Μία μητέρα είδε τη ζωή της να αλλάζει μέσα σε μία στιγμή, όταν ένα αυτοκίνητο χτύπησε τον γιο της και τον άφησε ανάπηρο και ο σύζυγός της τους παράτησε.
“Όλα ξεκίνησαν ένα πρωΐ. Ένα πρωΐ σαν όλα τα άλλα, μια Κυριακή που είπαμε να περπατήσουμε στη λιακάδα. Βγαίνει ο άντρας μου από το σπίτι, βγαίνει ο μικρούλης μου, βγαίνω και εγώ. Κλειδώνω. Ο άντρας μου κρατάει το παιδί από το χέρι. Γυρίζω να βγώ κι εγώ. Προχωράω στην εξώπορτα. Το παιδί φεύγει από τα χέρια του άντρα μου και τέλος…
Παράλυτο από τη μέση και κάτω το αγόρι μου. Το χτύπησε αυτοκίνητο. Νοσοκομεία, τρέλλα, θεραπείες, φασαρία. Πήρα άδεια από τη δουλειά μου για καιρό, για να είμαι κοντά του. Τα νοσοκομεία είχαν γίνει δεύτερο σπίτι μου και μετά το μόνο σπίτι μου. Κι ύστερα η ανακοίνωση των γιατρών ότι το παιδί μου, το παιδί που έκανα 5 εξωσωματικές για να αποκτήσω, ο μονάκριβός μου, η ζωή μου όλη, δεν θα ξαναπερπατήσει. Και οι ενοχές ότι αν δεν είχα παντρευτεί αυτό τον άντρα που άφησε το παιδί από τα χέρια του, δεν θα είχαν συμβεί όλα αυτά. Και μετά άλλες ενοχές για τις ενοχές που ένιωθα και τις σκέψεις που έκανα και που “δεν ήταν αλήθεια γιατί δεν έφταιγε ο άντρας μου” έλεγα. Γιατί “στον καθένα μπορεί να συμβεί”, έλεγα. Όσο καλός γονιός και να είσαι, όσο υπεύθυνος, αρκεί ένα δευτερόλεπτο, μια κακιά στιγμή για να δείς την οικογένειά σου να διαλύεται κάτω από τις ρόδες. Τη ζωή σου να γίνεται ένα με το οδόστρωμα και να μην μαζεύεται. Έλεγα…
Πέρασε έτσι ένας χρόνος. Από χειρουργεία σε χειρουργεία και μετά σε φυσικοθεραπείες. Το μόνο που ήθελα ήταν να γίνει καλά το παιδί μου, γιατί ο γάμος μου έτσι κι αλλιώς δεν είχε καμία ελπίδα να σωθεί. Από τη μέρα που έγινε το ατύχημα δεν είχαμε κοιταχτεί ούτε μισή φορά και κάναμε μήνες να μιλήσουμε αλλά όταν ξαναμιλήσαμε, είπαμε πολλά. Βγήκε πολύς θυμός, πολύ πίκρα και πολλά κατηγορώ, λες και περιμέναμε το ατύχημα για να πούμε ο ένας στον άλλον, τα παράπονα όλων αυτών των χρόνων. Δεν πήραμε την απόφαση να χωρίσουμε, τη πήρε η ζωή για εμάς. Χρήματα και χρόνος για σύμβουλο γάμου δεν υπήρχε, οπότε το διαζύγιο ήταν μονόδρομος. Μια μέρα με πήρε ο δικηγόρος του και έτσι τελειώσαμε. Δεν τον είδα ποτέ να φεύγει. Γύρισα απλά ένα απόγευμα από το νοσοκομείο και έλειπαν τα πράγματά του. Ποιος να μου το’λεγε ότι μια Κυριακάτικη βόλτα στη λιακάδα, μια απόφαση της στιγμής, θα με έφερνε σήμερα σε ένα άδειο σπίτι μόνη μου, με ένα παιδί παράλυτο και έναν άντρα ξένο…
