Ένας 36χρονος άνδρας έχει την απαίτηση από τη σύζυγό του να βάλει την κληρονομιά που θα της αφήσουν οι γονείς της στους κοινούς τους τραπεζικούς λογαριασμούς.
Η γυναίκα, από την πλευρά της, αισθάνεται ότι πρέπει να διαχειριστεί η ίδια την περιουσία που θα κληρονομήσει από τους γονείς της.
Το ζευγάρι έχει αποκτήσει μία μικρή κόρη, ενώ τόσο ο άνδρας, όσο και η γυναίκα βγάζουν σχεδόν τα ίδια χρήματα από τη δουλειά τους, με μία μικρή απόκλιση 10%, με τον πρώτο να έχει λίγο μεγαλύτερο εισόδημα.
Ως παντρεμένοι, έχουν αναρωτηθεί πώς θα διαχειρίζονται τα χρήματά τους, με τον άνδρα να εξηγεί «εγώ δεν έχω πρόβλημα να έχουμε τα χρήματά μας σε έναν κοινό λογαριασμό ή έστω να κρατάμε χωριστά κάποια ποσά, συνεισφέροντας ωστόσο στον κοινό μας λογαριασμό. Μέχρι στιγμής, έχουμε καταλήξει στη δεύτερη επιλογή. Τα περισσότερα χρήματά μας είναι σε ξεχωριστούς λογαριασμούς, αλλά ο καθένας συμβάλλει σε έναν κοινό λογαριασμό αν και εγώ είμαι αυτός που βάζει τα περισσότερα, αφού κερδίζω και περισσότερα. Πρόσφατα, ωστόσο, η γυναίκα μου εξέφρασε αμφιβολίες για τον τρόπο οικονομικής διαχείρισης, επειδή τα χρήματά μας είναι, με τον τρόπο αυτό, “στεγανοποιημένα”».
Η σύζυγος ένιωσε αποκλεισμένη, με την προηγούμενη συμφωνία τους και ήθελε να μάθει περισσότερα σχετικά με την οικονομική του κατάσταση και έτσι ο άνδρας δεν είχε πρόβλημα και συμφώνησε να βάλουν όλα τους τα χρήματα σε έναν κοινό λογαριασμό.
Ωστόσο, η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του θα αλλάξει ριζικά, όταν τα πεθερικά του θα πεθάνουν και η γυναίκα του θα πάρει μεγάλη κληρονομιά.
Όπως επεσήμανε ο άνδρας “της πρότεινα να βάζαμε και τα χρήματα της κληρονομιάς στον κοινό λογαριασμό. Αν, για παράδειγμα, βάλουμε το 50% των μισθών μας σε έναν κοινό λογαριασμό, πρέπει να βάλει το 50% της κληρονομιάς της στον ίδιο λογαριασμό. Θεωρώ ότι στο θέμα του μοιράσματος, είμαι αρκετά ευέλικτος. Ζητώ μόνο να αντιμετωπίζονται τα κέρδη και η κληρονομιά με τον ίδιο τρόπο. Εκείνη δεν το βλέπει έτσι και λέει ότι “η κληρονομιά είναι κάτι διαφορετικό από τον μισθό, γιατί είναι δώρο” και ότι “δεν φταίω εγώ που οι δικοί σου γονείς δεν έχουν χρήματα”».
Όσο και αν ο άνδρας καταλαβαίνει την άποψη της συζύγου του και θεωρεί ότι πρέπει να σεβαστεί την επιθυμία των γονιών της, για τη διαχείριση της περιουσίας που της αφήνουν, νιώθει μεγάλη απογοήτευση, καθώς πιστεύει ότι και το κοινό τους εισόδημα, πρέπει να ωφεληθεί από μία τόσο μεγάλη κληρονομιά, σημειώνοντας «ειλικρινά δεν θέλω τίποτα από την κληρονομιά της. Ωστόσο, πιστεύω ότι, εφόσον βάζω περισσότερα από τα μισά στον κοινό μας λογαριασμό, το δίκαιο είναι να βάλει και εκείνη τουλάχιστον τα μισά από τα χρήματα, όταν τα κληρονομήσει».
Ένας απελπισμένος άνδρας εξομολογείται ότι δεν μπορεί να υποστηρίξει οικονομικά τα ακριβά “γούστα” της κοπέλας του.
Εκείνη, θέλει να επισκέπτεται ακριβά εστιατόρια ενώ εκείνος δεν μπορεί να τα πληρώνει. Προσπάθησε να της δώσει να το καταλάβει, αλλά δεν τα κατάφερε.
“Δυσκολεύομαι πολύ να πείσω την κοπέλα μου να πηγαίνουμε σε πιο οικονομικά μέρη για φαγητό, όταν βγαίνουμε.
Θέλει να κάνει μόστρα στις παρέες της και έχει ξεφραγκιάσει εμένα. Δεν βγάζω τόσα, για να πληρώνω το φαγητό για όλους και σε τόσο ακριβά εστιατόρια κάθε φορά.
Προσπάθησα να της δώσω να καταλάβει, αλλά εκείνη τίποτα».
Ο απελπισμένος άνδρας φοβάται ότι θα φαλιρίσει. «Αν συνεχίσουμε έτσι, θα φαλιρίσω, πριν τη χωρίσω. Κώστας».