Το άλλο πρόσωπο της Μυκόνου είναι υπαρκτό, αλλά οι τουρίστες δεν το βλέπουν, καθώς διαφέρει πολύ από την κοσμική, κοσμοπολίτικη και ψυχαγωγική ζωή της.
Οι κάτοικοι στη Μύκονο ζουν όπως οι κάτοικοι σε όλη την έκταση της ελληνικής επαρχίας. Εξευμενίζουν τα θεία. Προσεύχονται σε αυτά και παρακολουθούν κάθε τελετουργική εκδήλωση που λαμβάνει χώρα στο νησί. Οι Μυκονιάτες σπέρνουν τα χωράφια τους και δρέπουν τους καρπούς της σποράς. Οι Μυκονιάτες είναι οι «αφανείς». Κι όσοι σπεύδουν στο νησί για λίγες μέρες με μοναδικό τους κίνητρο την ολοήμερη διασκέδαση, σπάνια αφήνουν χρόνο για να παρατηρήσουν όσους κινούνται σε άλλο ρυθμό από το δικό τους.
Ο άντρας με τα βαριά, αλευρωμένα χέρια ετοιμάζει το ψωμί της ημέρας. Η γυναίκα κατανέμει με επιμέλεια τη ζάχαρη άχνη στα παραδοσιακά αμυγδαλωτά που έχουν βγει νωρίτερα από το φούρνο. Αυτός ο τόπος έχει πατητήρια και φτιάχνει κρασί. Έχει βοσκότοπους. Στη Ρήνεια, το μικροσκοπικό απέναντι νησί, οι κτηνοτρόφοι φέρνουν τα ζωντανά τους για βοσκή.
Η Μύκονος κατά τη μυθολογία δανείστηκε το όνομά της από τον Μύκονο, το γιο του Αινίου του Καρύστου και της Ρυούς της Ζάρυκος. Ο αρχαίος ιστορικός και γεωγράφος, Στράβωνας, έλεγε ότι οι Μυκονιάτες ήταν φαλακροί και άτριχοι.
«Ο λατρεμένος τόπος». Αυτός ακριβώς είναι ο χαρακτηρισμός που αποδίδει στη Μύκονο, καθόλα υποκειμενικά, ο φωτογράφος, Βασίλης Βρεττός. Έζησε τις διακοπές του από μικρό παιδί στο νησί κι εκεί συνεχίζει να περνάει τις ελεύθερες – ανέμελες μέρες στον ενήλικο βίο του.
Γνώρισε όλες της εκφάνσεις της Μυκόνου. Που εκτός από τόπος κατοικίας είναι και διεθνής προορισμός για τζετ σέτερς. Μέρος διασκέδασης και για όσους από περιέργεια σπεύδουν να ανακαλύψουν εκεί, αυτό που γνωρίζουν οι ταξιδιώτες που προηγήθηκαν και ενώ φεύγουν, συνεχίζουν να συζητούν γι’ αυτό που γνώρισαν. Σπεύδουν επίσης εκεί, όσοι αναρωτιούνται γιατί αυτό το νησί είναι διάσημο. Πολλοί λιγότεροι επισκέπτες παρατηρούν τις ξερολιθιές, αφουγκράζονται το σφύριγμα του ανέμου στις γωνίες των παραθύρων και στις πέτρες, λαξεμένες βάναυσα από τον αέρα και το αλάτι.
Ο Βρεττός φωτογράφησε τη Μύκονο αλλιώς. Και τις φωτογραφίες του της βάφτισε, «Τα έργα των ανθρώπων». Προβάλλει μέσα από αυτές τα πρόσωπα και τον κάματο που αναδύουν καθώς οι άνθρωποι σπέρνουν το χωράφι, ψαρεύουν, πατούν τα σταφύλια, μαζεύουν τη σοδειά τους. Λίγοι ίσως γνωρίζουν ότι η Μύκονος διαθέτει Σχολή Καλών Τεχνών. Λίγοι ή λίγο περισσότεροι ξέρουν ότι η Μύκονος δεν είναι μόνο το λίκνισμα δίπλα σε κάποια μπάρα, ενίοτε πάνω σε αυτή, το καλό φαγητό, η πολυτέλεια ή ότι συνεπάγεται ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της.
