Μαμά και παιδιά: Υπάρχει ένα άτομο στον κόσμο, που μας αγαπάει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Είναι το πρώτο άτομο που συναντήσαμε όταν γεννηθήκαμε και προσπαθεί να κάνει τα πάντα για μας, όποια κι αν είναι η κατάσταση. Ακόμα και όταν υπάρχει απόσταση, μπορεί να καταλάβει αν μας συμβαίνει κάτι κακό και προσπαθεί να βοηθήσει.
Υπάρχει ένας άνθρωπος πάνω στον πλανήτη που όσα χιλιόμετρα μακριά του κι αν είσαι, μπορεί να ψυχανεμιστεί αν έφαγες, αν κάποιος σου χάλασε τη ζαχαρένια, αν πέρασες το μάθημα, αν για όλα αυτά λες αλήθεια η ψέματα. Πάντα έλεγα ότι είναι κακό η μάνα σου να μάθει από τεχνολογία. Μα κατέληξα στο ότι δεν είναι τα sms ή τα στάτους μας στα social media που της φέρνουν επιφώτιση για το τι στο καλό κάνουμε σε άλλες χώρες, αλλά η μητρική αδιαμφισβήτητη διαίσθηση. Αν σκεφτεί κανείς πόσα πολλά πράγματα διαισθάνεται η μάνα, είτε είναι δίπλα σου είτε σε άλλη γεωγραφική συντεταγμένη, είναι τόσο τρομακτικό που κοιτάς τις γωνίες να δεις πού εφάρμοσε το κλειστό κύκλωμα κρυφής παρακολούθησης.
Αφενός είναι τρομακτικό, αφετέρου είναι το πιο υπέροχο πράγμα στον κόσμο ένας άνθρωπος να σε καταλαβαίνει από μίλια μακριά όταν γύρω σου δεν μπορεί να το κάνει κανείς. Μαντεύει τις σκέψεις σου χωρίς να τις ξεστομίσεις, από ένα βλέμμα -ακόμα κι από skype- ή ένα κόμπιασμα στο λαιμό. Αντιλαμβάνεται τα αρνητικά vibes σου από το ακουστικό κι ας υποκρίνεσαι το πιο ευτυχισμένο άτομο της υφηλίου. Ξέρει τη ζαβολιά σου από την πρώτη πρόταση που ξεστόμισες για να την κρύψεις. Ξενυχτά πάνω από το τηλέφωνο γιατί εσύ χιλιόμετρα μακριά ξενυχτάς και πίνεις. Οσμίζεται τις χαρές και τις λύπες σου χωρίς να επικοινωνήσετε. Δεν μπορείς να της κρυφτείς σε καμιά περίπτωση. Ούτε στην περίπτωση που σε αφήνει να πιστεύεις ότι την έχεις ξεγελάσει.
Η Ελληνίδα και η Κύπρια μάνα είναι σαν ραντάρ που εκπέμπει σε συχνότητες εικοσιτετραώρου. Μόνο αν διακωμωδείς τη διαίσθησή της θα βγεις υγιής, διαφορετικά θα συναντηθούμε όλα τα παιδιά στο Δαφνί και οι μάνες μας θα συνεχίσουν να είναι οι άγγελοι του Τσακ Νόρις.
Δε χρειάζεται να της δώσεις λογαριασμό γιατί έτσι κι αλλιώς τον ξέρει, άσχετα αν πάντα στον ζητάει. Έχω μια υποψία πως απ’ όταν είναι στο μαιευτήριο, τους ενσωματώνουν μια κασέτα, με ατάκες κι οδηγίες χρήσης για το ποια ατάκα θα ξεστομίζουν ανάλογα με την περίπτωση. «Πάρε ζακέτα!», «Έφαγες σήμερα; Να φας! Αδυνάτησες», «Δες τον Κωστάκη που διαβάζει», «Δε με ενδιαφέρει τι κάνουν τα άλλα παιδιά, το δικό μου με νοιάζει», «Ίδιος ο πατέρας σου είσαι», «Όταν φτάσεις να με πάρεις τηλέφωνο», «Όταν θα γίνεις μάνα θα καταλάβεις», «Εγώ στην ηλικία σου συντηρούσα δύο παιδιά», «Όταν πεθάνω, να δω τι θα κάνετε». Η αγαπημένη απ’ όλες τις κουβέντες της και η οποία προσδίδει δικαίωση στη μητρική διαίσθηση; «Στα ‘λεγα εγώ».
