Σχέδιο Τουρκίας και Ερντογάν: Τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στον Έβρο αποτελούν το κέντρο της προσοχής. Η ένταση έχει αυξηθεί και λόγος δεν είναι άλλος από την προώθηση μεταναστών από πλευράς Τουρκίας. Τι πραγματικά συμβαίνει, όμως; Απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα και σε πολλά ακόμη δίνει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Σωτήρης Ρούσσος. Αναλυτικότερα:
Ρωτήσαμε τον κ. Ρούσσο αν ό,τι συμβαίνει στα σύνορα είναι μια παγίδα που έχει στήσει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ελλάδα.
«Όχι δεν θα το έλεγα παγίδα» μας είπε. «Ο Ερντογάν λειτουργεί ως εξής: έχει έναν τεράστιο αριθμό προσφύγων στη χώρα του, έχει 3.500.000 ανθρώπους, ίσως παραπάνω. Αυτό του δημιουργεί ένα πολύ μεγάλο βάρος, όπως θα δημιουργούσε σε κάθε χώρα. Αυτό το βάρος προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί και να το μετατρέψει σε ευκαιρία, αν χρησιμοποιούσαμε έναν χρηματοπιστωτικό όρο. Και πώς θα το κάνει αυτό; Ουσιαστικά στοιχίζοντας τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις δυτικές δυνάμεις γενικότερα στο σχέδιό του να μετεγκαταστήσει μεγάλο αριθμό Σουνιτών μουσουλμάνων, οι οποίοι είναι φιλικοί προς την Τουρκία και εχθρικοί προς τον Άσαντ στις βόρειες περιοχές της Συρίας που έχει καταλάβει ή που ελέγχει. Όπως το Ιντλίμπ και η Ροτζάβα».
«Για αυτό χρειάζεται δύο στηρίξεις. Η μία είναι υποστήριξη οικονομική, την οποία ζητάει. Λέει ότι “δεν μου δώσατε τα λεφτά τα οποία μου είχατε τάξει”, και αυτό σε μεγάλο βαθμό είναι σωστό. Δηλαδή δεν του έχουν δώσει τα 6 δισ. που είχαν πει ότι θα του δώσουν από το 2016. Και η δεύτερη είναι σε πολιτικός και στρατιωτικό επίπεδο, να τον βοηθήσουν δηλαδή να κάνει αυτές τις μετεγκαταστάσεις. Ουσιαστικά να δημιουργήσει στην περιοχή ένα τουρκικό προτεκτοράτο. Αυτή είναι η βασική του στρατηγική. Και γι’ αυτό χρησιμοποιεί διάφορα μέσα πίεσης.
Ένα μέσο πίεσης, δεν είναι μια παγίδα, δεν παγιδεύει κάποιον. Απλά θεωρεί ότι υπάρχει ένα μέσο πίεσης το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει, μία ευκαιρία, για την οποία κανείς δεν μπορεί να του πει ότι κάνει κάτι παράνομο ή αντίθετο προς τους κανόνες, γιατί σου λέει “εγώ έχω 3.500.000 πρόσφυγες, και να φύγουν 10-15 χιλιάδες που είναι ούτε 1% του πληθυσμού αυτού, δεν είναι και τόσο τρομερό”. Ο Ερντογάν στα χέρια του έχει ένα βάρος το οποίο προσπαθεί να μετατρέψει σε εργαλείο. Να μην το ξεχνάμε αυτό, γιατί συνήθως στην Ελλάδα το παραβλέπουμε αυτό. Έχει ένα πολύ μεγάλο βάρος που είναι τα 3.500.000 προσφύγων. Και αυτό προσπαθεί να το μετατρέψει σε ευκαιρία.
Με λίγες δυνάμεις, με λίγους σχετικά πρόσφυγες σε σχέση με τον όγκο των προσφύγων που βρίσκονται στην Τουρκία, δημιουργεί μία πολύ μεγάλη πίεση. Δεν είναι ασύμμετρη απειλή, είναι ασύμμετρη πίεση».
