Περίπου 15 μήνες μετά το ξεκίνημά της, η πανδημία Covid-19 συνεχίζει να αναζωπυρώνεται εκεί που οι υγειονομικές Αρχές νόμιζαν ότι ξεμπέρδεψαν λίγο-πολύ μαζί της. Η αιτία είναι οι αναδυόμενες συνεχώς νέες μεταλλάξεις και παραλλαγές του κορονοϊού. Η σύγκρουση ανάμεσα στα εμβόλια και στα πιο μεταδοτικά στελέχη του κορονοϊού SARS-CoV-2 θα καθορίσει το τι θα συμβεί μέσα στους επόμενους μήνες σε όλο τον κόσμο – και στην Ελλάδα.
Το διεθνούς κύρους αμερικανικό περιοδικό “Atlantic” αναδεικνύει τρεις απλές βασικές αρχές που ισχύουν σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ εμβολίων και παραλλαγών του ιού. Είναι σημαντικό οι πάντες να τις κατανοήσουν και να τις χρησιμοποιήσουν ως οδηγό για το μέλλον.
Ανέκαθεν τα εμβόλια είχαν να αντιμετωπίσουν παραλλαγές του κορονοϊού. Η «βρετανική» ‘Αλφα είχε ήδη αρχίσει να εξαπλώνεται διεθνώς, όταν άρχισαν οι πρώτοι εμβολιασμοί. Τα στοιχεία έως τώρα δείχνουν ότι τα εμβόλια είναι σε γενικές γραμμές αποτελεσματικά κατά των παραλλαγών, μειώνοντας πάνω από 90% τον κίνδυνο των εμβολιασμένων να αρρωστήσουν με συμπτώματα, αλλά επίσης κατά τουλάχιστον 50% την πιθανότητα μετάδοσης του ιού σε άλλους. Στις πολύ σπάνιες περιπτώσεις που ένας εμβολιασμένος αρρωσταίνει με Covid-19, η λοίμωξη είναι συντομότερη, ηπιότερη και με μικρότερο ιικό φορτίο, άρα λιγότερο μεταδοτική.
Μπορεί η «ινδική» παραλλαγή Δέλτα -που είναι κατά 35% έως 60% πιο μεταδοτική από την ‘Αλφα, η οποία ήταν ήδη 43% έως 90% πιο μεταδοτική από τον αρχικό κορονοϊό της Κίνας- να αλλάξει αυτή την εικόνα; Τα στοιχεία δείχνουν ότι και κατά της Δέλτα ο πλήρης εμβολιασμός αποδεικνύεται αποτελεσματικός. Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία από τη Βρετανία, δύο δόσεις του εμβολίου της Pfizer είναι κατά 88% αποτελεσματικές στην αποτροπή λοίμωξης με οποιαδήποτε συμπτώματα από τη Δέλτα και κατά 95% στην αποφυγή νοσηλείας. Όμως η μία μόνο δόση έχει αποτελεσματικότητα μόνο 33% στην πρόληψη της συμπτωματικής λοίμωξης. Στο Ισραήλ, με το υψηλό ποσοστό εμβολιασμένων (γύρω στο 85% των ενηλίκων), παρατηρείται μια μικρή αύξηση στα νέα κρούσματα από Δέλτα (περίπου το 30% σε πλήρως εμβολιασμένους), αλλά μέχρι στιγμής κανένα κρούσμα σε εμβολιασμένο δεν έχει οδηγήσει σε βαριά Covid-19, με άλλα λόγια τα εμβόλια πράγματι προφυλάσσουν.
Πιο ασαφές είναι σε ποιο βαθμό ένας πλήρως εμβολιασμένος μπορεί να μεταδώσει σε άλλους τον κορονοϊό. Μια πρόσφατη μελέτη, με επικεφαλής τον κλινικό μικροβιολόγο Ραβίντρα Γκούπτα του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, βρήκε περιπτώσεις υγειονομικών στην Ινδία που, παρόλο που είχαν πλήρως εμβολιαστεί με AstraZeneza, μολύνθηκαν από τη Δέλτα και την «πέρασαν» σε άλλους. Αν αυτό ισχύει και για τα mRNA εμβόλια, τότε ίσως ακόμη και οι εμβολιασμένοι πρέπει να συνεχίσουν να φοράνε μάσκα σε κλειστό χώρο.
