Σκότωσε τη γυναίκα του, ομολόγησε , του επιβλήθηκαν ισόβια και τελικά στα 7 χρόνια αφέθηκε ελεύθερος ο 44χρονος μουσικός, δολοφόνος.
«Έκρυψε το πτώμα, το πέταξε, το ξεγύμνωσε, το έθαψε και το τσιμέντωσε χωρίς ίχνος αγάπης και συμπόνοιας» θα πει ο εισαγγελέας από έδρας, ζητώντας την ισόβια καταδίκη του κατηγορουμένου, όπως και πρωτόδικα. Οι συγγενείς θα ξεσπάσουν σε χειροκροτήματα. Ο 44χρονος δολοφόνος, κοιτάζει κάτω. Δεν έχει περάσει πολλή ώρα από τη στιγμή που με λυγμούς φώναζε στο δικαστήριο ότι μισεί τον εαυτό του.
«Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη», είχε πει.
Εντούτοις, το δικαστήριο θα του αναγνωρίσει το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και θα σπάσει τα ισόβια. Θα του επιβάλλει 20 χρόνια κάθειρξης με αποτέλεσμα το 2015 να αποφυλακιστεί, με αποτέλεσμα ο μουσικός που σκότωσε και τσιμέντωσε τη γυναίκα του σε πάρκο της Φιλοθέης κυκλοφορεί ελεύθερος εδώ και 7 χρόνια, όσα ακριβώς πέρασε και στη φυλακή.
Το θύμα, η Παναγιώτα Μαζαράκη είχε από μικρή δείξει την ιδιαίτερη κλίση της στη μουσική. Μεγαλώνοντας, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μουσική, ώσπου κάποια στιγμή το παίρνει απόφαση να ασχοληθεί επαγγελματικά και αποκλειστικά μόνο με αυτή. Οι πρώτες διακρίσεις δεν άργησαν να έρθουν, δείχνοντας ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση για την καριέρα της.
Στη διαδρομή θα γνωρίσει και τον μέλλοντα δολοφόνο της, καθηγητή μουσικής, ο οποίος επίσης θεωρείται εξαιρετικό ταλέντο από τους ομότεχνούς του. Θα παντρευτούν, θα αποκτήσουν μαζί δύο παιδιά, αλλά τα πράγματα σύντομα θα αλλάξουν. Εντάσεις, διαφωνίες, άγριοι τσακωμοί, διαταράσσουν τη γαλήνη του ζευγαριού. Και τον Σεπτέμβριο του 2008, ο Ιωάννης Κατσιλάμπρος, καθηγητής μουσικής, θα δώσει τέλος στη ζωή της γυναίκας του.
Σύμφωνα με όσα είπε αργότερα στην απολογία του, ο Κατσιλάμπρος έπειτα από έναν ακόμη καβγά τους, χτύπησε με ένα σίδερο τη σύζυγό του στο κεφάλι και στη συνέχεια, αφού εκείνη έπεσε νεκρή στο πάτωμα, της έβγαλε τα ρούχα που ήταν μέσα στο αίμα, έπλυνε το πτώμα της στην μπανιέρα και το τύλιξε με δύο σακούλες και ένα σεντόνι. Δοκίμασε να το θάψει, αρχικά στο φρεάτιο του ασανσέρ και μετά κάτω από το σπίτι του σκύλου τους. Για άγνωστο λόγο, δεν τα κατάφερε.
Τότε, ο συζυγοκτόνος έβαλε το πτώμα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του και το μετέφερε μέχρι την Παιανία, όπου και το πέταξε σε έναν κάδο σκουπιδιών. Το μετάνιωσε όμως. Λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε, έβγαλε το πτώμα απ’ τα σκουπίδια και το πήρε μαζί του. Στο πάρκο Πικιώνη στη Φιλοθέη, δίπλα απ’ το σπίτι που έμενε το ζευγάρι, εκεί θα το παρατούσε για τελευταία φορά. Θα έσκαβε έναν λάκκο, θα την έθαβε και από πάνω της θα έριχνε πέτρες και τσιμέντο.
Στη συνέχεια ειδοποίησε την πεθερά του. Της είπε ότι η κόρη της είχε φύγει απ’ το σπίτι, ότι είχε εξαφανιστεί, και για μέρες έπαιζε τον ρόλο του συντετριμμένου συζύγου. Απευθύνθηκε ακόμη και σε ιδιωτικό ντετέκτιβ, προκειμένου να αναζητήσει τη δήθεν εξαφανισμένη σύζυγό του.