«Την αγάπησα περισσότερο γνωρίζοντας τη βάση αυτού του νησιού, που είναι οι άνθρωποι οι οποίοι ζουν εδώ. Όλοι τους συνεργάσιμοι και καλοί. Η Μύκονος πέρα από την εικόνα που προβάλει, είναι ένας κανονικός τόπος. Οι άνθρωποί της εργάζονται μέσα στην καθημερινότητά τους. Ασχολούνται με τη γη και τη θάλασσα. Στο νησί συμβαίνουν όλα όσα συμβαίνουν και στα υπόλοιπα επαρχιακά μέρη της Ελλάδας. Με τη διαφορά ότι αυτούς τους ανθρώπους δεν τους συναντά κανείς εύκολα. Ζουν στο δικό τους χώρο. Και κάπως έτσι το κοσμοπολίτικο πρόσωπο συμβαδίζει με την κοινή καθημερινότητα».
Ο ίδιος ξεκίνησε από το 1995, φωτογραφίζοντας εργάτες σε όλη την Ελλάδα. Απαθανάτισε τον κόπο στα πρόσωπά τους. Γι’ αυτό το λόγο συνεργάστηκε κάποια στιγμή και με το μουσείο Μπενάκη.
«Ωστόσο σε όσα μέρη επισκεπτόμουν, έψαχνα να βρω πατητήρια και δεν έβρισκα. Τα βρήκα στη Μύκονο. Δεν το πίστευα όταν μου έλεγαν ότι υπάρχουν εδώ. Ο καθένας έχει το δικό του μποστάνι με σταφύλια, το δικό του πατητήρι όπου φτιάχνει το δικό του κρασί. Οι κάτοικοι μαζεύουν τις ελιές τους, σπέρνουν τα χωράφια τους. Θερίζουν. Έχουν μελίσσια και μποστάνια με λαχανικά», λέει ο Βασίλης Βρεττός.
«Γενικά ο κόσμος δείχνει να μην επηρεάζεται από τους ρυθμούς του νησιού. Αν κάποιος θέλει να ζήσει ήρεμα στη Μύκονο, μπορεί να το κάνει χωρίς να κοπιάσει. Ωστόσο υπάρχουν αλλαγές μέσα στα χρόνια που πέρασαν. Στα δικά μου τα μάτια, που έχω την εικόνα του χθες αλλά και του σήμερα, είναι πιο αισθητές. Πολλά πράγματα… εκσυγχρονίστηκαν. Για κάποιον νεότερο που γνωρίζει το νησί όπως είναι αυτή τη στιγμή, είναι όπως ακριβώς τη βλέπει, χωρίς συγκριτικά στοιχεία. Ο ρομαντισμός μου, όμως με κάνει ανήσυχο. Ότι θα έρθει η στιγμή που ο πολιτισμός θα καλύψει το άλλο πρόσωπο του νησιού. Η δύναμη της εξέλιξης. Κάποτε πέρναγε το κάρο, αργότερα το αμάξι… Και η επέλαση του πολιτισμού δεν σταματάει».
«Στην έκθεση όμως συμμετείχε και η Δήλος. Ένα μέρος με παγκόσμια εμβέλεια. Ένας βαρυσήμαντος αρχαιολογικός χώρος. Πολλοί έρχονται στη Μύκονο και δεν επισκέπτονται τη Δήλο. Δεν τη γνωρίζουν. Είναι σαν να πηγαίνουν στην Αθήνα και να μην επισκέπτονται την Ακρόπολη. Όπως στη Μύκονο, έτσι και στη Δήλο αποτύπωσα τους ανθρώπους. Τους φύλακες, τους καθαριστές, τους αρχαιολόγους. Τους συντηρητές. Μάλιστα πέρσι φωτογράφησα τις ανασκαφές της αρχαιολογικής σχολής στο νησί, την περίοδο που έτυχε να βρίσκονται εκεί οι αρχαιολόγοι. Έχει κι αυτή την καθημερινότητά της και ας μην μένουν μόνιμοι κάτοικοι εκεί. Την επισκεπτόμαστε, βλέπουμε κάτι και δεν ξέρουμε ποιος το συντηρεί, ποιος φροντίζει ώστε να συνεχίσει να υπάρχει μέσα στο χρόνο».
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν βρέθηκε κάπου από μόνο του, λέει ο φωτογράφος. Πίσω και πάνω απ’ όλα υπάρχει ο άνθρωπος.
Η έκθεση των φωτογραφιών φιλοξενήθηκε στη Δημοτική Πινακοθήκη του νησιού και όπως ο ίδιος ο φωτογράφος τονίζει, τίποτα δεν θα γινόταν χωρίς τη στήριξη του δήμου Μυκόνου, την Κοινωφελή Δημοτική Επιχείρηση Περιβάλλοντος Παιδείας και Ανάπτυξης Μυκόνου και την επιμελήτρια της έκθεσης, Ίρις Κρητικού.