Τον τελευταίο καιρό αυξάνεται η συζήτηση για την ανάγκη ενισχυτικές δόσεις εμβολίου COVID-19. Ενώ για τον γενικό πληθυσμό φαίνεται ότι ακόμα είναι σχετικά νωρίς για να έχουμε σαφή εικόνα, σε ομάδες ασθενών που είναι πιο ευάλωτες τα στοιχεία είναι πιο ξεκάθαρα.
Οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν αυτά τα στοιχεία.
Σε αυτήν την ομάδα ασθενών φαίνεται ότι θα υπάρχει προτεραιότητα για ενισχυτική δόση και υπάρχουν οι πρώτες ενδείξεις ότι η μέτρηση των αντισωμάτων έναντι της πρωτεΐνης της ακίδας θα χρησιμοποιηθούν για την απόφαση λήψης της ενισχυτικής δόσης.
Αν και ακόμα δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να συσχετίζουν επίπεδα αντισωμάτων με την αναμενόμενη προστασία από λοίμωξη SARS-CoV-2, η μέτρηση των αντισωμάτων έναντι της ακίδας 28-42 ημέρες μετά την ολοκλήρωση της τελευταίας δόσης θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως οδηγός απόφασης για την ενισχυτική δόση.
Εδώ τα στοιχεία είναι λιγότερο ξεκάθαρα και θα χρειαστεί ακόμα χρόνος για να έχουμε επαρκή δεδομένα για την αναγκαιότητα ενισχυτικής δόσης.
Τα στοιχεία που έρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο δείχνουν ότι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων παραμένει υψηλή ακόμα και για το στέλεχος Δέλτα. Ωστόσο, αυτό που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η στρατηγική που επιλέχθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν αυτή της καθυστέρησης της δεύτερης δόσης, η οποία έχει τα εξής δύο πλεονεκτήματα, όπως αναφέρουν οι καθηγητές:
1) Αυξάνεται η πρωταρχική ανοσία ταχύτατα σε πληθυσμιακό επίπεδο, επιτυγχάνοντας ταχύτερα το πρώτο βήμα του τείχους ανοσίας και
2) η καθυστέρηση της δεύτερης δόσης καταλήγει σε πιο ώριμες και ευρείες ανοσολογικές αποκρίσεις, όπως έχουν δείξει χρόνια μελετών σε εμβολιαστικά σχήματα και επιβεβαιώνονται και στην περίπτωση των εμβολίων COVID-19.
Η στρατηγική του Ηνωμένου Βασιλείου έδωσε ταχύτερη πληθυσμιακή κάλυψη στην εκκίνηση αλλά και ανώτερης ποιότητας εμβολιαστική κάλυψη σε βάθος χρόνου λόγω της καθυστέρησης της δεύτερης δόσης. Το γεγονός ότι οι πρόσφατες μελέτες στο Ισραήλ έδειξαν χαμηλότερη αποτελεσματικότητα έναντι της μετάλλαξης Δέλτα από ό,τι στο Ηνωμένο Βασίλειο πιθανώς να οφείλεται στην καθυστέρηση της δεύτερης δόσης, αν και προς το παρόν δεν έχουμε δει την ανάλυση των δεδομένων του Ισραήλ σε δημοσίευση σε περιοδικό με κριτές, σύμφωνα με τους καθηγητές του ΕΚΠΑ.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ενισχυτικές δόσεις αρκετούς μήνες αργότερα θα επάγει ανοσολογικές αντιδράσεις μεγαλύτερης γκάμας και ισχύος. Αυτό λένε όλες οι μελέτες εμβολιασμών σε όλα τα εμβολιαστικά σχήματα και επαληθεύεται και από μελέτες στα συγκεκριμένα εμβόλια. Το κατά πόσο αυτό θα χρειαστεί στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα στις χώρες και τους εμβολιασθέντες που ακολούθησαν το κλασικό σχήμα αναμένεται να διαλευκανθεί τους επόμενους μήνες.
Ένα ξεχωριστό ερωτηματικό είναι οι αναρρώσαντες που εμβολιάσθηκαν, καθότι ήδη διαφαίνεται ότι η ποιότητα της ανοσολογικής απόκρισης του συνδυασμού φυσικής νόσου και εμβολίου έχει καλύτερο προφίλ από τα κλασικά εμβολιαστικά σχήματα. Τέλος, ακόμα δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για αναμνηστικές δόσεις που θα καλύπτουν μεταλλαγμένα στελέχη, ωστόσο κάποιοι θεωρούν ότι θα είναι απαραίτητες στο μέλλον με δεδομένη την ικανότητα του ιού να μεταλλάσσεται», τονίζουν οι καθηγητές.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