Ο κ. Ρούσσος απάντησε και στο αν οι κινήσεις της Τουρκίας είναι ένας αντιπερισπασμός στην εξέλιξη της σύγκρουσης στη Συρία.
«Ο Ερντογάν αυτή τη στιγμή δεν χάνει, αλλά δεν πάνε τα πράγματα όπως θα τα ήθελε. Τι θα ήθελε; Θα ήθελε να κυριαρχεί στο Ιντλίμπ, να χτίζει στο Ιντλίμπ κατοικίες με ευρωπαϊκά λεφτά, για να μεταφέρει εκεί φιλικά προσκείμενους προς την Τουρκία πρόσφυγες. Το ίδιο να κάνει και στην κουρδική Ροτζάβα. Αν μπορούσε μάλιστα να ενοποιήσει και τις τρεις περιοχές, θα ολοκλήρωνε ένα τουρκικό προτεκτοράτο εντός του εδάφους της Συρίας. Αυτό λόγω της επίθεσης των στρατευμάτων του Άσαντ και της υποστήριξης που έχουν από τους Ρώσους δεν ευδοκιμεί τουλάχιστον στο Ιντλίμπ, και αυτό είναι που του δημιουργεί πρόβλημα. Και σε αυτό αντιδρά.
«Το έχω ξαναπεί, θα το πω και σε εσάς. Ο Ερντογάν δεν έχει εσωτερική αντιπολίτευση, πολιτική αντιπολίτευση. Έχει κοινωνική αντιπολίτευση. Έχει δηλαδή κοινωνικά στρώματα τα οποία δεν πηγαίνουν καλά οικονομικά, λόγω της κάμψης της οικονομίας και από την άλλη έχει περιοχές οι οποίες έχουν επιβαρυνθεί πολύ από την έλευση προσφύγων και αυτές αντιδρούν και απέναντι στην τουρκική πολιτική. Άρα λοιπόν κάτι πρέπει να κάνει.
Για τους πρόσφυγες θεωρεί ότι μία σωστή πολιτική θα ήταν να τους μετακινήσει όπως σήμερα στις περιοχές της βόρειας Συρίας τις οποίες ελέγχει.
– Η Ελλάδα έχει αυτή τη στιγμή κλειστά τα σύνορα. Είναι αποτελεσματική αντιμετώπιση;
«Κατ’ αρχάς εγώ δεν θα χρησιμοποιήσω τους όρους εισβολή και ασύμμετρη απειλή. Έχουμε έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων στα σύνορά μας, ο οποίος επιθυμεί και προσπαθεί να μπει. Προφανέστατα το να μπει κάποιος από τα σύνορα μιας χώρας που δεν είναι επίσημες οδοί εισόδου, δεν επιτρέπεται. Δεν μπορεί μία χώρα να δεχθεί οποιονδήποτε να περνάει τα σύνορα από όπου θέλει, να τα διασχίζει και να μην μπαίνει από τις επίσημες εισόδους. Από τους Κήπους, τις Καστανιές κλπ. Άρα είναι αυτονόητο ότι μια χώρα περιφρουρεί τα σύνορά της και όσοι θέλουν να μπουν, μπορούν να μπουν μόνο από τις επίσημες και αναγνωρισμένες πύλες εισόδου.
Από εκεί και πέρα η Ελλάδα οφείλει να επιτρέπει έναν αριθμό στον οποίο μπορούν να αντεπεξέλθουν οι υπηρεσίες των επίσημων οδών για τις αιτήσεις ασύλου. Δηλαδή από τις 10.000 πόσους μπορούν να αντέξουν στις Καστανιές και τους Κήπους; 50 την ημέρα, 40 την ημέρα; Να προσέρχονται και να κάνουν αίτηση ασύλου.
Ακόμη και η απόφαση του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την οποία επικαλούνται πολλοί, λέει ότι δεν επιτρέπεται να περνάς τα σύνορα σε μη επίσημες οδούς, σε μη επίσημες πύλες. Δηλαδή δεν μπορείς να κάνεις – για να το πω πολύ απλά και λαϊκά “μπούκες”. Αυτό όμως που λέει είναι ότι μπορεί κάποιος να κάνει την αίτησή του ως πρόσφυγας στις επίσημες εισόδους. Αυτό δεν μπορεί να του το απαγορεύσει κανείς».
