“Παπάκι” , το αθάνατο μηχανάκι που είχαν οι περισσότεροι τη δεκαετία του 1980. Βόλτες και εφηβικές τρέλες, όλα τα ιδανικά των νέων μέσα από ένα μικρού κυβισμού μηχανάκι.
Στην καρδιά της δεκαετίας του 1980, ανάμεσα στα φαντεζί χτενίσματα και το κιτσάτο ντύσιμο, ένα πειραγμένο μηχανάκι βάλθηκε να απαθανατίσει τη νεανική κουλτούρα. Αυτό ήταν το πενηντάρι Honda Super Cub.
Το λατρεμένο «παπάκι» ανέβασε στη σέλα του όλα όσα σήμαινε η ιδιαίτερη δεκαετία του ’80. Με ένα κατοστάρικο βενζίνη τα έφερε γυροβολιά απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα.
Το πειραγμένο «παπάκι» μεταμορφωνόταν στο όχημα της πολυπόθητης κοινωνικής αλλαγής. Θα έβγαζε την Ελλάδα από την επαρχιώτικη φύση της. Θα την άνοιγε στην ξενομανία και τον νεοπλουτισμό.
Καμιά εικόνα, ιστορία, κατάσταση ή θέαμα των ’80s δεν θα ήταν πλήρες χωρίς ένα «παπάκι» συνοδευτικό. Πάνω του γαλουχήθηκαν όλα τα νιάτα στις γυροβολιές, τη σούζα και τις νεανικές αποκοτιές. Το προσιτό οικονομικά πενηντάρι «παπάκι», το έβαζαν στο χέρι ακόμα τα 16χρονα. Έτσι αποκτούσαν την πρώτη «ρόδα» τους.
Εργαλείο από κάθε άποψη, δεν θα έπαιρνε πολύ στο «παπί» να γίνει μόδα, κι από κει η πορεία του ως σύμβολο κοινωνικής ανυπακοής. Και επανάστασης των ηθών ήταν εξασφαλισμένη. Με το χαρτζιλίκι προκαταβολή και τα υπόλοιπα γραμμάτια, ο πιτσιρικάς καβάλαγε το «παπάκι» αψηφώντας τις απεγνωσμένες κραυγές της μάνας.
Όσο για τη σταδιοδρομία της φιγούρας, μία ήταν η υποχρεωτική στάση: το “τσαμπουκάλεμα” του «παπιού»! Η ποδιά κοβόταν ή αφαιρούνταν τελείως, η μαμίσια εξάτμιση άλλαζε αναγκαστικά σε Sebring και το μοτέρ «πειραζόταν». Φτάνοντας από τα ταπεινά 50cc στα 72, τα 80 ή ακόμα περισσότερα κυβικά. Το μυθικό πια Honda Super Cub φορούσε τετράχρονο αερόψυκτο μονοκύλινδρο κινητήρα 50 κυβικών. Και ημιαυτόματο κιβώτιο τεσσάρων σχέσεων (ή τριών αρχικά), αν και αυτά ήταν για τους φλώρους. Γιατί τα αλάνια της εποχής έψαχναν να ξεζουμίσουν το εύστροφο μοτεράκι φτάνοντάς το στα 72 ή τα 85 κυβικά.
Η τελική τιμή του «παπιού» μετά τις μεταποιήσεις εκτοξευόταν σε διπλάσια ή τριπλάσια νούμερα. Ακολουθούσε αντικατάσταση κυλίνδρου, αλλαγή καρμπιρατέρ. Και άλλαγμα εξάτμισης ώστε να γίνει «σεμπρίκι» (Sebring). Και να προκαλεί τέτοια βαβούρα ώστε να σε παίρνουν χαμπάρι από χιλιόμετρα. Αν μάλιστα ήσουν ακόμα πιο μάγκας, φόραγες την «κοντή» εξάτμιση ή ακόμα και κοντοκομμένο σωλήνα!
Μάλιστα, υπήρχε και μια ιδιότυπη συμφωνία κυρίων μεταξύ του πιτσιρικά που έκανε κωλιές. ‘Η σούζες και του οργάνου της τροχαίας που τον κυνήγαγε και τελικά τον «τσίμπαγε».
Μπορούσε να τον γράψει για άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια, κράνος. Για οτιδήποτε. Σπάνια, όμως, θα του έκανε «πουστιά» και θα τσέκαρε πλαίσιο. Και κινητήρα για να διαπιστώσει το «πείραγμα». Το ήξερες. Το ήξερε. Το ήξερες πως το ήξερε. Το ήξερε πως το ήξερες πως το ήξερε, αλλά δεν σε έγραφε. Εκτός κι αν είχατε προσωπικά ή το είχες παρακάνει με την κομμένη εξάτμιση. Μόνο τότε έσπαγε ο άγραφος κανόνας της σιωπής για τα κυβικά του.
