Ο κάθε ενδιαφερόμενος ή δικαιούχος πολίτης της Ελλάδας μπορεί να διαβάσει και να κατανοήσει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της σύνταξης χηρείας, οι οποίες αναφέρονται παρακάτω.
Ως γνωστόν το υπουργείο Εργασίας επιχείρησε µε τροπολογία (άρθρο 1 του N. 4499/2017) να δηµιουργήσει ευνοϊκότερες προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου στα δικαιοδόχα µέλη συνταξιούχου ή ασφαλισµένου σε µια προσπάθεια να εξοµαλύνει τις συνέπειες που επέφερε σε αυτούς η θέσπιση του N. 4387/2016. Ο νόµος 4387/2016 θέσπισε ριζικές αλλαγές στις προϋποθέσεις χορήγησης των συντάξεων λόγω θανάτου, τόσο ως προς τα ηλικιακά όρια των δικαιούχων όσο και ως προς το δικαιούµενο ποσό της σύνταξής τους.
Με τη νέα τροπολογία τροποποιήθηκε όµως µόνο το άρθρο 12 του N. 4387/2016 και θεσπίστηκε κατώτατο όριο στο ύψος των συντάξεων λόγω θανάτου (360 ευρώ), µε σκοπό να προστατευθούν οι δικαιούχοι (χήρες, τέκνα) και να εξασφαλίσουν το ελάχιστο µιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, καθώς µε τον υπολογισµό του νέου νόµου προέκυπταν ποσά στους δικαιούχους ύψους µέχρι και 241 ευρώ.
Mε τις διατάξεις όµως του Ν. 4499/2017 δεν άλλαξε το καθεστώς που θεσπίστηκε µε τον νόµο 4387/2016 και κυρίως δεν άλλαξαν οι ηλικιακές προϋποθέσεις που θεσπίστηκαν για τις χήρες και περιόρισαν το δικαίωµα της συνταξιοδότησής τους λόγω θανάτου του συζύγου τους.
Τι ισχύει σήμερα
Ο νόµος 4387/2016, ως γνωστόν, προβλέπει συντάξεις χηρείας συνδεδεµένες µε όριο ηλικίας, καθώς οι δικαιούχοι της σύνταξης του θανόντος ή της θανούσης συζύγου θα πρέπει πλέον να έχουν συµπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας. Η διάταξη αφορά όσες αιτήσεις µεταβίβασης της σύνταξης υποβλήθηκαν για θανάτους που συντελέστηκαν µετά τις 13/5/2016 και προβλέπει για τους επιζώντες συζύγους τα εξής ηλικιακά όρια:
1. Ο επιζών σύζυγος, εφόσον έχει συµπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τον χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισµένου, δικαιούται σύνταξη εφ’ όρου ζωής.
2. Ο επιζών σύζυγος εφόσον κατά τον χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισµένου δεν έχει συµπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του, αλλά συµπληρώνει το 55ο έτος κατά τη διάρκεια της τριετίας, η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται µόλις συµπληρωθεί η τριετία και άρχεται εκ νέου µε τη συµπλήρωση του 67ου έτους. Παράδειγµα: Ασφαλισµένος αποβιώνει στις 13/5/2016 και η σύζυγός του είναι 53 ετών χωρίς τέκνα. Η σύζυγος δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου του ασφαλισµένου συζύγου της, καθώς πληροί τις προϋποθέσεις (ο θανών είχε συµπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος) και λαµβάνει σύνταξη για µία τριετία, καθώς κατά την ηµεροµηνία θανάτου του συζύγου της δεν έχει συµπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας. Κατά τη διάρκεια της τριετίας, όµως, συµπληρώνει το 55ο έτος, οπότε η σύνταξη λόγω θανάτου διακόπτεται µετά τη συµπλήρωση της τριετίας και επαναχορηγείται µε τη συµπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας της.
3. Ο επιζών σύζυγος, εφόσον κατά τον χρόνο θανάτου του συνταξιούχου ή ασφαλισµένου δεν έχει συµπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του, αλλά δεν το συµπληρώνει ούτε κατά τη διάρκεια της τριετίας, δικαιούται σύνταξη µόνο για διάστηµα τριών ετών και µετά τη λήξη της τριετίας διακόπτεται η καταβολή της σύνταξης και δεν επαναχορηγείται. Παράδειγµα: Ασφαλισµένος αποβιώνει στις 13/5/2016 και η σύζυγός του είναι 49 ετών χωρίς τέκνα. Η σύζυγος δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου του ασφαλισµένου συζύγου της καθώς αυτός είχε συµπληρώσει τις απαιτούµενες προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης λόγω γήρατος. Η σύζυγος θα λάβει σύνταξη για µία τριετία και µετά θα διακοπεί και δεν θα της επαναχορηγηθεί, καθώς δεν συµπληρώνει το 55ο έτος της ηλικίας εντός της τριετίας. Υπάρχουν όµως και περιπτώσεις που προβλέπεται η παράταση της σύνταξης και πέραν της τριετίας.