Ο Θωμάς μου, βγήκε από το νοσοκομείο και γύρισε στο σπίτι μας. Τα προβλήματα πολλά. Έπρεπε να φέρω συνεργείο να σκάψει τις πόρτες για να χωράει το καρότσι, έπρεπε να φτιάξω ράμπα για να μπαινοβγαίνει στο σπίτι, έπρεπε να τον βλέπει παιδοψυχολόγος 2 φορές την εβδομάδα, να περνάω επιτροπή κάθε λίγο και λιγάκι στο ταμείο μου, να αποδεικνύω ότι το παιδί μου δεν θα ξαναπερπατήσει και να κυνηγάω και τις διαδικασίες με τα δικαστήρια διότι εκκρεμούσε μια δίκη εναντίον του οδηγού. Το πιο βασικό και επώδυνο από όλα όμως, ήταν να του εξηγήσω γιατί ο πατέρας του, μας άφησε κι αυτό ήταν το μόνο που δεν μπορούσα να κάνω. Πώς να του εξηγήσω κάτι που δεν έχω και ούτε πρόκειται να συγχωρήσω; Όχι για το ατύχημα αλλά για τη στάση του μετά το ατύχημα, την απόφασή του όχι μόνο να φύγει από το σπίτι αλλά και από τη πόλη, αφήνοντάς με να τα βγάλω πέρα μόνη μου με ένα λάθος δικό του και με ένα παιδί που κάναμε μαζί. Κάποιοι προσπάθησαν να τον δικαιολογήσουν ότι δήθεν έπαθε σόκ. Αν πάθαινα κι εγώ «σόκ» τι θα γινόταν ο γιός μας; Θα ζούσε πεταμένος στο ίδρυμα; Ωραία λογική!
Περάσαμε πολύ δύσκολα, για 10 χρόνια δεν είχα ζωή, δεν είχα εαυτό. Σπίτι, δουλειά, σπίτι, δεύτερη δουλειά. Και στο τέλος του μήνα να μοιράζω λεφτά από εδώ κι από εκεί. Ο πατέρας του ούτε που φάνηκε ποτέ, ούτε που πήρε να ρωτήσει τι κάνουμε, πώς ζούμε, πως συντηρούμαστε, πώς φροντίζει αυτό το παιδί τον εαυτό του. Ο Θωμάς μου στα όρια της κατάθλιψης. Τη παιδική χαρά δεν τη γνωρίσαμε, ούτε τα μαθητικά πάρτυ. Δεν έπαιξε μπάλα, δεν παραβγήκε με τους φίλους του στο διάλειμμα, δεν χόρεψε το πρώτο του μπλούζ, δεν έδωσε το πρώτο του φιλί και δεν ανέβηκε ποτέ τις σκάλες του σχολείου τρέχοντας. Μόνο διάβαζε και μεγαλώνοντας περνούσε με τις ώρες στον υπολογιστή. Αυτή ήταν η παρηγοριά του. Και ο Θωμάς μου από 4 ετών που ήταν όταν έγινε το ατύχημα έγινε 14. Και ο πατέρας του πουθενά. Μόνο κάποια στιγμή έμαθα ότι έμενε σε ένα νησί, είχε ξαναπαντρευτεί και είχε κάνει ένα κορίτσι. Έτσι αποφάσισε να ξεπεράσει το… σοκ του ο άντρας μου. Κάνοντας δεύτερη οικογένεια κάπου αλλού, μακριά από τη πρώτη που διέλυσε και από το παιδί του που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τί κάνει. Γιατί σ’ αυτό το νησί που πήγε, κάτι άφησε πίσω του. Δεν ξέρω αν το θυμάται…
Σήμερα ο Θωμάς μου θέλει να δώσει εξετάσεις στη Πληροφορική. Δεν έγινε κανένα θαύμα και δεν ξαναπερπάτησε. Δεν άνοιξε ποτέ τη πόρτα να τρέξει στην αγκαλιά μου και δεν έφυγε ποτέ με φίλους του να πάνε σινεμά. Πορεύτηκε σε μια ζωή επάνω στο καρότσι κι εγώ επέλεξα συνειδητά να μείνω μόνη μου στη ζωή από αγάπη προς το παιδί μου και όχι από ανάγκη να αγιάσω ή να εξιλεωθώ. Για το μόνο που μετανιώνω είναι για τον άνθρωπο που επέλεξα και που δεν στάθηκε στο παιδί μας, ποτέ και πουθενά. Γιατί αν κάτι πονάει το παιδί μου πιο πολύ όλα αυτά τα χρόνια, δεν είναι που δεν έχει πόδια αλλά που δεν έχει το χάδι του πατέρα του…
Ματίνα”