Συγκλονίζει η κατάθεση ψυχής της Μαίρης, η οποία έχει να δει ή να ακούσει τον γιο της 13 ολόκληρα χρόνια.
«Με λένε Μαίρη και είμαι λίγο μεγαλύτερη από ό,τι συνηθίζεται στην παρέα σας. Είμαι 50 ετών κι έχω να δω τον γιο μου 13 χρόνια.
Όταν στα 19 μου έφευγα για σπουδές στην Αγγλία, ούτε που τα φανταζόμουν όλα αυτά. Πολλές φορές σκέφτομαι, αν δεν είχα πάει στην Αγγλία, αν είχα χάσει την πτήση, αν με είχαν πάρει σε άλλο Πανεπιστήμιο πώς θα ήμουν τώρα; Θα είχα κοντά μου τα παιδιά μου; Θα έτρωγα ξύλο;
Στο Πανεπιστήμιο γνώρισα τον Στέφανο. Στην αρχή ήμασταν φίλοι, μετά γίναμε ζευγάρι κι όταν τελειώσαμε τις σπουδές μας, ανοίξαμε ένα τεχνικό γραφείο και γίναμε και συνέταιροι. Από τα φοιτητικά μας χρόνια, έτρωγα ξύλο. Ξύλο που το δικαιολογούσα. Τασάκια, βάζα, έσπαγαν στο κεφάλι μου με την παραμικρή αφορμή. Στην αρχή πίστευα πως έφταιγα για κάτι που είχα πει ή είχα κάνει. Μετά από καιρό όμως κι αφού με είχε χτυπήσει σε κάθε έπιπλο και σε κάθε γωνιά του δωματίου, αφού πήγαινα στο μάθημα με πρησμένα μάτια και ραμμένα χείλη, πίστευα μόνο στις συγγνώμες του. Πολλές συγγνώμες κι ύστερα τα ίδια. Από φόβο μην με ξαναχτυπήσει, ανεχόμουν να φέρνει τις ερωμένες του στην εστία και να κάνει έρωτα μαζί τους ενώ εγώ κοιμόμουν στο διπλανό δωμάτιο και το ήξερα. Έπρεπε να είχα φύγει από τότε.
Γυρίζοντας στην επαρχιακή πόλη που έμενε ο άντρας μου, κάναμε δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Αφοσιώθηκα στη μητρότητα και στο γραφείο που είχαμε ανοίξει και το ξύλο είχε σταματήσει για λίγο, ώσπου ο γιος μου έγινε ενός έτους. Κι επειδή μια μέρα, έκανε εμετό στο χαλί του σαλονιού, ο Στέφανος μου έριξε κλωτσιά στην κοιλιά την ώρα που ήμουν σκυμμένη και καθάριζα. Τη στιγμή που ήμουν έγκυος και το γνώριζε.
Δύο χρόνια μετά τον ερχομό του γιου μας, ήρθε και η κόρη μας. Άφησα το γραφείο που ανοίξαμε μαζί και αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά στα παιδιά, ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζα. Την ημέρα που ήρθε και με απείλησε με μαχαίρι μπροστά τους, επειδή δεν του έδινα την πιστωτική μου να σηκώσει λεφτά, πήρα τα παιδιά και πήγα στην αδερφή μου στην Αθήνα. Μόλις άνοιξε την πόρτα και με είδε κατασημαδεμένη και ταλαίπωρη, τρόμαξε.
Είχε το θράσος να πάρει τηλέφωνο τους πάντες. Παρακαλούσε, έκλαιγε, φώναζε, απειλούσε. Τότε υπήρχε η εγκατάλειψη συζυγικής στέγης, την οποία και επικαλέστηκε. Δε με ενδιέφερε, ήθελα να είμαι ήρεμη για τα παιδιά μου, αλλιώς ή θα πέθαινα ή θα τρελαινόμουν. Έναν μήνα μετά, τον βρήκαμε με την αδερφή μου έξω από την πόρτα του σπιτιού της τύφλα στο μεθύσι να κρατάει λουλούδια. Κι εγώ αντί να του δώσω μια κλωτσιά έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο χαλάκι της εξώπορτας, τον αγκάλιαζα και τον φίλαγα…
Τα χρόνια πέρασαν και το ξύλο, ειδικά μπροστά στα παιδιά, είχε γίνει πια μέρος της ζωής μου. Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που μου είχε πει σ’ αγαπώ, που με είχε αγκαλιάσει, που είχαμε πάει κάπου οι δυο μας, που μου είχε φερθεί σαν άνθρωπος σε άνθρωπο. Τα παιδιά είχαν πάψει από καιρό να με σέβονται και ειδικά ο γιος μου, έπαιρνε το μέρος του πατέρα του και λίγους μήνες πριν χάσω επαφή μαζί τους, είχε αρχίσει να χτυπάει και την αδερφή του.