Η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα απ’ όσα μας είπε έχουν επιβεβαιωθεί. Ακόμα κι αν με υπεκφυγή κρύψαμε τη στεναχώρια μας, εκείνη μπόρεσε να καταλάβει και να μας δείξει πως είναι εκεί να μας ακούσει. Εκείνες τις φορές που χαθήκαμε από προσώπου γης μόνο από αυτήν βρήκαμε 15 αναπάντητες με διαφορά μερικών λεπτών η μία από την άλλη.
Ρωτά αν έφαγες γιατί απλώς ξέρει πως δεν έφαγες, εκτός από σοκολάτες, πατατάκια και ‘κανα μπισκότο. Η απόδειξη πως ακούει βιονικά το στομάχι σου που κτυπά τύμπανα απ’ την πείνα. Δεν της το έχεις πει, μα σε πρήζει που δεν πέρασες το μάθημα κι είναι τόσο σίγουρη, που πιστεύεις πως επικοινωνεί με τον καθηγητή μέσω τηλεγράφου και σήματα μορς.
Όσες θάλασσες ή βουνά μακριά κι αν βρίσκεσαι, θα ρωτάει πάντα με ποιους βγήκες κι εσύ θα ονοματίζεις την παρέα για να μην πεις πως ήσουν με το πρόσωπο. Θα ρωτάει με κοφτό ψιλιασμένο ύφος «Σίγουρα; Καλά». Πάλι ξέρει ότι κάτι της κρύβεις. Οι κάμερες τελικά δεν είναι στο σπίτι, πάνω σου τις εφάρμοσε. Microchip με μικρόφωνο και κάμερα, γιατί δεν μπορεί, ακόμα και τις γκριμάτσες σου βλέπει.
Όταν ήμασταν μωρά, τής ήταν εύκολο να ξημεροβραδιάζεται πλάι μας στην αρρώστια, να τρέχει να μας σηκώσει όταν πλαντάζαμε στο κλάμα, να μας διαβάζει ένα παραμύθι διώχνοντας τους εφιάλτες, να μας κρατήσει αγκαλιά, να μας αγαπήσει από κοντά. Μα όταν μπαίνουν χιλιόμετρα ανάμεσα μας, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να διαισθάνεται.
Για τη μάνα δε μεγαλώνουμε, παιδιά της είμαστε και πάντα θα μας προσφέρει αγάπη και φροντίδα χωρίς να ζητά αντάλλαγμα. Ήταν από ανέκαθεν και θα συνεχίσει να είναι αυτή η μία που θα μας διαβάζει σαν βιβλίο ανοιχτό, ακόμα κι αν εμείς αλλάζουμε σελίδες και της δείχνουμε το εξώφυλλο. Θα ανησυχεί για ‘μας πιο πολύ απ’ οποιονδήποτε άνθρωπο πέρασε από τη ζωή μας. Και θα γίνεται περήφανη κάθε μέρα, μόνο και μόνο που υπάρχουμε.
Είναι η πρώτη μυρωδιά που αγαπήσαμε και η πρώτη αγκαλιά που χωθήκαμε. Όσο ωριμάζει ο άνθρωπος τόσο παραπάνω εκτιμά αυτή της τη διαίσθηση. Αντί να το βλέπει ενόχληση, καχυποψία και έλεγχο, το βλέπει όπως πραγματικά είναι, ενδιαφέρον, νοιάξιμο μοναδικό που κανένας άλλος δεν μπορεί να αναπληρώσει.
Κι ας μην της είπαμε ποτέ ότι στα ξένα, μας λείπει η Κυριακή με τις μυρωδιές απ’ τις μαγειρικές της. Κι ας μην παραδεχτήκαμε πως η γρίπη ήταν γιατί δεν πήραμε όντως ζακέτα. Ας μην της είπαμε ποτέ ευχαριστώ για όλες εκείνες τις φορές μου μας ήξερε πιο καλά απ’ ότι εμείς τον εαυτό μας.
Ο ρόλος της μάνας είναι ο πιο δύσκολος ρόλος του κόσμου. Οι μάνες έχουν πτυχίο μάγειρα, λογιστή, ψυχολόγου, είναι μέντιουμ που ξέρουν μαγικά κόλπα και γιατροσόφια. Κι εμείς μια μέρα θα είμαστε η πιο εξελιγμένη εκδοχή τους.
Μα ακόμα κι έτσι, μένει να τις ακούσουμε τώρα και να τις αγαπήσουμε διπλά, γιατί καμιά απουσία της δε θα μας ήταν ευχάριστη, κανένας άλλος δε θα μας μαλώνει τόσο γλυκά και καμιά φωτογραφία της δε θα μπορεί να μας συμβουλέψει όταν εκείνη φύγει.