Η τραυματική εμπειρία μίας γυναίκας από τα παιδικά της χρόνια, με τη μαμά της να δίνει φάρμακα σ’ εκείνη, αλλά και τον αδερφό της για να τους αρρωστήσει, θα μείνει χαραγμένη μέσα της για πάντα.
“Μία από τις πρώτες μου αναμνήσεις είναι ωραία. Καθόμουν στην αγκαλιά της μαμάς μου, ενώ ο μπαμπάς μου οδηγούσε. Μου βούρτσιζε τα μαλλιά με πολλή αγάπη.
Είχα μακριά ξανθά μαλλιά, έψαχνα στην τσάντα της και με ρώτησε “ψάχνεις τα γλειφιτζούρια;” Της είπα “ναι” και είπε “μισό λεπτό, θα σου τα βρω”.
Έβγαλε ένα πακέτο γλειφιτζούρια και πήρα ένα. Το έβαλα στη γλώσσα μου και ένιωσα αμέσως τη γνώριμη μεταλλική αίσθηση στους γευστικούς κάλυκές μου.
Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι τα γλειφιτζούρια ήταν σπίρτα. Ήθελε πάντα να τα τρώω και ήταν φυσιολογικό να με επαινεί όταν τελείωνα ένα πακέτο.
Δεν αντιπαθούσα τη μαμά μου. Την αγαπούσα πολύ αλλά ως παιδί έχεις μια σχεδόν εγγενή επιθυμία να σε αγαπάει ο γονιός και κάνεις τα πάντα για να πάρεις ό,τι ψίχουλα αγάπης μπορείς.
Δεν είχα φίλους όταν ήμουν μικρή. Δεν είχαμε συγγενείς ή γείτονες. Ήταν ένα άγριο μέρος της χώρας και περπατούσα ξυπόλητη με τα ζώα μου. Ήμασταν η μαμά μου, ο μπαμπάς μου και ο μικρός μου αδερφός ο Danny, που ήταν επτά χρόνια μικρότερος από μένα και μέναμε σε έναν αδιέξοδο χωματόδρομο σε ένα διπλό τροχόσπιτο.
Δεν είχα καθόλου ανεξαρτησία από τη μαμά μου και από πολύ μικρή με πήγαινε στους γιατρούς και μου έλεγε ότι κάτι είχα κάτι.
Η μαμά έπαιρνε ένα φάρμακο από έναν γιατρό και ύστερα ένα διαφορετικό από άλλον γιατρό. Δεν είχα καταλάβει ότι έψαχνε ποια φάρμακα δεν έπρεπε να συνδυάσει και έψαχνε μετά να βρει τους γιατρούς να μας τα δώσουν. Κι έτσι άρχισε να με αρρωσταίνει.
Η μαμά μου ήθελε πάντα να φαίνεται καλή. Μέναμε σε ένα τόσο απομονωμένο μέρος που σπάνια είχε την ευκαιρία να βαφτεί ή να φτιάξει τα μαλλιά της, αλλά τα ραντεβού στους γιατρούς σήμαιναν ότι μπορούσε να ντυθεί καλά.
Έτσι, ντυνόταν και ήταν πολύ ευγενική και ζωντανή. Εκ των υστέρων νομίζω ότι προσπαθούσε να πάρει θετική ανταπόκριση από τους γιατρούς.
Οι γιατροί την έκαναν να νιώθει ότι ήταν καλή μαμά και με χρειαζόταν, εμένα, το παιδί της, για να μπει σε ένα περιβάλλον όπου μπορούσε να βρει λίγη προσοχή.
Ο άλλος τρόπος που με κρατούσε άρρωστη ήταν η στέρηση του φαγητού. Πήγαινα στο σχολείο χωρίς φαγητό και η μαμά δεν συμπλήρωνε τα έγγραφα ώστε να τρώω στο σχολείο, έτσι γύριζα πεινασμένη και δεν έτρωγα.
Έλεγε “αυτό δεν μπορείς να το φας, έχεις αλλεργία”. Ήμουν πολύ αδύνατη, κουρασμένη και εξαρτημένη από εκείνη.
Καθώς μεγάλωνα, προσπάθησα να συζητήσω με τους σχολικούς ψυχολόγους αλλά δεν με πίστευαν. Εκείνη την εποχή η κοινωνία μας δεν έπαιρνε στα σοβαρά τα παιδιά για τέτοια πράγματα.
Όταν έγινα δέκα ετών, άρχισε να κάνει κάτι αντίστοιχο με τον αδελφό μου. Άρχισε να λέει ότι έχει άσθμα και πρόβλημα με την αναπνοή του και ήθελε να του βρει θεραπεία. Ο μπαμπάς μου ήταν ένας τεμπελχανάς που ήθελε την ησυχία του, αλλά θυμάμαι να την πιάνει από τον καρπό και να τη χτυπάει στον πάγκο της κουζίνας.
Είχε νευριάσει και της είπε “όχι, δεν θα το κάνεις στον γιο μου αυτό το πράγμα, είναι μια χαρά”.
Νομίζω ότι ο μπαμπάς μου είχε χάσει ήδη τον έλεγχο μαζί μου και με θεωρούσε χαμένη υπόθεση. Το ότι ήμουν κορίτσι έπαιξε επίσης ρόλο. Μεγάλωσα σε μια εποχή που τα κορίτσια δεν ήταν τόσο σημαντικά, όσο τα αγόρια. Δεν με υπερασπίστηκε ποτέ, όπως υπερασπίστηκε τον γιο του. Έτσι, εγώ έγινα το πειραματόζωό της.