Ακολουθούσαν σούζες και «κωλιές» έξω από τις ντισκοτέκ, καθώς με ένα κατοστάρικο (δραχμές!) έφερνες γύρο όλη την Αθήνα. Αν και το «πείραγμα» δεν είχε να κάνει μόνο με τα μηχανικά μέρη, καθώς όλο το ζουμί ήταν στο στιλ και τη φιγούρα. Το «παπί» έπρεπε να φυσάει! Γι’ αυτό και ξερίζωνες αμέσως τους καθρέφτες και τη σχάρα. Αποσυναρμολογούσες την ποδιά (ή αν την κρατούσες τελικά, τη γέμιζες αυτοκόλλητα) και έκοβες τα φτερά. Αν ήσουν μάλιστα σουζάκιας, πετσόκοβες και την πινακίδα για να μη σε ενοχλεί στις σούζες.
Ο σκοπός ήταν να μη μοιάζει με τίποτα με το εργοστασιακό μοντέλο, κι έτσι οι ρόδες, η σέλα. Και τα φλασάκια δεν έμεναν στο απυρόβλητο των μεταποιήσεων. Γιατί πέρα από τη μόστρα σε πλατείες και νεολαιίστικα μέρη, στο πίσω μέρος του μυαλού υπήρχε αναγκαστικά το «γκάζι». Και οι κόντρες με τους φλώρους της διπλανής συνοικίας. Η εικόνα του παπιού συμπληρωνόταν με μαλλάκι-χαίτη και υποχρεωτικά λευκή καλτσούλα. Ολοκληρωνόταν με πινελιές μπουφάν flight ή δερμάτινου perfecto, αν ήσουν αγριόμαγκας και καβαλούσες «αγριόπαπια».
Για να έχεις βέβαια «αγριόπαπια», έπρεπε το μηχανάκι να βγάζει απίστευτα θορύβια κι εσύ να ήσουν μαέστρος όλων των τσαλιμακίων στις δύο ρόδες. Όφειλες ταυτοχρόνως να το λύνεις και να το δένεις με τα μάτια κλειστά. Και το «παπάκι» σου να είσαι εξίσου πειραγμένο εξωτερικά και εσωτερικά. Μόνο έτσι ήσουν αληθινά περπατημένος και σε σέβονταν όλοι. Είπαμε, η «πάπια» έσερνε μια ολόκληρη κουλτούρα ξοπίσω της και μόνο τηρώντας τη απαρέγκλιτα σε σέβονταν όλοι οι μάγκες του ντουνιά.
Πού θα έβρισκες «μαμίσιο» κυλινδροπίστονο για να το αναβαθμίσεις. Αν ο μηχανικός θα σου έκανε καλή δουλειά. Πώς θα κατάφερνες να αντισταθείς στο να το σανιδώσεις σε καμιά ευθεία για να μην πάνε χαμένα 600 χιλιόμετρα (μέχρι τα 1.000 που ήθελε) για να το «στρώσεις». Το μυαλό σου ήταν συνέχεια εκεί. Κι όταν άρχιζες κι εσύ να ψιλοσκαμπάζεις, δεν το ‘χες σε τίποτα να βάλεις κι εσύ χέρι. Ξεκινώντας από τη βιδούλα που ρυθμίζει το «νεκρό», μέχρι να φτάσεις στο σημείο να το λύνεις. Και να το δένεις καλύτερα και από το κλείστρο στο G3 στον στρατό.
«Δεν οδήγησα ποτέ μηχανή, πάντα οδηγούσα παπάκι», εξομολογήθηκε παλιότερα το σύμβολο της εποχής Σταμάτης Γαρδέλης. Επιβεβαιώνοντας την απήχηση του «παπιού» στα έξαλλα εκείνα χρόνια. Γιατί το πενηντάρι μηχανάκι ήταν όχημα κοινωνικής αλλαγής, μεταφέροντας με τα ταπεινά αλογάκια του όλους τους πόθους της νιότης. Επανάσταση στο κατεστημένο και υπέρβαση των κοινωνικών συμβάσεων.
Αν και η κουλτούρα του «παπιού» δεν πρέπει να εξαντλείται στο Χοντάκι, καθώς εξίσου θρυλικό ήταν το πενηντάρι Town Mate της Yamaha. Η γνωστή σε πολλούς «ταούνα»! Το Town Mate ήταν το μοναδικό «παπάκι» που φορούσε διαφορικό αντί αλυσίδας στη μετάδοση και έζησε εξίσου μεγάλες δόξες με το Honda Super Cub. Όλα τους δηλωμένα πενηντάρια, αν και στην πραγματικότητα ήταν πολύ μεγαλύτερα μετά τις ερασιτεχνικές μεταποιήσεις.