Με τον Στέφανο σαν ζευγάρι πια δεν είχαμε καμία σχέση, ούτε συναισθηματική ούτε σωματική. Το σπίτι μας το είχε κάνει ξενοδοχείο κι εγώ έπλενα και σιδέρωνα τα πουκάμισά του, για να εμφανίζεται περιποιημένος στις ερωμένες του. Δεν είχα φίλους, είχα αποκλείσει τον εαυτό μου από παντού, γιατί δεν είχα κανένα κοινό μαζί τους. Γιατί ντρεπόμουν να με βλέπουν μαύρη. Κλειστή κοινωνία εξάλλου, σε ποιον να μιλήσεις και ποιον να εμπιστευόσουν; Εκτός από την αδερφή μου, που δεν ήθελα να την μπλέξω, γιατί την είχε απειλήσει και φοβόμουν για εκείνη και τα παιδιά της, άλλους συγγενείς δεν είχα. Οι γονείς μου έχουν “φύγει” σε τροχαίο από όταν ήμουν μικρή. Δεν είχα ούτε έναν άνθρωπο να μιλήσω και δεν είχα πια δύναμη για τίποτα. Ούτε να μείνω ούτε να φύγω ούτε να ζήσω.
Μια μέρα, μετά από 13 χρόνια, πήγα σε μια γειτόνισσα να πιούμε έναν καφέ, να πω κι εγώ δυο κουβέντες με κάποιον. Δύο ώρες μετά που γύρισα, βρήκα μια βαλίτσα με μερικά πράγματά μου έξω από το σπίτι. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά, αλλά την είχε αλλάξει. Χτυπούσα για ώρες, έκλαιγα, παρακαλούσα, άκουγα τα παιδιά μου από μέσα και τον γιο μου να φωνάζει και να με βρίζει. Ο πατέρας τους, εκμεταλλεύτηκε αυτό το μοναδικό δίωρο που πήγα σε μια γειτόνισσα, για να πει στα παιδιά πως είχα φύγει και τους είχα εγκαταλείψει! Μου φαινόταν τόσο σουρεάλ όλο αυτό. Να πετάγεσαι κάπου για λίγο και να γυρίζεις σε ένα σπίτι που, χωρίς να το ξέρεις, δε μένεις πια!
Πήγα σαν υπνωτισμένη στο αστυνομικό τμήμα και το κατήγγειλα. Επί τόπου κλήθηκε ο άντρας μου και τα παιδιά. Ο κόρη μου δε μιλούσε και ο γιος μου κατέθεσε πως τους είπα ότι φεύγω και τους αφήνω! Έλεγε τα απίστευτα τέρατα στον Διοικητή με ένα βλέμμα κενό, απλανές, που δεν τολμούσε ούτε να το στρέψει σε εμένα, τη μητέρα του. Ο πατέρας του, του είχε κάνει κανονική πλύση εγκεφάλου, κατήχηση που θα ζήλευαν και οι μεγαλύτερες αιρέσεις. Όπως είχε κάνει και σε εμένα.
Ο Διοικητής φυσικά πίστεψε τον άντρα μου, που έτσι κι αλλιώς τον ήξερε από μικρό. Να αποδείξω ότι με έδερνε δε γινόταν, διότι άργησα 17 χρόνια να πάω στον ιατροδικαστή. Καλά να πάθω. Τόσο καιρό που ήμουν ανίκανη να φροντίσω τον εαυτό μου, είχα ξεχάσει να φροντίσω και τα παιδιά μου. Να τους περάσω τις αξίες μου, τις αρχές μου, την αγάπη μου για αυτά. Αφέθηκα στη βία και άφησα τα παιδιά μου.
Βγαίνοντας από το τμήμα έτρεξα πίσω από τον γιο μου. Έκλαιγα, παρακαλούσα, φώναζα. «Μη μου το κάνεις αυτό» του έλεγα «Δεν ξέρεις τι έχω περάσει, δεν ξέρεις τι έχω ανεχτεί για να σας μεγαλώσω, σε παρακαλώ σ’ αγαπάω! Δεν έφυγα, για έναν καφέ πήγα, άκουσε μεεεε». Είχε γυρίσει όλη η πλατεία και με κοιτούσε, όλη, εκτός από τον γιο μου. Θυμάμαι την πλάτη του, τη γκρίζα μπλούζα του, το ανάστημά του, την αδιαφορία του. Από τότε έχω να τον δω.
Πήρα την αδερφή μου και της τα είπα. Με χιλιοπαρακαλούσε στο τηλέφωνο να πάω να μείνω στο σπίτι της, αλλά επειδή φοβόμουν για αυτή, αρνήθηκα. Πήρα το καράβι και κατέβηκα στην Κέρκυρα. Χωρίς λεφτά, χωρίς να ξέρω πού πάω, με δυο ρούχα. Έπιασα δουλειά σε μια καφετέρια και νοίκιασα ένα δωμάτιο. Δεν είχα λεφτά ούτε για δικηγόρο.