Ήμουν περίπου 12, όταν η μαμά μου με πήγε σε έναν καινούργιο γιατρό. Καθόμουν σε μια καρέκλα και ο γιατρός μού είπε να σηκωθώ. Δεν έτρωγα καθόλου και όταν σηκώθηκα η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά κι ένιωθα ότι θα λιποθυμήσω.
Ο γιατρός είπε ότι μπορεί να είχα πρόβλημα με την καρδιά μου και μάλλον θα έπρεπε να πάω να κάνω εξετάσεις. Η μαμά μου εστίασε σε αυτό. Από εκείνη τη μέρα άρχισε να λέει σε όλους ότι είχα την καρδιά μου.
Μετά από μερικά χρόνια και πολλά καρδιογραφήματα, η μαμά μου άρχισε να επιδιώκει την απαραίτητη, κατά τη γνώμη της, εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς. Νομίζω ότι στα 14 με έβαλε στο νοσοκομείο, όπου βασικά πέρασα υπέροχα. Εκεί μου έδιναν τρία γεύματα τη μέρα, φρούτα και ζελέ.
Οι νοσοκόμες ήταν πολύ καλές και η μαμά μου δεν ήταν εκεί να με χτυπάει ή να μου τραβάει τα μαλλιά. Ήταν πολύ ευχάριστα. Μετά άλλαξαν όλα.
Στο τέλος της εβδομάδας ήρθε μια νοσοκόμα και είπε ότι έπρεπε να με ξυρίσει. Της είπα ότι με είχαν ήδη ξυρίσει στο στήθος. Είπε, “όχι, πρέπει να ξυρίσω τα απόκρυφά σου”. Ακόμα και σήμερα δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη αλλά κόλλησα στο κρεβάτι, σκεπάστηκα και απλώς είπα, “Όχι, η μαμά μου τα βγάζει από το μυαλό της. Δεν είμαι άρρωστη”.
Η νοσοκόμα με κοίταξε και εγώ την κοίταξα και μείναμε έτσι κοκαλωμένες. Στο τέλος είπε «Ξανάρχομαι» και βγήκε από το δωμάτιο.
Είχα ταραχτεί. Δεν ήξερα αν ήταν αλήθεια αυτό που είχα πει, δεν ήξερα καν ότι το πίστευα, αλλά ήξερα ότι ένιωθα καλύτερα στο νοσοκομείο και ποτέ ξανά δεν είχα νιώσει έτσι.
Η νοσοκόμα επέστρεψε και ήταν πολύ θυμωμένη. Δεν θα ανεχόταν κάτι τέτοιο από ένα παιδί. Έπειτα μαζεύτηκαν ένα σωρό ενήλικες γύρω μου. Με νάρκωσαν και αυτό ήταν.
Όταν γύρισα σπίτι ήμουν απαρηγόρητη. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Δεν έτρωγα και δεν έκανα τίποτα. Θυμάμαι ότι ξαναπήγα στο νοσοκομείο όπου συναντήσαμε τον καρδιολόγο και μας είπε ότι ήμουν μια χαρά κι ότι δεν χρειαζόμουν περαιτέρω διερευνητική επέμβαση.
Η μαμά μου έγινε έξαλλη. Του είπε, “John, νόμιζα ότι συνεργαζόμαστε. Νόμιζα ότι θα έκανες την εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς”.
Την κοίταξε και κατάλαβα από την έκφρασή του ότι θεωρούσε πως η μαμά είχε κάποιο πρόβλημα. Της είπε πολύ αυστηρά, “Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο. Δεν χρειάζεται εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς” και έφυγε.
Νομίζω πως έχασα την αθωότητά μου. Είχα μάθει την αλήθεια αλλά έπρεπε να την καλύψω ξανά, επειδή έπρεπε να επιβιώσω από μία πολύ επικίνδυνη, πολύ βίαιη οικογένεια.
Δεν ήταν καλή οικογένεια και στο τέλος πήγα σε μια στέγη υποστηριζόμενης διαβίωσης. Αυτό ήταν το πρώτο καλοκαίρι που έζησα ελεύθερη από την οικογένειά μου.
Χρόνια αργότερα κατάλαβα ότι υπήρχε όρος για τη συμπεριφορά της μαμάς μου. Έκανα μαθήματα ψυχολογίας και ο καθηγητής μιλούσε για μια σχετικά άγνωστη μορφή κακοποίησης που ονομάζεται Μινχάουζεν δια αντιπροσώπου.
Είπε ότι ήταν ένα σύνδρομο όπου ο δράστης, συνήθως η μαμά, κατασκεύαζε ή προκαλούσε ασθένεια στο παιδί για να επιδιώκει ιατρικά ραντεβού και επεμβάσεις. Θυμάμαι που είπε ότι αν παρατραβούσε το πράγμα κάποια παιδιά πέθαιναν.
Εκείνη τη στιγμή τα κατάλαβα όλα. Άρχισα να ανασαίνω γρήγορα και τα χέρια μου ίδρωσαν. Ένιωσα να καίω. Βγήκα τρέχοντας από την τάξη και έφτασα σε ένα τούβλινο κλιμακοστάσιο, όπου άρχισα να χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο.
Όλος ο πόνος, οι ενδοφλέβιες, τα φάρμακα – για το τίποτα. Και όλοι αυτοί οι γιατροί που θεωρούσαν ότι είναι έξυπνοι ήταν άσχετοι. Τους κορόιδευε μια ψυχοπαθής και κανείς δεν με βοήθησε ποτέ”.