Το γράμμα μιας μητέρας προς τον γιο της κάνει τον γύρο του διαδικτύου. Πρόκειται για το γράμμα μιας μητέρας και συγχρόνως φιλολόγου της Κατερίνας Χ. που στέλνει στον 18χρονο γιο της Α.
Ο γιος της φέτος συμμετείχε στις Πανελλήνιες. Αυτό το γράμμα δεν έχει έναν και μοναδικό παραλήπτη, αφορά στους χιλιάδες μικρούς ενήλικες σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Ο καθένας ξεχωριστά έδωσε τον δικό του μαραθώνιο διαβάσματος και εξετάσεων κάνοντας παράλληλα όνειρα για το επαγγελματικό τους μέλλον.
Γράφω σε μια σελίδα από ένα δικό σου τετράδιο. Ένα τετράδιο που έλυνες ασκήσεις για το ΑΟΘ. Αυτό βρήκα μπροστά μου. Ήταν το τελευταίο σου μάθημα.
Αν και είμαι της δουλειάς, καθηγήτρια κι εγώ, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Χριστό, που λες κι εσύ. Κράταγα το βιβλίο και μου ‘λεγες τη θεωρία στα μαθηματικά, στην έκθεση, στην πληροφορική. Αν εξαιρέσεις την έκθεση, λόγω δουλειάς, στα άλλα παρακολουθούσα μηχανικά.
Πέρναγαν οι λέξεις, οι προτάσεις, οι σελίδες, κι εγώ έτρεμα. Αλλά εσύ, δεν ένιωθες τίποτα. Έτσι νομίζω δηλαδή. Επειδή εσύ έπρεπε να μην τρέμεις κι ας αναμετριέσαι με μυλόπετρες που συνθλίβουν. Όπως έλεγε κι εκείνος ο ποιητής που δεν σ’ άρεσε ποτέ, και τσακωνόσουν με τη φιλόλογο στο σχολείο.
Γιατί τώρα είσαι 18 κι έχεις άποψη. Και την υποστηρίζεις. Βλέπω που λες, εδώ δίπλα όπως γράφω, ακατανόητους για ‘μενα τύπους, αριθμούς, μουντζούρες, σημάδια.
Από χυμό; Από βιταμίνες; Από καφέ; Από δάκρυα; Δεν ξέρω. Δεν θα μάθω ποτέ. Είσαι 18. Είσαι ενήλικος. Ψηφίζεις. Δεν σ’ έχω πια ανάγκη μάνα. Όχι μαμά. Μάνα. Είπαμε. Είσαι 18. Έτσι μου ‘λεγαν τα μάτια σου. Κι εγώ έκανα πίσω, για να πάρεις τον δρόμο σου. Γιατί ο γιος μου μεγάλωσε.
Μόνο που αυτές τις τελευταίες νύχτες που έπεφτες ξέπνοος από την κούραση, ερχόμουν στο δωμάτιό σου κι έτσι όπως στεκόμουν πάνω από το μαξιλάρι, θυμόμουν τα μάτια σου.
Όχι τα μάτια των 18 σου χρόνων, αλλά τα μάτια των 3 ή των 4. Δεν θυμάμαι ακριβώς. Εκείνα τα μάτια, όταν ξυπνούσες από εφιάλτη. Αυτά που γίνονταν πελώρια και στεφάνωναν με το καστανό τους χρώμα το πρόσωπο. Που είχαν μέσα τους φόβο. Που γύρευαν αγκαλιά. Και χάδι. Μάμα, είδα εφιάλτη, τρόμαξα, μείνε λίγο, μαμά.
Και που λες, αγόρι μου, αυτά τα ίδια μάτια, τα ξαναείδα. Στα 18 σου. Στις πανελλήνιες. Όταν από μάνα, ξανάγινα μαμά. Έγιναν πάλι ένα γεμάτο φεγγάρι στο πρόσωπο. Αλλά αυτή τη φορά, είχαν μέσα τους κούραση, πολλή κούραση, και στάχτη, και σκιές, και άγχος, και φόβο.
Πολύ φοβο. Αρχέγονο φόβο. Κι είχαν και ξενύχτι. Τόσο, μα τόσο άγριο ξενύχτι. Κι εσύ κάποιες φορές μου ‘λεγες, Μαμά, λες να μην τα καταφερω; Κι άμα αποτύχω, τί θα γίνει; Μαμά, δεν θυμάμαι τίποτα. Μαμά τι λέτε εσείς οι καθηγητές για τα θέματα; Τί περιμένετε για φέτος; Θα ‘ναι πιο δύσκολα;
Αγόρι μου τώρα που τέλειωσαν όλα, τώρα που, εδώ και λίγες μέρες κοιμάσαι λίγο παραπάνω, γιατί δεν θα ξυπνήσεις χαράματα για επανάληψη. Αγόρι μου που τώρα περιμένεις τ’ αποτελέσματα και που τώρα το τέρας ξαναμπήκε για λίγο στη φωλιά του, θέλω να σου πω πως χαίρομαι για ‘σενα.
Ήταν τόσο μεγάλος ο αγώνας σου και τόσο ανθρωποβόρα η διαδικασία με την οποία έπρεπε ν’ αναμετρηθείς. Πολέμησες πολύ. Κι ας πετύχεις. Κι ας αποτύχεις.
Αρκεί που έμαθες πως οι αγώνες, δίκαιοι ή άδικοι, πρέπει να δίνονται. Γιατί μπορούν ν’ αλλάξουν τη ζωη μας, όπως 100 επαναστάσεις που λέει κι ο ποιητής. Όμως καμιά φορά οι αγώνες είναι άνισοι. Παραμονεύουν τέρατα παντού. Αλλά εσύ έμαθες να ζητάς βοήθεια και σου ‘δωσαν το χέρι. Είμαι σίγουρη, πολύ σίγουρη, ότι τώρα θα δώσεις κι εσύ το δικό σου, όπου δεις ανάγκη. Κι αυτό για ‘μενα, τη μαμά σου, τη μάνα σου, θα είναι η μεγαλύτερη χαρά. Κι η πιο μεγάλη ανταμοιβή.
Το μόνο που θέλω να σου πω είναι, προχώρα. Άνοιξε φτερά και πέτα μακριά. Ανακάλυψε, εξερεύνησε, πειραματίσου, ζήσε. Το αποτέλεσμα δεν έχει και τόση σημασία τελικά. Έκανες ό,τι μπορούσες κι είμαι τόσο περήφανη για ‘σενα. Να ‘χεις πάντα στο νου σου, αυτό που πάντα λέγαμε. Πως η ζωή ανοίγει πολλούς δρόμους κι έχει πολλές ατραπούς. Μεγάλωσες καλά. Χάραξε γραμμές, επαναπροσδιόρισε πορείες, διάλεξε τον δικό σου δρόμο, ακολούθα τον και ζήσε.
Αρκεί να χαμογελάς απ’ την ψυχή σου κι αυτό το φως να γεμίζει τα μάτια σου. Και να ‘σαι καλά.