Μπιφτέκια τα πιο ωραία είναι της κυρά Ουρανίας, στην Ηλιούπολη. Τραγανά απ´ έξω και αφράτα μέσα, καθόλα μαμαδίστικα και ψημένα στα κάρβουνα.
Πρόκειται για μια από τις πιο παλιές ταβέρνες της Ηλιούπολης, και βρίσκεται ψηλά στην Ηρώων Πολυτεχνείου. Αν, ωστόσο, βρεθείς στα μέρη το καλοκαίρι, θα το καταλάβεις αμέσως απ’ την πιο καλτ αυλή της περιοχής.
Επίσης, είναι οικονομικό φαγητό. Παλιά το μαγαζί ήταν ακόμα κανονικό σπίτι του ’60 με χωρισμένα δωμάτια και για να πας στην τουαλέτα περνούσες υποχρεωτικά απ’ την κουζίνα. Αν, ήσουν τυχερός και δεν είχε δουλειά, σε φώναζε η ιδιοκτήτρια, η Κυρά Ουρανία και σου έδινε στα κλεφτά καμιά πατάτα στο στόμα αφού πρώτα την φύσαγε για να κρυώσει. Ξεροψημένη και χρυσαφένια, το πιο νόστιμο πράγμα του κόσμου. Χοντροκομμένες στο χέρι και μαστόρικες, οι τηγανιτές πατάτες συναγωνίζονται στα ίσα τα θρυλικά της μπιφτέκια από τα οποία χάνουν την πρωτιά στον πόντο αλλά δίκαια.
Μια σταλιά γυναίκα, 80 χρονών πια μα κοτσονάτη και σβέλτη, φέρνει βόλτα 50 χρόνια τώρα το ίδιο μαγαζί. Πρόκειται για μία αμιγώς οικογενειακή επιχείρηση που την ξεκίνησε ο άντρας της το 1966. Με μια ξυλόσομπα στην αρχή για την μέση, λίγους μεζέδες και στοίβες ξύλινα βαρέλια γύρω-γύρω. Έφτιαχνε με τέχνη το δικό του κρασί.
Η μυστική συνταγή για τα μπιφτέκια
Πλέον και μετά την ανακαίνιση, τρία βαρέλια μόνο κοσμούν τον ένα τοίχο του μαγαζιού ως την πιο αντιπροσωπευτική ανάμνηση από τον πρώτο του ιδιοκτήτη. Συγκινείται όταν μιλάει γι αυτά η κυρία Ουρανία. Την ρωτάω την συνταγή για τα περιβόητα μπιφτέκια της.
Σ’ ένα στενόμακρο κουζινάκι, μέσα σε μια μεγάλη λεκάνη ζυμώνει δυνατά σαν άντρας, πλάθει ανάλαφρα σαν παιδί και μοιράζεται τα μυστικά της απλόχερα σαν έμπειρη νοικοκυρά. Ανάμικτος ελληνικός κιμάς, βρεγμένη φρυγανιά, αλάτι, μυρωδικά και λίγο ξύδι. Αυτά είναι όλα κι όλα, μου λέει. “Αλλά είναι και το καλό χέρι παιδί μου μαζί με τα διαλεχτά υλικά. Να φας καθαρά και νόστιμα. Αυτό μετράει. Όχι τηγανόλαδα και ξένα κρέατα”.
Όλα είναι πεντακάθαρα και γίνονται επιτόπου λες και βρίσκεσαι στην κουζίνα της γιαγιά σου στο χωριό. Από τα φρέσκα λαχανικά που πλένει και κόβει τελευταία στιγμή μέχρι την φάβα που βράζει και ρίχνει το ξερό κρεμμύδι πάνω απ’ το πιάτο. Ο γιος της ο Γιάννης είναι αυτός που σερβίρει τα λίγα τραπέζια του μαγαζιού και τους αποκαλεί όλους χαϊδευτικά “αγάπη μου”.
“Με λόγια δεν περιγράφεται η μάνα μου. Αν την ακολουθήσεις μια μέρα, θα πέσεις κάτω. Εμάς μας έχει βάλει τα γυαλιά, αγάπη μου“. Ο «επίσημος» ψήστης, είναι ο γαμπρός της Κυρά-Ουρανίας, ο άντρας της κόρης της -της Σοφίας δηλαδή- που είναι πλέον και η ιδιοκτήτρια της ταβέρνας. Ευγενικός και χαμογελαστός πίσω από το μουστάκι του. Ο κύριος Γιώργος ψήνει με μαεστρία και συζητάει επί παντός επιστητού. Όσο περνάει η ώρα, γύρω από τον πάγκο της ψησταριάς μαζεύονται οι μυημένοι πελάτες και φίλοι πλέον της οικογένειας. Περιμένουν να πάρουν τα κρεατικά τους πακέτο για το σπίτι, σύνηθες φαινόμενο για το μαγαζί. Πίνουν όλοι μαζί κρασί, τσιμπάνε νοστιμιές, γελάνε.
Οι διασημότητες αγαπούν τα μπιφτέκια
Η κυρά Ουρανία βγαίνει τυχαία από την κουζίνα κάθε φορά που η συζήτηση χρειάζεται λιγάκι αλατοπίπερο. Όπως ας πούμε η λεπτομέρεια που θέλει εκείνη να ετοιμάζει κάθε μέρα τα κάρβουνα στην ψησταριά και να ξέρει να ψήνει, άσχετα που πια δεν αντέχει να το κάνει. Συνταγές για γλυκό περγαμόντο, περιγραφές για μακρινούς συγγενείς στο εξωτερικό και ανάμεσά σε όλα αυτά και μια ενδιαφέρουσα ιστορία.
Την δεκαετία του ’80, λέει, μια παρέα με «διασημότητες» από τον χώρο του αθλητισμού σύχναζαν τότε στο μαγαζί. Ένας εξ’ αυτών δεν είχε πολλά δόντια και την παρακάλεσε να φτιάξει μαλακά μπιφτέκια για να μπορεί να τα τρώει εύκολα. Από την έγνοια της Κυρά Ουρανίας, λοιπόν, να ικανοποιήσει τον αγαπημένο της πελάτη ξεκίνησε αυτή η αφράτη ζύμη, η οποία κρατάει μέχρι και σήμερα, ίδια κι απαράλλαχτη.