Είναι η νεότερη γενιά αλλά είναι και αυτή που στέκει ένα βήμα πίσω με τους Πυξ Λαξ και τους Κατσιμιχαίους. Είναι αυτή που δεν ερωτεύτηκε μετά από ένα αίτημα στα social media αλλά που κοίταξε τον άλλον στα μάτια. Που μιλά ακόμα για πρώτους έρωτες. Που θυμάται ακόμα το πρώτο της φιλί.
Είναι αυτή που ερωτευτήκαμε με Πυξ Λαξ, Βασίλη και Κατσιμιχαίους.
Για αυτή τη γενιά μιλά το παρακάτω κείμενο. “Τότε που οι έρωτες «tagάρονταν» στα μυαλά και τις αναμνήσεις μας με μουσικές. Εκείνα τα τραγούδια που έγιναν ταυτόσημα με κάθε στάδιο της ζωής ενός νέου/ Τα τραγούδια του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, των Πυξ Λαξ, των Κατσιμιχαίων, του Τσακνή, του Μαχαιρίτσα, των Ξύλινων Σπαθιών. Και πόσων άλλων που σημάδεψαν την πρώτη μας αγκαλιά. Το πρώτο μας τσιγάρο, την πρώτη μας χυλόπιτα, την πρώτη μας φορά.
Τώρα πια τα ακούμε στο youtube, τότε τα ακούγαμε σε κασετόφωνα και discman, συσκευές που οι σημερινοί έφηβοι θα νόμιζαν ότι είναι φέρετρα. Τότε που η «πειρατεία» ήταν να βάζεις κενή κασέτα στη θυρίδα και να πατάς το κουμπί «rec» την ώρα που παίζουν τα αγαπημένα σου τραγούδια στο ραδιόφωνο. Παρακαλώντας να μη μιλήσει ο παραγωγός και κόψει το τραγούδι την ώρα που το έγραφες.
Τότε, που δεν υπήρχε η πολυτέλεια της ηλεκτρονικής ετυμολογίας. Της άνεσης και της ασφάλειας πίσω από ένα πληκτρολόγιο. Τότε που το συνομιλητή σου τον κοιτούσες κατάματα, έβλεπες τις εκφράσεις του και κατάπινες τη γλώσσα σου. Που καθόμασταν αγκαλιά σε παγκάκια και σκαλιά με ένα ακουστικό ο ένας και ένα ο άλλος. Για να ακούμε το «πόσο σε θέλω» από κάτι walkman που αν σου έπεφταν στο πάτωμα, έσπαγε το πλακάκι.
Εμείς που ερωτευτήκαμε με Πυξ Λαξ
Τότε, που όταν ένας εφηβικός έρωτας ερχόταν στο τέλος του, το «μοναξιά μου όλα» και το «έπαψες αγάπη να θυμίζεις». Νομίζαμε πως είχαν γραφτεί για εμάς και μόνο. Και δεν υπήρχε facebook να τα ανεβάσουμε. Αλλά αντ’ αυτού τα γράφαμε στίχο-στίχο στα θρανία και τα ντουβάρια. Τότε που οι αφιερώσεις δε γίνονταν με αποσιωπητικές τελίτσες στον τοίχο της σελίδας μας. Αλλά με σπρέι εκεί που κοιτούσε το παράθυρο του αποδέκτη. Γιατί πάντα υπήρχε ένας τοίχος, απλά τότε τον γράφαμε με μπογιά, και όχι με πλήκτρα.
Συναυλία το περασμένο καλοκαίρι. Εκατοντάδες υψωμένα κινητά να μαγνητοσκοπούν την ώρα που ακούγεται το «εκεί στο Νότο». Αυτό που έβλεπες πριν δεκαπέντε χρόνια με αναπτήρες σε συναυλίες. Τώρα πια το βλέπεις με οθόνες κινητών. Όλο αυτό το ατμοσφαιρικό κίτρινο της φλόγας, είναι πια ένα παγερό φθορίζον λευκό. Που σου πανιάζει τα μάτια και νομίζεις ότι είσαι σε υπαίθρια έκθεση τηλεοράσεων.
