας δείχνουν ότι η ηπαρίνη δεν πρέπει να συστήνεται σε όλες τις περιπτώσεις γυναικών που προσπαθούν να επιτύχουν εγκυμοσύνη με εξωσωματική γονιμοποίηση. Κατά την θεραπεία της εξωσωματικής, ή κατά την εγκυμοσύνη, θα πρέπει να χορηγείται με βάση τις ενδείξεις, όπως ιστορικό, βάρος, ηλικία, παράγοντες θρομβοφιλίας, κλπ.
Εκείνο που πρέπει τα ζευγάρια να κάνουν, είναι να συμβουλεύονται τον γυναικολόγο τους και να ακολουθούν τις οδηγίες.
Δεν χρειάζεται πανικός ή απογοήτευση. Χρειάζεται πρόγραμμα και αισιοδοξία.