Οι εμβολιασμένοι είναι ασφαλέστεροι παρά τις παραλλαγές, αλλά οι ανεμβολίαστοι κινδυνεύουν περισσότερο από ποτέ εξαιτίας αυτών των παραλλαγών. Ακόμη κι αν «εκμεταλλεύονται» μια έμμεση προστασία χάρη στους εμβολιασμένους που σταδιακά υψώνουν τείχος συλλογικής ανοσίας, οι ανεμβολίαστοι τείνουν να δημιουργούν συνεχώς νέες εστίες της πανδημίας, ακόμη και στο εσωτερικό κοινοτήτων με υψηλά επίπεδα εμβολιασμού.
Ενδεικτικά, στη Βρετανία μετά την εμφάνιση της Δέλτα, παρόλο που ο μισός πληθυσμός έχει πλήρως εμβολιαστεί, τα κρούσματα έχουν σχεδόν εξαπλασιαστεί, ενώ οι νοσηλείες λόγω Covid-19 έχουν περίπου διπλασιαστεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα εμβόλια δεν «δουλεύουν», αλλά απλούστατα ακόμη και χώρες με προχωρημένο εμβολιαστικό πρόγραμμα έχουν ακόμη ένα μεγάλο ποσοστό ανεμβολίαστων και άρα ευάλωτων ανθρώπων.
Η Δέλτα, όπως δείχνουν και τα στοιχεία από τις ΗΠΑ, εξαπλώνεται ταχύτερα στις περιοχές με χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμένων. Οι παγκόσμιες ανισότητες στους εμβολιασμούς επιτείνουν το πρόβλημα, καθώς από τα τρία δισεκατομμύρια δόσεων που έχουν γίνει παγκοσμίως, περίπου το 70% έχει γίνει σε μόνο έξι χώρες (ενώ η Δέλτα έχει ανιχνευθεί σε πάνω από 85). Μόνο ο ένας στους δέκα κατοίκους της Γης έχει εμβολιαστεί πλήρως και στην Αφρική ο ένας στους 100. Καθόλου τυχαία, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021 περισσότεροι άνθρωποι μολύνθηκαν και πέθαναν από τον κορονοϊό, από όσοι σε όλο το 2020.
Μερικές χώρες (π.χ. Βιετνάμ) αντιμετωπίζουν τριπλή απειλή: επειδή τα πήγαν πολύ καλά απέναντι στον ιό στην αρχή, είχαν ελάχιστα κρούσματα άρα και αμελητέο ποσοστό του πληθυσμού τους με φυσική ανοσία, ενώ παράλληλα δεν έχουν ακόμη επαρκή πρόσβαση σε εμβόλια και επιπροσθέτως πολιορκούνται πια και από τη Δέλτα. Ορισμένοι ειδικοί θεωρούν πιθανό ότι, με τόσο γρήγορη εξάπλωση της Δέλτα και άλλων παραλλαγών, είναι θέμα χρόνου σχεδόν όλος ο πληθυσμός της Γης να μολυνθεί, αν δεν έχει εμβολιαστεί.
Όσο ο κορονοϊός βρίσκει έδαφος να μολύνει και άλλους ανθρώπους, κυρίως ανεμβολίαστους, θα αυξάνεται η πιθανότητα να εμφανίσει νέες μεταλλάξεις, πιο πλεονεκτικές για τον ίδιο, ώστε να εξαπλώνεται πιο εύκολα ή να διαφεύγει από τις άμυνες του οργανισμού. Κάπως έτσι εμφανίστηκε η Δέλτα και ίσως τελικά να υπάρξουν παραλλαγές που θα μολύνουν πραγματικά ακόμη και τους εμβολιασμένους.
Όσο αφήνουμε χώρο στον ιό να μολύνει ανθρώπους, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος ικανότητας του για ανοσολογική διαφυγή. Η πρώτη ένδειξη ότι αυτό θα έχει συμβεί, σύμφωνα με την επιδημιολόγο Μάγια Ματζούμντερ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, θα είναι «όταν εμβολιασμένοι αρχίσουν να αρρωσταίνουν και εισάγονται στο νοσοκομείο με συμπτώματα».