4. Ο επιζών σύζυγος, που δεν είναι 55 ετών κατά τον χρόνο του θανάτου ή δεν συµπληρώνει το 55ο έτος της ηλικίας του εντός της τριετίας από την έναρξη της καταβολής της σύνταξης λόγω θανάτου, συνεχίζει να λαµβάνει τη σύνταξη και µετά τη λήξη της τριετίας στις εξής περιπτώσεις: α) Σε περίπτωση που ο επιζών σύζυγος έχει τέκνα που είναι είτε άγαµα και ανήλικα (µέχρι να ενηλικιωθούν, δηλ. να γίνουν 18 ετών), είτε σπουδάζουν (και µέχρι να γίνουν 24 ετών), είτε είναι άγαµα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από τη συµπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας. Παράδειγµα:Ασφαλισµένος αποβιώνει στις 13/5/2016 και η σύζυγός του είναι 45 ετών και έχει τέκνο ανήλικο (15 ετών). Η σύζυγος, εφόσον δικαιούται την απονοµή της σύνταξης λόγω θανάτου του συζύγου της, λαµβάνει αυτήν για µία τριετία. Η επιζώσα σύζυγος συνεχίζει να λαµβάνει τη σύνταξη και µετά την τριετία και µέχρι να διακοπεί η συνταξιοδότηση του τέκνου (λόγω ενηλικίωσης στο 18ο έτος ή λόγω σπουδών στο 24ο έτος), οπότε και διακόπτεται η καταβολή της σύνταξης. β) Σε περίπτωση που ο επιζών σύζυγος είναι ο ίδιος ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας µε ποσοστό 67% και άνω και για όσο χρόνο πληροίται αυτή η προϋπόθεση. γ) Σε περίπτωση που ο επιζών σύζυγος, που λαµβάνει σύνταξη θανάτου και πέραν της τριετίας λόγω ύπαρξης ανηλίκων ή τέκνων που σπουδάζουν ή ανίκανων για εργασία τέκνων και έως τη λήξη της ανηλικότητας ή των σπουδών ή της ανικανότητας συµπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του, τότε ναι µεν η σύνταξη θα διακοπεί µε την παύση ισχύος των ως άνω προϋποθέσεων (ανηλικότητα, σπουδές, ανικανότητα), θα επαναχορηγηθεί, ωστόσο, όταν ο επιζών συµπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας του. Παράδειγµα: Ασφαλισµένος αποβιώνει στις 13/5/2016 και η σύζυγός του είναι 49 ετών και έχει τέκνο ανήλικο (8 ετών). Η σύζυγος, εφόσον δικαιούται την απονοµή της σύνταξης λόγω θανάτου του συζύγου της, λαµβάνει αυτήν για µία τριετία. Η επιζώσα σύζυγος συνεχίζει να λαµβάνει τη σύνταξη και µετά την τριετία και µέχρι να διακοπεί η συνταξιοδότηση του τέκνου (λόγω ενηλικίωσής του στο 18ο έτος ή λόγω σπουδών του στο 24ο έτος), οπότε και διακόπτεται η καταβολή της σύνταξης. Επειδή όµως κατά τη διάρκεια λήψης της σύνταξης και έως την ενηλικίωση του τέκνου ή την παύση των σπουδών του η επιζώσα σύζυγος συµπληρώνει το 55ο έτος της ηλικίας της, η σύνταξη θανάτου θα της επαναχορηγηθεί µε τη συµπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας της.
Τι πρέπει να αλλάξει
Από τις παραπάνω διατάξεις του Νόµου 4387/2016 προκύπτει ότι οι χήρες που είναι κάτω των 55 ετών κατά την ηµεροµηνία θανάτου του συζύγου τους και δεν έχουν ανήλικα παιδιά ή παιδιά που να σπουδάζουν ή να είναι ανίκανα, είτε θα πάρουν σύνταξη για µία τριετία και µετά θα διακοπεί και θα τους επαναχορηγηθεί σε ηλικία 67 ετών ή θα πάρουν σύνταξη για µία µόνο τριετία (εάν είναι κάτω των 52 ετών).
Το ίδιο, φυσικά, ισχύει για τους χήρους. Οι διατάξεις αυτές ολοφάνερα περιορίζουν το δικαίωµα της χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου και θα πρέπει άµεσα να µεταβληθούν. Εκτιµάται ότι για περίπου 70.000 δικαιούχους η τριετία που προβλέπει ο νόµος λήγει τον Μάιο του 2019 και εάν δεν µεταρρυθµιστούν οι σχετικές διατάξεις, κινδυνεύουν να µείνουν δίχως σύνταξη. Υπάρχει η πληροφόρηση ότι το υπουργείο εξετάζει διορθωτικές παρεµβάσεις στον Ν. 4387/2016, που θα σχετίζονται µε την αναστολή των διατάξεων αυτών, δηλαδή των διατάξεων που θέτουν ηλικιακά όρια στη χορήγηση της σύνταξης στις χήρες ή στους χήρους.
Ελπίζουµε η αλλαγή των σχετικών διατάξεων να γίνει γρήγορα χωρίς περιορισµούς και το δικαίωµα χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου να δοθεί σε όλους τους δικαιούχους, ανεξάρτητα από την ηλικία που έχουν κατά τη στιγµή θανάτου του συντρόφου τους. Ο περιορισµός των συντάξεων χηρείας λόγω ηλικίας των δικαιούχων συζύγων είναι κοινωνικά ανάλγητος και δεν αρµόζει σε ένα ασφαλιστικό σύστηµα που στοχεύει να προστατεύσει τους ασφαλισµένους όταν επέρχεται ο ασφαλιστικός κίνδυνος, στην προκειµένη περίπτωση ο θάνατος συζύγου.
Τέλος, οι δικαιούχοι μπορούν να προχωρήσουν τις υποθέσεις τους, πραγματοποιώντας τις κατάλληλες ενέργειες για να λάβουν μελλοντικά τη σύνταξη χηρείας.