Όσο για τον όρο «παπί», κανείς δεν ξέρει πώς έχει προέλθει. Παρά την τεράστια απήχησή του δηλαδή στην ελληνική κοινωνία, η καταγωγή του παρατσουκλιού αγνοείται. Άλλοι λένε ότι ήταν η εμφάνισή του με την ποδιά που το έκανε να μοιάζει με πάπια, άλλοι πάλι θέλουν τον ήχο της βγαλμένης εξάτμισης να πυροδοτεί αυτό το «παπάκι». Παρά τη νοσταλγική θέση που έχει όμως για μας τους Έλληνες ως σύμβολο μιας άλλης εποχής, το «παπάκι» παραμένει το δημοφιλέστερο μηχανάκι όλων των εποχών!
Ακόμα και προεκλογικό σύνθημα έγινε το ιστορικό μηχανάκι όταν οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ τραγουδούσαν εν χορώ «Καλύτερα παπάκι παρά τον Μητσοτάκη»! Πριν από τις εκλογές του Ιουνίου 1985, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας υποσχέθηκε μειώσεις στις τιμές των αυτοκινήτων και χαμηλότερη φορολογία στην αυτοκίνηση, αν και οι πασοκτζήδες δήλωσαν την προτίμησή τους στο ταπεινό δίτροχο με το περιβόητο σύνθημα, που όχι μόνο ακουγόταν κατά κόρον στις συγκεντρώσεις και τους κεφενέδες, αλλά γράφτηκε κιόλας σε μαντρότοιχους.
Το «Καλύτερα παπάκι παρά τον Μητσοτάκη» άρεσε μάλιστα τόσο πολύ στους αντιπάλους της Δεξιάς που έμελλε να το τιμήσουν και στις επόμενες προεκλογικές περιόδους, κι ας μην είχε πια καμιά αντιστοιχία με τις νέες εξαγγελίες της ΝΔ…
Το δημοφιλέστερο μηχανάκι όλων των δίτροχων εποχών, το «πολύ» Honda Super Cub, εμφανίστηκε στην Ιαπωνία το 1958, μετρώντας αδιάλειπτη παρουσία μέχρι και σήμερα στις γραμμές παραγωγής της Honda και έχοντας πουλήσει μέχρι το 2014 περισσότερα από 87 εκατομμύρια κομμάτια! Ο δαιμόνιος μηχανικός Σοϊτσίρο Χόντα συνέλαβε την ιδέα για μια μικρού κυβισμού μηχανή πόλης ήδη από το 1956, όταν βρέθηκε στη Γερμανία και είδε από κοντά τα μοτοποδήλατα του καιρού που αγκομαχούσαν στις ανηφόρες.
Κι έτσι ένα ελαφρύ και κυρίως αξιόπιστο μηχανάκι μικρού κυβισμού μπήκε αμέσως στο δημιουργικό στόχαστρο του μεγάλου πιονέρου της Honda, ο οποίος άλλαζε εν αγνοία του την ιστορία των δίτροχων. Παρά την έμφαση στην ποιότητα παραγωγής, τα πρώτα πενηντάρια «παπάκια» της Honda δεν πήγαν καλά στην Ιαπωνία και έβγαλαν αρκετά προβλήματα, αναγκάζοντας τον τελειομανή Σοϊτσίρο να ξαποστέλνει τους μηχανικούς του στα σπίτια των πελατών για τις απαραίτητες επισκευές!
Ο μακροχρόνιος συνεργάτης του Χόντα μπήκε μια μέρα στο σχεδιαστήριό του και του ζήτησε να φτιάξει το μηχανάκι με τρόπο που να μπορεί να οδηγηθεί με το ένα χέρι, ώστε να μπορούν οι ντελιβεράδες του Τόκιο να κουβαλούν στο άλλο τις παραγγελίες με τα νουντλς! «Αν μπορέσεις να σχεδιάσεις μια μικρή μοτοσικλέτα, ας πούμε 50 κυβικών, με ένα κάλυμμα για να κρύβει τη μηχανή, τους σωλήνες και τα καλώδια στο εσωτερικό, τότε μπορώ να την πουλήσω. Δεν ξέρω πόσα μαγαζιά με νουντλς υπάρχουν στην Ιαπωνία, αλλά σε πάω στοίχημα ότι κάθε κατάστημα θα θελήσει μία για τους ντελιβεράδες του».
Το Super Cub είχε γεννηθεί και λίγο μετά (αρχές δεκαετίας 1970) θα ακολουθούσε η Yamaha με το ανταγωνιστικό Town Mate, δημιουργώντας έναν νέο τρόπο φτηνής δίτροχης μετακίνησης. Το χαρακτηριστικό τους σχήμα, η ευκολία στη χρήση και το χαμηλό κόστος συντήρησης και μετακίνησης τα έστειλαν στα ουράνια, αλλά και η σύνδεσή τους φυσικά με τα εξεγερμένα νιάτα μιας άλλης εποχής…