Τα μήλα μπορούν να μειώσουν δραστικά τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, σύμφωνα με την ανάλυση προηγούμενων ερευνών το 2019, στην οποία συμμετείχαν 339.383 άνθρωποι.
Ειδικότερα, το εν λόγω φρούτο περιέχει περίπου 4 γραμμάρια διαιτητικών ινών, οι οποίες μπορούν να έχουν θετική επίδραση στον μεταβολισμό της γλυκόζης, βοηθώντας στην πρόληψη της αύξησης των επιπέδων σακχάρου και ινσουλίνης στο αίμα.
Ωστόσο, άτομα με διαβήτη, θα πρέπει να παρακολουθούν την πρόσληψη υδατανθράκων, προκειμένου να διατηρούν σταθερά τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Όπως αναφέρει το Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ (USDA), ένα μέτριο μήλο περιέχει περίπου 25 γραμμάρια υδατανθράκων, από τα οποία περίπου 19 γραμμάρια προέρχονται από ζάχαρη, αλλά η ζάχαρη στα μήλα βρίσκεται στη μορφή φυσικής φρουκτόζης, η οποία μπορεί να επηρεάζει το σώμα διαφορετικά από άλλα είδη σακχάρων. Η φρουκτόζη διαφέρει από τα επεξεργασμένα σάκχαρα που βρίσκονται σε προϊόντα όπως η σοκολάτα και τα μπισκότα.
Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο American Journal of Clinical Nutrition, το 2017, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αντικατάσταση της γλυκόζης ή της σακχαρόζης με φρουκτόζη σε τρόφιμα ή ποτά, οδηγεί σε μειωμένα επίπεδα σακχάρου και ινσουλίνης στο αίμα μετά το γεύμα.
Επιπρόσθετα, η συνδυαστική κατανάλωση φρούτων με υγιεινά λιπαρά ή πρωτεΐνες, μπορεί να επιβραδύνει την απότομη αύξηση του σακχάρου στο αίμα και να προσφέρει μεγαλύτερη αίσθηση κορεσμού.
Ο γλυκαιμικός δείκτης (GI) κατατάσσει τα τρόφιμα ανάλογα με το πόσο γρήγορα μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Τα τρόφιμα βαθμολογούνται σε μια κλίμακα από 0 έως 100, με το νερό να έχει τη χαμηλότερη βαθμολογία και τη γλυκόζη την υψηλότερη.
Τα τρόφιμα με χαμηλό GI, όπως τα μήλα, που σκοράρουν περίπου 39, απορροφούνται πιο αργά, μειώνοντας τον κίνδυνο αύξησης του σακχάρου στο αίμα. Συνεπώς, μπορεί να έχουν σχετικά χαμηλή επίδραση στα επίπεδα ινσουλίνης και σακχάρου στο αίμα.