Ένα ζευγάρι σαρανταπεντάρηδες σαν τις μύγες μες το γάλα, απολαμβάνουν αυτό για το οποίο έφθασαν μέχρι εκεί. Ζουν το τραγούδι που ίσως άκουγαν στα πρώτα τους ραντεβού. Όλο αυτό το βουερό μελίσσι ανθρώπων εκεί μέσα, και οι πιο αταίριαστοι στο σύνολο ήταν οι πιο ταιριαστοί στη στιγμή. Αγκαλιασμένοι, με ένα νοσταλγικό μειδίαμα. Να θυμίζουν σε όποιον τους πρόσεξε, τη διαφορά του να ζεις τη ζωή με το να προσπαθείς να τη σκλαβώσεις σε ένα βίντεο.
«Σου γράφω πάλι από ανάγκη, η ώρα πέντε το πρωί. Το μόνο πράγμα που ‘χει μείνει, όρθιο στον κόσμο, είσαι συ». Όπως έγραφε ο μακαρίτης ο Παύλος, έτσι κι εμείς. Σε χαρτί. Χαρτί που μπαίνει στην τσέπη και ξαναδιαβάζεται εκατοντάδες φορές. Χαρτί που μυρίζεις το χέρι του συντάκτη του, χαρτί με γραφικό χαρακτήρα και όχι άψυχη μηχανογραφημένη γραμματοσειρά.
Ραβασάκια με στιχάκια και αφιερώσεις χιλιοτσαλακωμένα, κιτρινισμένα, χωμένα σε κουτιά παπουτσιών και σεντούκια. Όπως πρέπει να είναι κρυμμένοι οι πραγματικοί θησαυροί. Καμμένα από τσιγάρα, λεκιασμένα ακόμα και με δάκρυα. Με καρδούλες όχι από συλλογές emoticons. Αλλά ζωγραφισμένες με το χέρι, ατσούμπαλες και κακοσχηματισμένες. Αλλά ιδιαίτερες, ιδιόχειρες, η καθεμία τους μοναδική, σαν εμάς τους ίδιους.
Οι Πυξ Λαξ μιας άλλης γενιάς
Ραντεβού των οποίων δεν είχε προηγηθεί ούτε chat ούτε ψάξιμο προφίλ. Τότε που για να μάθεις, ο μόνος τρόπος ήταν να ρωτήσεις, και για να γνωρίσεις, έπρεπε να μιλήσεις, και το φιλί της καληνύχτας, σήμαινε όντως καληνύχτα, και όχι «θα σου στείλω όταν φθάσω».
Τότε που στα πάρτι ο καθένας έφερνε και από ένα cd ή μια κασέτα, και την επόμενη μέρα ψαχνόσουν να θυμηθείς σε ποιον δάνεισες τις δικές σου και από πού δανείστηκες εσύ. Τότε που κάπνιζες τα πρώτα σου τσιγάρα στο μπαλκόνι και άκουγες ένα καινούριο τραγούδι που έλεγε «Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς», και ένιωθες για πρώτη φορά τόσο αδύναμος για έναν άλλο άνθρωπο που δεν ήταν συγγενής σου ή φίλος.
Είστε κι εσείς που μας θεωρείτε παρελθοντολάγνους και δεινόσαυρους, είμαστε κι εμείς που προλάβαμε να ζήσουμε σαν έφηβοι το πώς «μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη». Προλάβαμε να ζήσουμε το εξ΄επαφής φλερτ, εκείνη την αλληλεπίδραση που προσπαθείς να δεις στα μάτια όσα το μυαλό δεν τολμά να ξεστομίσει. Προλάβαμε την εποχή που το «είμαι από κάτω» δεν ήταν αναπάντητη, αλλά δυο κοφτές κόρνες με το μηχανάκι κρυμμένο στη γωνία, και το «δεν μπορώ να κατέβω» ήταν το «ένας Τούρκος στο Παρίσι» στη διαπασών, ώστε να ακούγεται μέχρι την κρυψώνα. Και τώρα που μερικών από μας οι κρόταφοι έχουν αρχίσει πια και ασπρίζουν, συνειδητοποιούμε ότι όλα αυτά δεν είναι απλά αναμνήσεις, αλλά αμύθητος πλούτος”.