Η εξομολόγηση ενός παράλυτου άνδρα από το λαιμό και κάτω, που βρήκε νόημα να συνεχίσει τη ζωή του, αποτελεί παράδειγμα δύναμης και μίμησης.
Ένας φωτογράφος, ο Brandon Stanton, πριν από περίπου μία δεκαετία, έβαλε στόχο να φωτογραφήσει 10.000 Νεοϋορκέζους που θα συναντούσε στον δρόμο, συνοδεύοντας κάθε πορτρέτο τους με μια ιστορία από τη ζωή τους.
Η ιδέα εξελίχθηκε σε ένα σούπερ επιτυχημένο μπλογκ, το Hony, που σήμερα μετρά εκατομμύρια ακόλουθους στα social media, που έχει επεκταθεί σε είκοσι χώρες και που έχει οδηγήσει σε δύο μπεστ σέλερ: τα «Humans of New York» και «Humans of New York: Stories».
Μια από αυτές τις ιστορίες μάς συστήνει έναν νεαρό άντρα που, μετά από ένα φοβερό ατύχημα, έμεινε παράλυτος από το λαιμό και κάτω. Κι όμως κατάφερε να βρει ένα νόημα για να συνεχίσει τη ζωή του και να νιώθει ευγνωμοσύνη για ό,τι του προσφέρει καθημερινά. Αν μπορεί εκείνος, μπορούμε κι εμείς να αντιμετωπίσουμε τις μικρές ή μεγαλύτερες δυσκολίες μας.
«Θυμάμαι ότι ένιωσα τη ζωή να φεύγει από το σώμα μου τη στιγμή που χτύπησα στον πυθμένα της πισίνας. Ανέβηκα στην επιφάνεια επιπλέοντας, ανίκανος να κουνηθώ. Πίναμε όλοι νύχτα. Έτσι στην αρχή οι φίλοι μου νόμιζαν ότι έκανα πλάκα. Αλλά τελικά με τράβηξαν έξω από το νερό και με ξάπλωσαν στο έδαφος. Ένας από αυτούς έπιασε το χέρι μου, αλλά εγώ δεν μπορούσα να το νιώσω. Λίγο αργότερα έχασα τις αισθήσεις μου.
»Όταν ξύπνησα στο νοσοκομείο ο πρώτος άνθρωπος που είδα ήταν η αδερφή μου, Αλέια. Είναι τέσσερα χρόνια μικρότερη από εμένα και ακόμα θυμάμαι τη μέρα που γεννήθηκε. Μια από τις πρώτες αναμνήσεις μου είναι να την κρατάω στην αγκαλιά μου, νιώθοντας περήφανος, γνωρίζοντας ότι θα είναι πάντα η μικρή μου αδερφή. Μεγαλώνοντας δεν είχαμε πολλά. Έτσι, φαντάζομαι, βρήκαμε παρηγοριά ο ένας στον άλλον. Η αγαπημένη της συνήθεια ήταν να κοιμάται στον καναπέ του δωματίου μου. Ήταν πάντα πιο ντροπαλή από εμένα, έτσι προσπαθούσα να την ενθαρρύνω.
»Όταν χώρισαν οι γονείς μας έπρεπε να επιβιώσουμε μόνοι μας. Ακόμα και όταν ήμουν μικρό παιδί, ήξερα ότι ένα πεντάχρονο κορίτσι χρειάζεται πολλή φροντίδα. Έκανα, λοιπόν, ό,τι καλύτερο μπορούσα. Προσποιήθηκα ότι η Χάνα Μοντάνα ήταν κουλ – γιατί ήξερα πως ό,τι κι αν έλεγα, κρεμόταν από τα χείλη μου. Και οι δύο στερηθήκαμε μια φυσιολογική παιδική ηλικία. Το ξέρω ότι πέρασε δύσκολα στα πρώτα χρόνια της εφηβείας της. Ένα βράδυ με κοίταξε και με ρώτησε: “Πώς και δεν έχεις καταστραφεί σαν κι εμένα;”. Αυτό με πλήγωσε πραγματικά. Λίγο καιρό αργότερα, τραυματίστηκα. Και μετά ήταν σαν να αλλάξαμε ρόλους. Ξαφνικά ήμουν εγώ που ένιωθα έτοιμος να τα παρατήσω, αλλά η αδερφή μου δεν θα το άφηνε να συμβεί. Νομίζω ότι η παράλυσή μου την έκανε να συνειδητοποιήσει κάτι: “Πρέπει να εκτιμάς ό,τι έχεις”. Και μου πέρασε πραγματικά αυτή τη φιλοσοφία.
»Διαρκώς μου υπενθυμίζει να εστιάζω σε ό,τι έχω. Υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία μπορώ να νιώθω ευγνωμοσύνη. Για την καναδική κυβέρνηση που πληρώνει το διαμέρισμα και την περίθαλψή μου. Για τους φίλους μου που έκαναν μια καμπάνια για να αγοράσω ένα αναπηρικό αμαξίδιο. Κατάφερα ακόμα και να επιστρέψω στις σπουδές μου. Η τεχνολογία είναι ιδιαίτερα βοηθητική – μπορώ να σχεδιάσω με το στόμα μου. Και, το πιο σημαντικό, έχω μια αδερφή στην οποία μπορώ να μιλάω κάθε μέρα. Που με γνωρίζει. Και με καταλαβαίνει. Και με την οποία μοιραζόμαστε τις ίδιες, βαθιές ρίζες. Κάποια που με παρακινεί και να μου λέει ότι είναι περήφανη για μένα. Και που με κάνει να θέλω να της ανταποδώσω ό,τι μου δίνει».