Έπαιρνα τηλέφωνο κάθε μέρα και μόλις με άκουγαν το έκλειναν. Μόνο η κόρη μου έκλαιγε στο τηλέφωνο και με ρωτούσε «Μαμά που είσαι;», αλλά από τη μέρα που άκουσα τον αδερφό της από μέσα να φωνάζει «Καλά κάθεσαι και μιλάς σε αυτή τη π@άνα; Κλείστο!» και το ακουστικό να κλείνει, δεν ξαναπήρα. Φοβήθηκα μην φάει ξύλο, όπως έτρωγα εγώ και δεν ξαναπήρα. Έπαιρνα μόνο για να ακούσω τις φωνές τους και το έκλεινα. Χριστούγεννα, Πάσχα, γιορτές, καθημερινές, κάτι βράδια που κοιμόμουν κλαίγοντας με τις φωτογραφίες τους αγκαλιά. Για 13 χρόνια τους άκουγα και από τον τόνο της φωνής προσπαθούσα να καταλάβω αν ήταν ευτυχισμένα, αν περνούσαν καλά, αν τη μικρή μου την έδερνε ο γιος μου ή ο πατέρας της.
Εν τω μεταξύ, ο Αντώνης, χήρος με ένα κοριτσάκι, ήταν τακτικός πελάτης στην καφετέρια που εργαζόμουν και με συμπάθησε. Κι αυτή η συμπάθεια έγινε φιλία και η φιλία έρωτας. Ήξερε τα πάντα και με στήριξε όσο κανείς άλλος. Στο πρόσωπό του έμαθα τι σημαίνει αγάπη, τι σημαίνει ασφάλεια. Τι σημαίνει να κάνεις δουλειές μέσα στο σπίτι και να μην φοβάσαι πως θα σου έρθει μια κλωτσιά ή μια μπουνιά στα καλά καθούμενα. Τι σημαίνει να βγαίνεις μια βόλτα κι όταν γυρίζεις να μη βρίσκεις την πόρτα με αλλαγμένη κλειδαριά. Τι σημαίνει να λες τη γνώμη σου χωρίς να φοβάσαι πως θα πας στο νοσοκομείο. Τι σημαίνει να είσαι μαμά, ακόμη και σε ένα παιδί που δεν είναι βιολογικά δικό σου, γιατί η κόρη του Αντώνη, ήταν για μένα μια δεύτερη ευκαιρία στη μητρότητα που έχασα.
Ο Αντώνης με βοήθησε και με παρότρυνε να βάλουμε δικηγόρο. Μετά από τόσα χρόνια θα ξεκινούσαν επιτέλους οι διαδικασίες για το διαζύγιο και μπορεί να μην έπαιρνα πίσω τα παιδιά μου αλλά τουλάχιστον θα προσπαθούσα να κερδίσω την επικοινωνία μου μαζί τους. Σκεφτόμουν…
Πήγα στο δικαστήριο, τα παιδιά δεν είχαν έρθει. Είδα όμως αυτόν. Γερασμένος και κουρασμένος, με κοίταξε ειρωνικά. Το δικαστήριο όρισε κάποιες ώρες και μέρες που μπορούσα να βλέπω τα παιδιά μου, αλλά ο γιος μου δεν τήρησε ποτέ το συμφωνητικό. Ύστερα από λίγο καιρό, έμαθα πως ο Στέφανος είχε πεθάνει από καρκίνο. Μου το είπε η κόρη μου, που μερικούς μήνες μετά τη δίκη, ήρθε στην Κέρκυρα να με βρει!
Σήμερα ζω με τον Αντώνη και τις κόρες μας στο ίδιο σπίτι. Οι μικρές, αν και με μεγάλη διαφορά ηλικίας, τα πάνε πολύ καλά. Το σπίτι μας είναι γεμάτο χαρές, γέλια, τραγούδια και ό,τι δεν έζησα όλα αυτά τα χρόνια. Η ζωή μου έδωσε τη μισή μου οικογένεια πίσω. Η άλλη μισή δεν ξέρω πού βρίσκεται, ξέρω μόνο ότι μου λείπει. Διότι δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να ζητήσω συγγνώμη από το γιο μου, να του εξηγήσω, να του δείξω πόσο λάθος κάνει. Διότι το κενό που έχει αφήσει μέσα μου, δεν μπορεί να το καλύψει κανείς. Καμιά φορά μου αρέσει να χαζεύω τα καράβια που πηγαινοέρχονται στο λιμάνι και να φαντάζομαι πως μέσα σε ένα από αυτά, είναι και ο γιος μου…».