Μπορεί τα χρόνια να έχουν περάσει όμως το νέο κύμα ακρίβειας μας κάνει να λησμονούμε τη δραχμή όταν με ένα χιλιάρικο ήσουν σχεδόν πλούσιος.
Σήμερα ένα χιλιάρικο δραχμές ισούται με 2,93 ευρώ.. Τι αγόραζες τότε στην Ελλάδα με ένα χιλιάρικο δραχμές; Είναι αλήθεια πως έκανες ζώη και..κότα όταν έβγαινες έξω;
Το λες ακόμα και σήμερα και γεμίζει το στόμα σου. ΧΙ-ΛΙΑ-ΡΙ-ΚΟ. Όπως τότε που γέμιζε η τσέπη σου ατόφιες δραχμούλες και νόμιζες ότι θα «τρέξουν» έως τα μπατζάκια σου…
Οι συγκεντρώσεις του Ανδρέα. Η Αρειανάρα κάθε Πέμπτη. Η Άντζελα, ο ΛεΠα και όλα τα μωρά στην πίστα. Atari, double dragon και ξύλινο ποδοσφαιράκι. Πολλούς λόγους έχει να… νοσταλγεί ο Έλληνας. Τίποτα όμως τόσο όσο ένα μάτσο δραχμές, αποτυπωμένες σε μια χήνα.
Με δυο-τρεις τέτοιες στην τσέπη, ήξερες ότι η μέρα σου θα κυλήσει υπερβολικά… cool. Αλλά και το ένα δεν ήταν του πεταματού. Ήθελες Ουφάδικα; Σε έβγαζε μέχρι… πρωίας. Ήθελες πίτσα και μπύρα; Το είχες πλακίτσα. Ήθελες να κάνεις την αλητεία σου στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς; Σου έφταναν για να μην σηκωθείς όλο το βράδυ από τη λεκάνη.
Χιλιάρικο κύριοι. Ισούται τη σήμερον ημέρα με 2,93 ευρώ. Το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε; Με 2,93 δεν παίρνεις σήμερα ούτε πάστα από τη «Δέσποινα». Ο ταρίφας, και φίλος σου να είναι, άντε να σε πετάξει μέχρι τη μεθεπόμενη στάση λεωφορείου (και αυτό από τη λεωφορειολωρίδα). Για καφεδάκι καθιστός, μόνο εσπρεσάκι ή μονό ελληνικό. Και αυτό σε «επιλεγμένα» καταστήματα. Το χιλιάρικο βέβαια δεν ήταν ίδιο στα 80s και στα 90s. Οι μισθοί ακολουθούσαν σταθερά ανοδική τροχιά, ομοίως και οι τιμές των προϊόντων. Η πατέντα της καταβαράθρωσης των μισθών με την παράλληλη αύξηση του κόστους ζωής είναι αποκλειστικά ελληνικό «φρούτο» της τελευταίας επταετίας.
Αν γυρίσουμε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 κινδυνεύουμε να μην γυρίσουμε από τον… ψυχολόγο. Διότι τότε με ένα χιλιάρικο μπορούσαμε να κάνουμε τα εξής:
Η πρωινή επίσκεψη στο περίπτερο για τσιγάρα και εφημερίδα δεν κόστιζε ούτε ένα 200αρι, καθώς το πακέτο (αναλόγως της μάρκας) είχε από 100 έως 120 δραχμές και η εφημερίδα 30 (αν ήταν αθλητική) ή 40 (η πολιτική).
Συνέχιζες με το φραπεδάκι σου στο συνοικιακό καφέ, δίνοντας περίπου άλλο ένα 100αρικο και το απόγευμα έσκαγες άλλες 250 ή 300 (επαναλαμβάνουμε δραχμές) για να δεις τη Θρυλάρα ή την Πανάθα live στο γήπεδο! Έχουμε φτάσει στις 550 με 600 και φυσικά μετά την μπάλα έπρεπε να βρέξεις το στεγνό από τις κραυγές λαρύγγι σου. Φυσικά και σου έφταναν, όχι φυσικά για να το ξημερώσεις στο μπαράκι, αλλά για μια «τίμια» εμφάνιση ως guest star.
Σουβλάκια πριν από την ταινία ή μετά; Αυτή ήταν η μοναδική σου έννοια τη μέρα που επέλεξες σινεμά και όχι αν θα σε βγάλουν τα φράγκα, αν είχες έστω και ένα καφετί χαρτονόμισμα στην τσέπη.
Και Οσκαρική να ήταν η ταινία, πάνω από 600 δρχ. δεν κόστιζε το εισιτήριο. Το σουβλάκι «έπαιζε» στις 100-120, οπότε έτρωγες τρία μερακλίδικα (σκέτα, μόνο με ψωμάκι) και κράταγες κάβα και για μία κόκα-κόλα.
Σήμερα, με ένα παλιό χιλιάρικο παίρνεις αυτό που φανταστήκατε. Ή εναλλακτικά παπάρα το ψωμάκι στην κόκα-κόλα…
Αν έμπαινες στο Ουφάδικο της γειτονιάς με χιλιάρικο, μπορεί και να ένιωθες σαν υποψήφιο θύμα λαθροκυνηγών χρυσού που μπάνισαν το ψεύτικο, αστραφτερό δοντάκι σου.
Αν είχες σκοπό να τα φας όλα εκεί κι «έστριβες» στοιχειωδώς σε Pacman, Arcanoid ή Tetris, η μάνα σου οριακά δεν θα δήλωνε την εξαφάνιση σου στον Χαρδαβέλλα. Κι αν είχες βρει και κάνα κόλπο για να παίζεις δύο παιχνίδια με ένα 20αρικο, τότε παίζει και να σε έβρισκε απολιθωμένο με το μοχλό στο χέρι.
Σε πάω λίγο αργότερα, μέσα δεκαετίας ’90. Είχες όρεξη να πιεις δύο μπυρίτσες, να φας μέχρι σκασμού, να αφεθείς στους ρυθμούς της ροκιάς και να κοζάρεις και τα μωρά στο μπαρ. Ναι, αλλά είχες μόνο ένα 1000ρικο.
Κανένα πρόβλημα: Kibubu! Το μπαράκι – μύθος της Γαλατσίου δεν σε «άφηνε» να φύγεις, αν δεν είχες φάει τον αγλέουρα σε μπινελίκια, λουκανικάκια, καναπεδάκια και καροτο-αγγουράκια (τα ξηροκάρπια εκεί δεν τα αναπόλησε κανείς). Όχι, τα άοκνα γκαρσόνια δεν ξαναγέμιζαν το τραπέζι σε κάθε νέα παραγγελία ποτού, αλλά κάθε φορά που άδειαζαν τα πιατάκια που σου είχαν φέρει την τελευταία φορά. Ακόμα και αν αυτή η φορά ήταν 10 λεπτά πριν.
Όσο πείναγες, έτρωγες στο Kibubu. Και όσο το θυμάσαι, δεν μπορείς να ξεχάσεις ότι ο μύθος του χιλιάρικου είναι ολότελα βγαλμένος από τη ζωή…