Μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας έχει νοσήσει ελαφρύτερα ή σοβαρότερα από κορονοϊό. Κατά την διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων, τα επίπεδα της φερριτίνης ανευρίσκονται συχνά άνω του φυσιολογικού και αρκετοί ρωτούν εάν αυτό αποτελεί παράγοντα ανησυχίας.
Φεριτίνη και σίδηρος: Γιατί η φερριτίνη αυξάνει σε φλεγμονές
Ο σίδηρος είναι βασικό στοιχείο ενζύμων, που μετέχουν στο μεταβολισμό και χωρίς αυτόν η μεταφορά οξυγόνου στους ιστούς μέσω της αιμοσφαιρίνης καθίσταται αδύνατη. Παρά τον χρήσιμο ρόλο του στον οργανισμό, το σώμα πρέπει να προστατεύσει τον εαυτό του από τον ελεύθερο σίδηρο, διότι μετέχει σε χημικές αντιδράσεις που παράγουν ελεύθερες ρίζες. Η περίσσια του σιδήρου αποθηκεύεται στους ιστούς με τη μορφή δεσμευτικών συμπλόκων πρωτεϊνών, όπως η φερριτίνη και η αιμοσιδηρίνη. Η φερριτίνη είναι μεγάλο, σφαιρικό μόριο που αποθηκεύει σίδηρο μέσα στο κοίλο κέντρο της.
Το επίπεδο φερριτίνης στο αίμα, υπό φυσιολογικές συνθήκες, αποτελεί βασικό δείκτη των ολικών αποθεμάτων σιδήρου του σώματος. To μοριακό βάρος της φερριτίνης, όπως αναφέρει στο enimerotiko.gr η ειδική παθολόγος Αναστασία Μοσχοβάκη είναι περίπου 440 kilodalton και μπορεί να αποθηκεύσει μέχρι και 4500 άτομα σιδήρου. Ωστόσο εκτός από βασική αποθήκη σιδήρου, η φερριτίνη αποτελεί πρωτεΐνη οξείας φάσης που συντονίζει την κυτταρική άμυνα έναντι του οξειδωτικού στρες και της φλεγμονής. Η επίθεση των παθογόνων μικροοργανισμών ενεργοποιεί μια ποικιλία μηχανισμών άμυνας στον άνθρωπο. Οι μηχανισμοί άμυνας, κατά την επίθεση των ιών, περιλαμβάνουν την ενεργοποίηση των οδών ανακατανομής σιδήρου από φλεγμονώδεις μεσολαβητές. Έτσι ο οργανισμός αυξάνει την αποθήκευση σιδήρου με τη μορφή φερριτίνης, ώστε να προαχθεί η απόσυρση του σιδήρου από την κυκλοφορία και η αποτροπή της χρησιμοποίησής του από τον παθογόνο μικροοργανισμό για πολλαπλασιασμό και μεταβολικές λειτουργίες. Η φλεγμονώδης αντίδραση μπορεί επιπροσθέτως να οδηγήσει σε βλάβη των ιστών λόγω οξειδωτικού στρες. Η φερριτίνη διαδραματίζει κρίσιμους ρόλους σε αυτή την αλληλεπίδραση: μπορεί να μειώσει τη διαθεσιμότητα σιδήρου με ενδοκυτταρική δέσμευση, να τιθασεύσει τη φλεγμονώδη απόκριση και να προστατεύσει τα κύτταρα ξενιστές από οξειδωτική βλάβη. Η φερριτίνη μπορεί να ενεργοποιήσει τα μακροφάγα, που αποτελούν κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος με σημαντικό ρόλο στην ενδογενή ανοσία. Ο νέος κορονοιός δεν αποτελεί εξαίρεση κατά την κινητοποίηση των μηχανισμών άμυνας του σώματος και η αύξηση της φεριτίνης είναι συχνό φαινόμενο. Στην οξεία φάση της λοίμωξης τα υψηλά επίπεδα σε αρκετές περιπτώσεις αν και όχι πάντοτε, αποτελούν ένδειξη σοβαρότερης νόσησης και έντονης και καθολικής κινητοποίησης του ανοσοποιητικού συστήματος. Μικρότερες αυξήσεις ωστόσο είναι συχνές και υποχωρούν με την αποδρομή της λοίμωξης.
Χρηστικές συμβουλές
- Παρακολουθήστε πως εξελίσσονται τα επίπεδα φερριτίνης στο αίμα. Δεν πρέπει να αναβάλετε τη σωστή παθολογική σας εξέταση σε περίπτωση που τα επίπεδα φερριτίνης παραμένουν υψηλά μετά την πάροδο τριών μηνών από την λοίμωξη και την αποκατάσταση των συμπτωμάτων.
- Μην μετράτε την φερριτίνη σας σε ημέρες έντονου stress, αδιαθεσίας, μετά από υπερβολική λήψη αλκοόλ και κατά την έμμηνο ρύση.
- Η μόνιμη αύξηση της φερριτίνης του αίματος μπορεί να έχει ως αίτιο υποκείμενα νοσήματα και καταστάσεις, που προκαλούν αύξηση του σιδήρου του σώματος, διαταραγμένη διαθεσιμότητα σιδήρου ή καταστροφή ιστών με πλούσιες αποθήκες. Στην υπερφόρτωση με σίδηρο (π.χ. αιμοχρωμάτωση, μεταγγίσεις) δημιουργείται εναπόθεση σιδήρου σε ιστούς και δυσλειτουργία του οργάνου, ανάλογα με τον ιστό εναπόθεσης. Σε περιπτώσεις χρόνιας φλεγμονής (π.χ. καρκινώματα, χρόνιες λοιμώξεις), εκλύονται φλεγμονώδεις παράγοντες (π.χ. κυτταροκίνες), οι οποίες δρουν στον κύκλο του σιδήρου, με αποτέλεσμα την αύξηση της φερριτίνης και τη μείωση του σιδήρου. Σε καταστροφή ιστών πλούσιων σε σιδηραποθήκες, η φερριτίνη απελευθερώνεται στο αίμα (π.χ. χρόνια ηπατίτιδα). Η κληρονομική αιμοχρωμάτωση αποτελεί κληρονομικό νόσημα που προκαλεί συσσώρευση σιδήρου και αύξηση φερριτίνης λόγω παθολογικών μεταλλάξεων. Συνηθέστερα σε ευρωπαϊκούς πληθυσμούς πρόκειται για μεταλλάξεις στο γονίδιο HFE στο χρωμόσωμα 6.