Μία χαροκαμένη μητέρα πήρε εκδίκηση από τον οδηγό του αυτοκινήτου που σκότωσε τον 14χρονο γιο της και αφέθηκε ελεύθερος μέχρι να γίνει το δικαστήριο.
“Μονίμως έτρεχε μέσα στα στενά με 100. Τον ξέραμε, τον φωνάζαμε γκαζοφονιά. Πολλές φορές του είχαμε κάνει παρατήρηση δεν άκουγε. Μια μέρα που το παιδάκι μου πήγαινε σχολείο, 14 ήταν το πουλακι μου, ο γκαζοφονιάς έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και του πήρε τη ζωή. Μαζί και τη δική μου.
Το δικαστήριο τον άφησε ελεύθερο για να γίνει το δικαστήριο σε 3 χρόνια. Η ζωή μου δεν είχε νόημα. Παραιτήθηκα, τα άφησα όλα απλήρωτα, έπαιρνα κάθε μέρα τους δρόμους και έπινα.
Έχασα τον άντρα μου όταν έμεινα έγκυος στον γιο μας και τώρα έχανα ακόμα μια φορά οτι πολυτιμότερο είχα. Αυτή τη φορά όμως δεν θα το άφηνα έτσι. Θα έπαιρνα τον νόμο στα χέρια μου.
Από τότε αυτός εξαφανίστηκε από τη γειτονιά. Εγώ όμως έβαλα ντετέκτιβ και έμαθα που έμενε.
Πούλησα το σπίτι μου και ξεκίνησα μια σειρά από πλαστικές επεμβάσεις. Δεν με γνώριζε ούτε η μάνα που με γέννησε.
Η χαροκαμένη μητέρα πήρε εκδίκηση λίγους μήνες μετά
Μερικούς μήνες μετά, πήγα και τον βρήκα στην καινούρια του δουλειά, τάχα οτι ήθελα να μου φτιάξει το αυτοκίνητο (έπιασε δουλειά σε συνεργείο, τι ειρωνεία).
Ήταν όλα μελετημένα, το φλερτ, οι ματιές όλα. Δεν με γνώρισε. Εγώ παγερή, τον κοιτούσα και δεν τον έβλεπα.
Μπροστά μου έβλεπα μόνο τη μορφή του σπλάχνου μου.
Γρήγορα μου ζήτησε να βγούμε για φαγητό και φυσικά δέχτηκα.
Εκείνο το βράδυ του ρίχτηκα εγώ περισσότερο απ οτι εκείνος.
Όλα ήταν κανονισμένα.
Μετά το φαγητό πήγαμε για ποτό. Με άγγιζε και ήθελα να κάνω εμετό. Ο σκοπός όμως αγιάζει τα μέσα. Κι έτσι έκανα υπομονή.
Δύο φιλαράκια πληρωμένα εννοείται, ντερέκια ως εκεί πάνω, μας περίμεναν στο ξενοδοχείο που τον πήγα τάχα για σ#ξ.
Με το που μπήκαμε στο δωμάτιο και τους είδε, ο τρόμος που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του, ήταν ίδιος με τον τρόμο που μήνες σκεφτόμουν οτι ένιωσε το παιδί μου, το μονάκριβό μου, στη θέα του αυτοκινήτου του, που του έπαιρνε την αθώα ψυχούλα.
Τα ντερέκια τον έδεσαν και τον βίαζαν όλη νύχτα ενώ εγώ στην άκρη του δωματίου κοιτούσα κάπνιζα και χαμογελούσα.
Τον άφησαν το πρωί, εξευτελισμενο και ημίγυμνο, κάτω από μια γέφυρα.
Την άλλη μέρα είπαν πως πήδηξε γιατί δεν άντεχε τις τύψεις.
Ποιες τύψεις; Νιώθουν τα τομάρια τύψεις; Που ήταν τόσους μήνες να πέσει από τις τύψεις του;
Κανείς δεν έμαθε τίποτα.
Η ψυχή μου ηρέμησε και του παιδιού μου.
Ζω στο εξωτερικό, δεν θέλω να γυρίσω ποτέ πια στην παλιά μου ζωή.
Κάθε μέρα είναι μια μέρα πιο κοντά στο να ανταμώσω τον γιο μου.
Κοιμήσου ήσυχα τώρα γιε μου.
Ο φονιάς σου τιμωρήθηκε…”.
Προσοχή: Το παραπάνω κείμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις είναι συμπτωματική
Πηγή: singleparent.gr