Το τηλεφώνημα όμως ενός γείτονά του στην αστυνομία και η αινιγματική του προτροπή να ψάξουν περισσότερο προς τη μεριά του δήθεν στεναχωρημένου συζύγου, έφερε την αστυνομία στα πόδια του. Οκτώ ημέρες μετά τη δολοφονία, θα παραδεχόταν τα πάντα.
«Πήρε από το συρτάρι της κουζίνας το μαχαίρι και μου επιτέθηκε, εγώ έφυγα, ανέβηκα πάνω και μπήκα στο υπνοδωμάτιο, εκείνη με ακολούθησε φωνάζοντας “θα σε σκοτώσω”. Τότε πήρα το σίδερο και τη χτύπησα στο κεφάλι. Αμέσως σηκώθηκε και μου είπε “τι έκανες ρε μα…, θα σε κλείσω για πάντα στη φυλακή”. Τότε τη χτύπησα με δύναμη, με γροθιά στο στήθος. Εκείνη έπεσε κι έμεινε ακίνητη. Προσπάθησα να τη συνεφέρω αλλά μάταια. Μόλις κατάλαβα τι είχε συμβεί με έπιασε πανικός. Η πρώτη σκέψη μου ήταν να αυτοκτονήσω. Μετά όμως σκέφτηκα να αποκρύψω το γεγονός, μήπως και κατορθώσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου», είπε ο 44χρονος.
Να σημειώσουμε ότι το βράδυ της δολοφονίας, τα δύο τους παιδιά, 15 μηνών και 5 χρονών αντίστοιχα, βρίσκονταν στο σπίτι της γιαγιάς τους.
Και συνέχισε λέγοντας:
«Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Αποφάσισα να κρύψω το πτώμα για να μπορέσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Δεν σκεφτόμουν λογικά. Το ένα ψέμα έφερε το άλλο. Το μεγάλο μου λάθος ήταν ότι δεν έφυγα από την αρχή του καυγά. Μετά ήταν τέτοια η αλληλουχία των γεγονότων, ήταν ο βρασμός, που δεν μπόρεσα να φύγω και να μην συμβεί το μοιραίο».
Πρωτόδικα, η έδρα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας τον έκρινε ομόφωνα ένοχο χωρίς να του αναγνωρίσει ελαφρυντικά. Κρίνοντας ότι «σκότωσε τη σύζυγό του από πρόθεση, ενώ βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τόσο κατά τη λήψη της απόφασης για τη δολοφονία της όσο και κατά την εκτέλεσή της». Αμίλητος εκείνος, σχεδόν ανέκφραστος, αποδέχτηκε την ετυμηγορία των δικαστών.
Στην έφεση, ο εισαγγελέας θα πει:
«Ο κατηγορούμενος είχε αποφασίσει να σκοτώσει την Παναγιώτα εκ των προτέρων. Δεν υπήρξε ο έντονος καυγάς όπως υποστηρίζει. Έφαγε μαζί της, την άφησε να ξαπλώσει κι όταν εκείνη κοιμήθηκε τη χτύπησε με το σίδερο στο πρόσωπο. Βλέποντας ότι ήταν ακόμη ζωντανή την έσυρε στο μπάνιο και την έπνιξε (…) ενήργησε με προμελετημένο δόλο και από πρόθεση τόσο κατά τη λήψη της απόφασης να σκοτώσει τη σύζυγό του όσο και κατά την εκτέλεση της πράξης».
Εντούτοις, τα ισόβια θα σπάσουν όπως είπαμε, και από το 2015 ο 44χρονος καθηγητής μουσικής θα ζει ελεύθερος. Ο δικηγόρος του είχε δηλώσει σχετικά:
«Ο εντολέας μου προσφάτως αποφυλακίσθηκε και πλέον βιώνει εκτός φυλακής τις συνέπειες της πράξης του. Σέβεται απολύτως τις ισορροπίες που δημιουργήθηκαν και με κανέναν τρόπο δεν θα επιδιώξει να προσεγγίσει τα παιδιά του. Θα συνεχίσει να τους προσφέρει από μακριά, με την ελπίδα ότι ίσως στο μέλλον θελήσουν να τον συναντήσουν».
Πρόσφατα, η περίπτωσή του ξαναήρθε στο φως της επικαιρότητας και λόγω της ομοιότητας της με την φρικτή υπόθεση των Γλυκών Νερών, όσο και για το γεγονός ότι ο μουσικός διατηρεί blog online μέσω του οποίου παίρνει θέση για διάφορα μουσικά και κοινωνικά θέματα.