Είναι πάντως απίθανο να είμαστε τόσο ευάλωτοι όσο στην αρχή της πανδημίας, καθώς τα εμβόλια έχουν παράγει διάφορα προστατευτικά αντισώματα και κυτταρική ανοσία στον οργανισμό των εμβολιασμένων, συνεπώς θα είναι δύσκολο για μια παραλλαγή να διαφύγει από όλα αυτά μαζί. «Δεν πρόκειται να υπάρξει ξαφνικά μια παραλλαγή που θα σκάσει μύτη και θα ξεφεύγει από τα πάντα, καθιστώντας άχρηστα τα εμβόλια μας. Θα είναι κάτι σταδιακό. Με κάθε βαθμιαία αλλαγή του ιού, ένα μέρος της προστασίας μας θα χάνεται», εκτιμά ο δρ Γκούπτα του Κέιμπριτζ.
Αν αυτό συμβεί, ακόμη και οι πλήρως εμβολιασμένοι θα χρειαστούν ενισχυτική δόση. Όμως τον πρώτο λόγο πάλι θα έχουν οι χώρες με δική τους παραγωγή εμβολίων, πράγμα που θα εντείνει περαιτέρω την «ψαλίδα» εμβολιασμένων και μη στον πλανήτη, σύμφωνα με την επιδημιολόγο-λοιμωξιολόγο Μαρία Κερκχόουβ του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Δεν είναι απίθανο ότι κάποια στιγμή ο ΠΟΥ, που χρησιμοποιεί πια το ελληνικό αλφάβητο για τις νέες παραλλαγές, θα φθάσει στην Ωμέγα. Το πόσο επικίνδυνη θα είναι αυτή, θα εξαρτηθεί πρωτίστως από τις αποφάσεις μας και κυρίως από το πόσο γρήγορα και μαζικά θα προχωρήσουν οι εμβολιασμοί.
Η πιθανότητα να έχουμε και άλλες μεταλλάξεις το επόμενο διάστημα, είναι ισχυρή, επισημαίνει σε σχετική νέα ανάρτηση του στο Facebook ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας Ηλίας Μόσιαλος της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE).
Όπως λέει, «δεν ξέρουμε προς ποια κατεύθυνση θα γίνει η επόμενη. Θα είναι για παράδειγμα πιο ήπιος και λιγότερο μεταδοτικός ο ιός; Ή θα γίνει ακόμη πιο μεταδοτικός; Όλα θα εξαρτηθούν από την επιτάχυνση των προγραμμάτων μαζικών εμβολιασμών».
Υπογραμμίζει ότι «μέχρι στιγμής έχει εμβολιαστεί μόνο το 11,2% του πληθυσμού παγκοσμίως και μόνο το 1% του πληθυσμού στις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Εφόσον ορισμένοι μιλούν για κοινωνίες με πολίτες ‘δύο ταχυτήτων’, ας δούμε και τις κοινωνίες που δεν έχουν πρόσβαση σε εμβόλια. Να δούμε τους πραγματικούς διαχωρισμούς».
Όπως αναφέρει, «μέχρι στιγμής είχαμε τρεις σοβαρές μεταλλάξεις και πολλές λιγότερο σοβαρές. Η πρώτη μετά το αρχικό στέλεχος της Κίνας, η D614G, που εξαπλώθηκε στην Ευρώπη το Μάρτιο του 2020, και ακολούθησαν η ‘Αλφα και η Δέλτα. Σε 18 μήνες επομένως είδαμε τρεις μεταλλάξεις που έκαναν τον ιό πιο μεταδοτικό, χωρίς ταυτόχρονα να έχει γίνει λιγότερο επικίνδυνος.
Η μετάλλαξη Δέλτα είναι επικίνδυνη, παρότι δεν αυξάνει τη σοβαρότητα της νόσου αλλά τη μεταδοτικότητα. Όσο περίεργο και να ακούγεται και ενώ δεν έχει νόημα να μπούμε σε εξισώσεις και λεπτομέρειες, μπορούμε απλά να πούμε πως είναι επικίνδυνη γιατί είναι κατά 50-60% πιο μεταδοτική, άρα μπορεί δυνητικά να μεταδοθεί και να ευθύνεται για πενταπλάσιο αριθμό θανάτων σε σύγκριση με την μετάλλαξη ‘Αλφα. Επίσης, επηρεάζει λίγο την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Για παράδειγμα, τα εμβόλια της Pfizer και της Astra Zeneca, ενώ ήταν 100% αποτελεσματικά απέναντι στην ‘Αλφα όσον αφορά στην αποτροπή νοσηλειών και βαριών περιπτώσεων, είναι τώρα αποτελεσματικά κατά 96% και 92% αντίστοιχα».