«Εδώ υπάρχει ένα ζήτημα. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι στο μυαλό μας, γιατί το ακούω από πολλές πλευρές. Η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία επικαλείται το διεθνές δίκαιο και τους διεθνείς κανόνες. Εμείς λοιπόν τώρα λέμε ότι έχουμε μια ειδική κατάσταση ασφάλειας» εξηγεί ο κ. Ρούσσος, ο οποίος στη συνέχεια επισημαίνει τους κινδύνους μίας τέτοιας στρατηγικής:
«Η Τουρκία απέναντί μας είναι η “ειδική” στις ειδικές καταστάσεις. Δηλαδή καθετί το περιγράφει ως ειδική κατάσταση και με αυτόν τον τρόπο ξεπερνάει το διεθνές δίκαιο. Λέει ότι το Αιγαίο είναι μια ειδική κατάσταση, άρα δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το δίκαιο της θάλασσας. Η Συρία είναι μία ειδική κατάσταση, άρα δεν μπορούμε να δεχθούμε το διεθνές δίκαιο ως προς τα σύνορα και το απαραβίαστο.
Πρέπει λοιπόν να είμαστε προσεκτικοί γιατί δεν θα μπορούμε στα διεθνή fora να χρησιμοποιήσουμε τη βοήθεια του διεθνούς δικαίου και θα έχουμε αποδεχθεί το καθεστώς των ειδικών καταστάσεων που είναι βούτυρο στο ψωμί της Τουρκίας. Προσοχή λοιπόν σε αυτό γιατί δεν είναι τόσο καλό στρατηγικά».
«Στον βραχύ χρόνο, στις επόμενες 10 με 15 μέρες, μπορεί να έχουμε αποτελέσματα. Δηλαδή να μην μπαίνουν από τους 10.000 παρά μόνο λίγοι από τον Έβρο και τα νησιά. Προσοχή όμως: αυτό που γίνεται σήμερα έχει κοντά ποδάρια. Και να σας πω γιατί: δεν λαμβάνουμε υπ’ όψιν την κλιμάκωση. Δηλαδή αν ο Ερντογάν θεωρήσει ότι πρέπει να κλιμακώσει και προτρέψει 150.000 πρόσφυγες να έρθουν στα σύνορα, το 15πλάσιο από όσους έχουμε σήμερα και έχουμε πάθει υστερία, τι θα συμβεί;
Άρα αυτό το κλείσιμο των συνόρων σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο είναι εντάξει από πλευράς αποτελεσματικότητας. Δεν μπορεί όμως αυτό να είναι το μέσο με το οποίο θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση.
Και ένα δεύτερο στοιχείο: θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο πώς μας διαβάζει ο άλλος. Δηλαδή αν ο Ερντογάν βλέπει μία Ελλάδα η οποία με 10.000 παθαίνει παράκρουση και βγαίνει με ένα διάγγελμα ότι έχουμε πόλεμο, ασύμμετρες απειλές κλπ, τότε σκέφτεται ότι αν με 10.000 είχα αυτό το αποτέλεσμα, με 150.000 τι αποτέλεσμα θα έχω; Θα καταρρεύσουν εντελώς. Δηλαδή είναι λάθος και το μήνυμα που δίνουμε απέναντι».
Η λύση του ζητήματος δεν βρίσκεται σε ελληνικό έδαφος, κατά τον καθηγητή:
«Η Ελλάδα είναι λάθος να πηγαίνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να λέει: “Δώσε μου κανά φράγκο για να κλείσω τρύπες ή να ενισχύσω τον εξοπλισμό ή στείλε μου δυο ανθρώπους να βοηθήσουν, να βάλουν πλάτη και δυο ελικόπτερα να βοηθήσουν στα σύνορα”. Αυτή δεν είναι μια απάντηση ευρωπαϊκή. Αυτές οι απαντήσεις είναι ημίμετρα και μας βάζουν εμάς στη δύσκολη θέση συνεχώς.
