Άνοιξε το συρτάρι, πήρε 20.000 ευρώ και εξαφανίστηκε. Αυτή είναι η ιστορία μίας κακοποιημένης από το σύντροφό της γυναίκας που δίνει κουράγιο.
Ποτέ ξανά.
Δεν θα ξαναγυρίσω. Τελείωσε είπα. Αυτό ήταν. Με χτύπησες για τελευταία φορά.
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Μια γριά με μώλωπες στο λαιμό και αμυχές στο πρόσωπο με κοιτά φοβισμένα. Είμαι 30 χρονών και μοιάζω 50.
Σαν να πάτησε κάποιος fast forward χωρίς να πατήσει το play. Η ζωή μου πέρασε χωρίς να την καταλάβω.
Όταν αποφοίτησα από τη φιλοσοφική πήγα να το γιορτάσω με τους φίλους μου σε ένα bar. Εκεί γνώρισα εσένα. Έρωτας με την πρώτη ματιά.
Δεν ήθελες να δουλέψω. Δεν δούλεψα.
Δεν ήθελες να βγαίνω με φίλες μου. Δεν έβγαινα.
Δεν ήθελες να λέω όχι. Έτσι άρχισα να λέω πάντα ναι.
Δεν ήμουν πλέον εγώ. Ήμουν ένα ρομπότ που έκανες ο,τι ήθελες εσύ. Ήθελα να γίνω αυτό που ήθελες εσύ για να με θέλεις εσύ. Αλλά δεν μη ήθελες εσύ. Εσύ ήθελες ένα σάκο του μποξ. Θύμωνες με πελάτες στην διαφημιστική; Έτρωγα ξύλο εγώ. Στεναχωριόσουν με φίλους που άρχισαν να σε κάνουν πέρα; Έτρωγα ξύλο εγώ.
Απελπιζόσουν που έχανες χρήματα στο καζίνο; Έτρωγα ξύλο εγώ. Μια μέρα έβαλα ρούχα στη βαλίτσα μου και ήμουν έτοιμη να φύγω. Με πρόλαβες στην πόρτα. Γέλασε. Να δω που θα πας χωρίς λεφτά. Ποιος θα σε μαζέψει έτσι όπως έγινες… Μη κοιτάς εγώ που είμαι μεγάλη καρδιά και σε λυπάμαι να σε πετάξω στο δρόμο.
Άκουσα τον εαυτό μου να τον βρίζει με λέξεις που δεν είχα ξεστομίσει ποτέ ως τότε. Με μια μπουνιά μου έσπασε τη μύτη. Στη θέα του αίματος που πλημμύρισε το πάτωμα ο γίγαντας έγινε ξαφνικά νάνος.
Έφυγε από το σπίτι και γύρισε πίσω μέρες μετά σαν βρεγμένη γάτα. Με λουλούδια, τούρτα και ένα μεγάλο φιλί. Και υπόσχεση πως δεν θα το ξανακάνει. Κι όμως το ξανάκανε. Μια βδομάδα μετά. Όταν του είπα ότι ήμουν έγκυος και αρνήθηκα να κάνω έκτρωση όπως ήθελε εκείνος. Με χτύπησε στην κοιλιά. Χτύπησε το παιδί του πριν ακόμα αυτό γεννηθεί.
Τότε το αποφάσισα.
Θα έφευγα για πάντα. Ήξερα το κλειδωμένο συρτάρι που φύλαγε χρήματα. Ήξερα και που είχε το κλειδί. Άνοιξα το συρτάρι και τα πήρα όλα. 20.000 ευρω. ΌΛΑ.
Ήξερα που έκρυβε το πιστόλι. Το πήρα και άφησα στη θέση του ένα νεροπίστολο. Από αυτά που φαίνονταν αληθινά αλλά δεν ήταν.
Η συλλογή του με τα πανάκριβα Rolex ρολόγια που σχεδόν ποτέ δε φορούσε θα φαινόταν επιτέλους χρήσιμη.
Δεν άφησα τίποτα στο ψυγείο.
Δεν άφησα τίποτα στις ντουλάπες.
Έσπασα πιάτα ποτήρια και βάζα. Κάθε σπάσιμο ήταν μια μπουνιά… μια κλωτσιά σε εκείνον.
Εκείνος θα νόμιζε πως έγινε ληστεία.
Κάλεσα ταξί να με πάει στο αεροδρόμιο. Θα αποφάσιζα εκεί που θα πήγαινα.
Έκλεισα την πόρτα αφήνοντας πίσω το παρελθόν που υποσχόταν θάνατο και χαμογελώντας στο μέλλον που υποσχόταν ζωή.
“Ποτέ ξανά”