Από τη μια στιγμή στην άλλη έχασε τον έρωτα της ζωής της, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ποτέ στο ραντεβού τους ενώ σχεδίαζαν τον γάμο τους.
Ακολουθεί η εξομολόγηση της 25χρονης Ναυσικάς, η οποία περιγράφει την εμπειρία της από τη σχέση της με έναν 52χρονο, με τον οποίο ενώ είχαν δώσει ραντεβού για να φύγουν μαζί, εκείνος δεν εμφανίστηκε ποτέ.
«Ήταν Ιούλιος του 2005 όταν τον είδα πρώτη φορά. Έχετε ακούσει ποτέ για έρωτα κεραυνοβόλο; Ε, αυτό έπαθα κι εγώ όταν άνοιξε την πόρτα του γραφείου του και μπήκα.
Είχα πάει για μια δουλειά που με έστειλε η αφεντικίνα μου. Δεν θυμάμαι τι έγινε εκείνο το απόγευμα, τι μου είπε, τι του είπα, θυμάμαι όμως πεντακάθαρα ότι αναρωτήθηκα “ρε συ, τι γίνεται εδώ; Γιατί τρέμουν τα χέρια μου όταν με κοιτάει;”
Πήγα ακόμη δύο φορές για κάτι έγγραφα και ήρθε η μέρα που δεν θα τον ξαναέβλεπα. Τον είχα ερωτευτεί… άυπνες νύχτες, πεταλούδες στο στομάχι, ταχυκαρδία ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ που τον σκεφτόμουν και έχανα τα λόγια μου κάθε φορά που τον αντίκριζα, είχα σταματήσει μέχρι και να τρώω!Ρώτησα κι έμαθα πως ήταν χωρισμένος με έναν γιο.
Μόλις ολοκληρώσαμε το ραντεβού στο γραφείο του, με οδήγησε ως την εξώπορτα για να μου ανοίξει να φύγω. Και τότε τα έπαιξα όλα για όλα!
“ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΞΑΝΑΔΩ” του είπα σχεδόν με μια ανάσα.
Έμεινε να με κοιτάζει παγωμένος για λίγο, μετά χαμογέλασε και μου άνοιξε την πόρτα.
“Καλή σου μέρα!”
Όπως φαντάζεστε, έπεσα να πεθάνω. Από στεναχώρια, από ντροπή, από την απόρριψη. Έκλαιγα μέρες, δεν μπορούσα να καταλάβω τι σκατά με είχε πιάσει και είπα στον άνθρωπο τέτοια πράγματα! Δηλαδή, σαν τι περίμενα να κάνει; Κωλοτούμπες γιατί (ήθελα να) νιώθει το ίδιο;
Πάμε μια εβδομάδα μετά. Είχε ωραία μέρα, ήθελα να περπατήσω, βγήκα από το σπίτι να βγάλω βόλτα τον σκύλο.
Μετά από 10 λεπτά περπάτημα, γύρισα το κεφάλι… και τον είδα μπροστά μου! ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ! Πάγωσα στη θέση μου και παρακαλούσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Αντιθέτως, εκείνος μου χαμογέλασε και μου έκανε νόημα να πλησιάσω. “Και εγώ ήθελα να σε ξαναδώ” μου είπε και πραγματικά δεν πίστευα στ’ αφτιά μου!
Με φίλησε. Εκεί. Στην άκρη του πεζοδρομίου, με αυτοκίνητα να πηγαινοέρχονται, και με τον κίνδυνο να μας δει ο οποιοσδήποτε! Θα μου πεις “ε, και τι σε ένοιαζε, ποιος θα σας δει;”… ναι, σωστό κι αυτό… Ήμουν 25 και ήταν 52…
Πέρασα μαζί του σχεδόν 5 χρόνια γεμάτα έρωτα, πάθος, απίστευτη χημεία! Ήμουν ερωτευμένη! Δε μου είχε ξανατυχει!! Τον ήθελα, έλιωνα γι’ αυτόν! Ήμασταν πάντα διακριτικοί όμως, είχαμε πρόβλημα στο να το μάθει κανείς, ιδιαίτερα οι δικοί μου. Τι θα έλεγα;
“Ελα μπαμπά, να σου γνωρίσω τον γαμπρό, θα τα βρείτε, είναι 5 χρόνια πιο μεγάλος από σένα! Ναι, ναι, δεν είναι συναρπαστικό; Έχει κι έναν γιο, ναι, μόνο 2 χρόνια πιο μεγάλη είμαι, ναι, μια χαρά τα πάμε, δόξα τον Ύψιστο!”… και 5 χρόνια μετά, του έρχεται πρόταση για δουλειά στο εξωτερικό, πρόταση που ΔΕ ΓΙΝΟΤΑΝ να αρνηθεί!