Μία ευρωπαϊκή απάντηση είναι ξεκάθαρη και είναι μία: hot spot ευρωπαϊκά εντός της Τουρκίας, τα οποία θα αναλαμβάνουν την υποδοχή και τη διεκπεραίωση των αιτήσεων ασύλου και όσοι δικαιούνται άσυλο να κατανέμονται στις χώρες της Ευρώπης. Εάν δεν γίνει αυτό, ο Ερντογάν θα έχει μία δεξαμενή απειλών, η οποία θα μεγαλώνει και θα μικραίνει κατά το δοκούν.
Αυτό η Ελλάδα πρέπει να το θέσει με κάθε τρόπο και να προσπαθεί να το διασυνδέσει με άλλα ευρωπαϊκά ζητήματα. Τι να συζητάμε για προϋπολογισμό όταν μία ή δύο χώρες βρίσκονται συνεχώς υπό απειλή τέτοιων γεγονότων;.
Η συμφωνία Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ένωσης για αυτό το θέμα είναι προφανές ότι δεν δουλεύει. Αυτό είναι μία νέα διαπραγμάτευση που θα πρέπει να γίνει. Ούτως ή άλλως αυτή τη στιγμή η ΕΕ έχει μπει σε μία διαπραγμάτευση με τον Ερντογάν. Εκ των πραγμάτων. Τι πήγαν να κάνουν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι στην Άγκυρα; Να πιουν τσάι; Ή στην Κωνσταντινούπολη; Πήγαν να διαπραγματευτούν ξανά».
Οι πρόσφυγες δεν θα πρέπει να φτάσουν στην Ελλάδα ή στη Βουλγαρία για να ζητήσουν άσυλο και να προωθηθούν στις χώρες του Βορρά και της Δύσης, γιατί αυτό είναι το τελικό τους σχέδιο. Είναι ελάχιστη πλειοψηφία οι άνθρωποι οι οποίοι έρχονται για να παραμείνουν στην Ελλάδα. Το 90% είναι άνθρωποι που θέλουν να πάνε παραπέρα. Και παραπέρα εννοώ όχι να πάνε στη Σερβία, αλλά να πάνε στη Γερμανία, στη Δανία, στη Σουηδία, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία. Αυτό θα αλλάξει όλη τη λογική της υποδοχής προσφύγων και θα βγάλει από πάνω μας ένα τεράστιο βάρος.
Τα θέματα είναι δύο να ξέρετε: ότι η Γερμανία δεν θα μπει σε αυτή τη διαδικασία, όχι γιατί η ίδια έχει πρόβλημα. Γιατί ξέρετε κάτι, η Γερμανία έχει αρκετούς πρόσφυγες και μπορεί να πει ότι “εγώ την αναλογία μου την κρατάω”. Το πρόβλημα είναι ότι η Γερμανία δεν θέλει να συγκρουστεί με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, τις οποίες θεωρεί πελάτες της. Πολιτικούς και οικονομικούς».
Ο κ. Ρούσσος συνιστά μια περισσότερη ψύχραιμη αντιμετώπιση του ζητήματος:
«Χρειάζεται μία πιο ψύχραιμη αντίληψη, μία λογική ότι δεν υπάρχουν στεγανοποιημένα σύνορα, ότι και να σκοτώσουμε και να βυθίσουμε και να πνίξουμε στα θαλάσσια σύνορά μας, οι άνθρωποι αυτοί επειδή έχουν δει πνιγμούς και σκοτωμούς στη χώρα τους, πολύ περισσότερους από ό,τι υπάρχει στα σύνορά μας, δεν θα διστάσουν να πάρουν το ρίσκο. Δεν θα λήξει έτσι η υπόθεση αυτή.
Πρέπει να είμαστε ψύχραιμοι, να μην ξεφεύγουμε από το διεθνές δίκαιο και κυρίως να θέτουμε τα ζητήματα στρατηγικά στην Ευρώπη και όχι συγκυριακά και αν θέλετε οικονομίστικα».