Σημαντικό μέρος των συμπολιτών μας έχουν νοσήσει από το νέο κορονοιό covid 19 είτε ήπια είτε πιο σοβαρά με συμπτώματα όπως πυρετό, βήχα, δύσπνοια, κούραση, πόνους, απώλεια γεύσης ή οσμής, συμφόρηση ή καταρροή, ναυτία ή έμετο, διάρροια, παραγωγή πτυέλων, πονοκέφαλο. Ορισμένοι δεν έχουν αποφύγει τη νοσηλεία ή την υποστήριξη σε μονάδα εντατικής θεραπείας, όπως αναφέρει στο enimerotiko.gr η Δρ. Αναστασία Μοσχοβάκη. Ακόμη ωστόσο και στην περίπτωση των ήπιων μορφών της νόσου ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών καθυστερεί να αναρρώσει με αποτέλεσμα να υπάρχουν έστω και ελαφράς μορφής συμπτώματα που μειώνουν την ποιότητα ζωής, μετά την ολοκλήρωση του κύκλου της λοίμωξης που αναμένεται να έχει διάρκεια 5-14 ημέρες.
Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα στο σύνδρομο long covid περιλαμβάνουν κόπωση, γαστρεντερικά προβλήματα, προβλήματα ψυχικής υγείας, δυσκολίες ύπνου, μειωμένη ικανότητα των πνευμόνων, απώλεια γεύσης όσφρησης, δυσκολίες συγκέντρωσης.
Η κόπωση είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο σύμπτωμα σε ασθενείς κατά την διάρκεια της ανάρρωσης και μετά την ανάρρωση. Πάνω από τους μισούς ασθενείς που αναρρώνουν από τον COVID-19 πάσχουν από κόπωση, ακόμη και εβδομάδες μετά την αποδρομή της λοίμωξης. Σύμφωνα με μελέτες η μαζική απελευθέρωση προφλεγμονωδών κυτοκινών, που είναι γνωστή ως καταιγίδα κυτοκινών εμπλέκεται στην παθογένεια της κόπωσης μετά από την ανάρρρωση από τον ιό. Οι ασθενείς μπορεί να αντιμετωπίσουν δυσκολίες με βασικές δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Παρά ταύτα είναι λάθος να αποδίδεται στον κορονοϊό κάθε σύνδρομο κόπωσης το οποίο παρατείνεται μετά την ανάρρωση, με δεδομένο ότι η χρόνια κόπωση ενδέχεται να οφείλεται σε άλλο υποκείμενο παράγοντα που να επιδεινώνει το πρόβλημα της κόπωσης του κορονοιού.
Τέτοια παράγοντες είναι (ενδεικτική αναφορά):
- Η ανεπάρκεια σιδήρου: Ο σίδηρος είναι βασικό στοιχείο πολλών ενζύμων, που μετέχουν στο μεταβολισμό. Χωρίς σίδηρο, τα κύτταρα δεν θα μπορούσαν να μεταφέρουν ηλεκτρόνια και να μεταβολίσουν ενέργεια. Ως αποτέλεσμα, η ανεπάρκεια σιδήρου επιδεινώνει την κόπωση, την αδυναμία, μετά τον κορονοιό.
- Η αναιμία: Στην αναιμία υπάρχει πτώση της μάζας των ερυθρών αιμοσφαιρίων που κυκλοφορούν στο αίμα με αποτέλεσμα την ελάττωση της συγκέντρωσης της αιμοσφαιρίνης του αίματος και χαμηλός αιματοκρίτης. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι απαραίτητα για την μεταφορά του οξυγόνου στους ιστούς, μέσω του αίματος. Έτσι στην περίπτωση της αναιμίας λόγω της πτώσης της αιμοσφαιρίνης διαταράσσεται η επαρκής εφεδρεία οξυγόνου και η ενεργειακή εφεδρεία του πάσχοντος.
- Οι παθήσεις του θυρεοειδούς: Ο θυρεοειδής είναι ένας αδένας που βρίσκεται στον λαιμό και παράγει δύο κύριες ορμόνες, τη θυροξίνη(Τ4) και τη τρι-ιωδοθυρονίνη (Τ3). Αυτές οι ορμόνες βοηθούν στη ρύθμιση του μεταβολισμού, στον έλεγχο της θερμοκρασίας σώματος και επηρεάζουν το επίπεδο ενέργειας του σώματος. Στις θυρεοειδικές νόσους λόγω διαταραχής της ενεργειακής και μεταβολικής κατάστασης του οργανισμού, η κόπωση είναι συχνή.
- Τα καρκινώματα: Το κακόηθες κύτταρο αναπτύσσει βλάβες που το εφοδιάζουν με εξαιρετικές ικανότητες, την ικανότητα να πολλαπλασιάζεται χωρίς έλεγχο, την ικανότητα να σπάει τις κυτταρικές μεμβράνες και να μεταναστεύει μέσω της μεσοκυττάριας ουσίας και εντός του αγγειακού δέντρου, την ικανότητα να υποστηρίζει την αποικιοποίηση σε απομακρυσμένες θέσεις σε βάρος των φυσιολογικών κυττάρων. Για τις δραστηριότητές του αυτές το καρκινικό κύτταρο χρησιμοποιεί μεγάλο τμήμα των θρεπτικών συστατικών του οργανισμού με αποτέλεσμα ο καρκινοπαθής να είναι πιο επιρρεπής στην κόπωση.
- Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (CFS) ή μυαλγικής εγκεφαλομυελίτιδας [ME]), είναι μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ανεξήγητη βαθιά κόπωση που επιδεινώνεται από την άσκηση. Η κόπωση συνοδεύεται από γνωστική δυσλειτουργία και έκπτωση της καθημερινής λειτουργίας που επιμένει για περισσότερο από 6 μήνες. Το CFS είναι μια βιολογική ασθένεια, όχι μια ψυχολογική διαταραχή. Έχουν εμπλακεί πολυάριθμοι μηχανισμοί και μόρια που οδηγούν σε ανωμαλίες στη δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, την ορμονική ρύθμιση, το μεταβολισμό και την απόκριση στο οξειδωτικό στρες, συμπεριλαμβανομένης της μειωμένης λειτουργίας των φυσικών φονικών κυττάρων ή/και της λειτουργίας Τ-κυττάρων, αυξημένες κυτοκίνες και αυτοαντισώματα (ρευματικός παράγοντας, αντιθυρεοειδικά αντισώματα , αντιγλιαδίνη, αντισώματα κατά των λείων μυών και ψυχρές συγκολλητίνες).