Πρώτη εγώ τον πίεσα να φύγει, κι ας έλιωνα μέσα μου που δε θα τον ξαναβλεπα σύντομα. Εκείνος δεν ήθελε να φύγει χωρίς εμένα, εγώ δεν μπορούσα να ακολουθήσω, οι λόγοι ήταν ηλίου φαεινότεροι. “Θα φύγω, αλλά θα έρθεις μαζί μου. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, παντρέψου με και πάμε να φύγουμε!” Στα ουράνια εγώ, στο σπίτι εμπόλεμη ζώνη. Εγώ είχα αποφασίσει, τελεία και παύλα. Θα φεύγαμε και θα παντρευομασταν στο Βερολίνο!
Δώσαμε ραντεβού στο Παγκράτι στις 8 το πρωί. Θα ερχόταν με τον γιο του να με πάρει, εμένα και τις βαλίτσες μου, να φύγουμε!
Είχε κρύο, έφτασα λίγο νωρίτερα, πήρα έναν καφέ, έκανα ένα τσιγάρο και περίμενα.
Δεν ήρθε ποτέ.
Έστειλε ένα SMS ”συγγνώμη λάθος, ξέχασέ με” κι αυτό ήταν.
Δεν τον ξαναείδα ποτέ, δεν έμαθα ποτέ νέα του, δεν ξέρω πού ζει, αν ζει.
Δεν ξαναερωτεύτηκα ποτέ.
Δεν κοίταξα ποτέ τη διαφορά ηλικίας, δε νοιάστηκα αν είχαμε 30 ή 40 χρόνια διαφορά. Εγώ ερωτεύτηκα αυτόν, τον άνθρωπο. Δεν έδωσα σημασία ποτέ στις ρυτίδες του, γελούσα με το κόμπλεξ που είχε που τα χρόνια περνούσαν, εγώ γινόμουν “γυναίκα” κι αυτός “πορνόγερος” όπως μόνος του χαρακτηριζόταν! Κολακευόμουν που φοβόταν μη γνωρίσω κανένα “μικρο” και τον παρατήσω, ζούσα για τις στιγμές που αγκαλιασμένοι στον καναπέ, τον “έπιανα” με την άκρη του ματιού μου να με χαζεύει και να χαμογελάει. Όταν χαμογελούσε ομόρφαινε ο κόσμος μου όλος, φούσκωνε η καρδιά μου από έρωτα. Με έμαθε πολλά, ανάμεσα σ’ αυτά και τη μαγεία του έρωτα, σαν πράξη, σαν συναίσθημα.
Κι όταν κάποια στιγμή αρρώστησε και τον φρόντισα, μου είπε ότι ήμουν ό,τι πολυτιμότερο είχε στη ζωή του μετά το παιδί του και ότι νιώθει ο πιο τυχερός άντρας του κόσμου. Και το βράδυ πριν “φύγουμε”, μου είπε στο τηλέφωνο ότι όταν φτάσουμε, θα πάμε αμέσως για τις άδειες του γάμου, τον οποίο είχαμε ονειρευτεί βήμα βήμα ΜΑΖΙ. Και με ρώτησε 3 φορές αν έχω όλα μου τα χαρτιά μαζί, για να μη γίνει κανένα λάθος και δεν φύγουμε.
ΑΝ όλα είχαν γίνει αλλιώς, ΑΥΤΟ θα ήταν το happy end… αλλά ήταν μόνο end… end of story…
Ναυσικά».