Η Υβόν Σονσόν ταν από Τουρκάλα μητέρα και Γάλλο ρωσικής καταγωγής πατέρα. Στα 17 της χρόνια πήγε για σπουδές στη Ρώμη και έκτοτε έζησε στην Ιταλία. Το ντεμπούτο της στο σινεμά έγινε με την ταινία Ο Άγγελος της Νύχτας. Άλλες ταινίες που πρωταγωνίστησε ήταν Το αντάλλαγμα της ντροπής (1958), Λευκή σάρκα, μαύρη ψυχή (1961), Ο κομφορμίστας και πολλές ιταλικές δραματικές ταινίες. Επίσης, συμμετείχε στην ταινία Θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι εμείς (1972) του Κωστή Ζώη.
Ήταν μία στάρλετ που εμφανιζόταν σε λαϊκές ταινίες της γείτονος, κυρίως αισθηματικές κομεντί. Αντίθετα, θα λέγαμε πως τα σημαντικότερα περάσματα της από τον κινηματογράφο τα έκανε πολλά χρόνια αργότερα, όπως θα δούμε παρακάτω, σε ώριμη ηλικία.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε στη Μπολόνια κοντά στην κόρη της Τζάνα, έχοντας σταματήσει τον κινηματογράφο.
«Δεν μπορώ να έρθω μαζί σου Κλεώ. Να γίνω η φτωχή γυναικούλα ενός τίμιου βιοπαλαιστού. Αυτά είναι ωραία στα μυθιστορήματα. Στη ζωή δεν είναι εύκολο πράγμα».
Με αυτή την ατάκα, στην ταινία «Μια ζωή την έχουμε», η Μπίμπι (Υβόν Σανσόν), κατεβαίνει από το υπερωκεάνιο όπου βρισκόταν ο Κλεώ (Δημήτρης Χορν) ο οποίος είχε σκοπό να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Είχε κλείσει καμπίνα δίπλα στη δική του, καθώς είχε διαβάσει στις εφημερίδες ότι ο εραστής ήταν έξω από τη φυλακή και ξανά πλούσιος. Μόνο που τελικά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Το «Μια ζωή την έχουμε» αφορά τη ζωή ενός φτωχού και δειλού υπαλλήλου τραπέζης, που όταν βλέπει την ερωμένη του αφεντικού του, την ερωτεύεται, αλλά χωρίς ανταπόκριση. Αργότερα, όμως, όταν βρίσκεται κατά λάθος πλούσιος, γίνεται τολμηρός και τη φλερτάρει. Τότε εκείνη ανταποκρίνεται, και για χάρη της σπαταλάει 1.101.101,10 δραχμές μέσα σε λίγες μέρες.
Στα 17 της η Υβόν έφυγε από τη Θεσσαλονίκη για τη Ρώμη θέλοντας να σπουδάσει υποκριτική και με όνειρα να γίνει πρωταγωνίστρια του κινηματογράφου. Δεν είχε όμως τη στόφα των σταρ. Παρά το εντυπωσιακό για την εποχή εκτόπισμα θηλυκότητας, η Υβόν, δεν διέθετε το… άστρο.
Ήταν το 1957 όταν ο Φίνος αποφάσισε να γυρίσει την ταινία «Μια ζωή την έχουμε». Αρχικά, για τον ρόλο του Κλέωνος, προοριζόταν ο Βασίλης Λογοθετίδης, αλλά λόγω επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας του, ο ρόλος πήγε στον ταλαντούχο, τότε, νεαρό ηθοποιό, Δημήτρη Χορν. Από την άλλη, ο ρόλος της Μπίμπης προοριζόταν για την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ωστόσο ο Φίνος σκέφτηκε ότι ο γυναικείος ρόλος θα έπρεπε να δοθεί σε μία Ευρωπαία σταρ για να μπορέσει να προωθηθεί η ταινία στο εξωτερικό.
Κάπως έτσι επέλεξε την Υβόν Σανσόν η οποία είχε ήδη κάνει το ντεμπούτο της στο σινεμά με την ταινία «Ο Άγγελος της Νύχτας», στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Για την Ελλάδα της δεκαετίας του 50 η Σανσόν θεωρούνταν μεγάλο όνομα. Η άφιξη της Σανσόν στην Αθήνα το 1957 προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Διοργανώθηκαν δεξιώσεις, πάρτι με την ίδια ως τιμώμενο πρόσωπο, ενώ σε μια φωτογραφία από το Ηρώδειο, διακρίνεται ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής να παρατηρεί τις γάμπες της στάρλετ.
Εξώφυλλα και εκτενή ρεπορτάζ για την ίδια και την ταινία, την είχαν ήδη αναγάγει σε είδωλο.
«Ο αγαπημένος Δημήτρης Χορν και το ξυλάγγουρο εξ Ιταλίας, Υβόν Σανσόν, η επονομαζόμενη «Λοσπέκιο» «Lo specchio» (για τους μη ιταλομαθείς) πάει να πει «καθρέφτης»
Δεν θυμόταν πολύ καλά τα ελληνικά, με αποτέλεσμα να ντουμπλαριστεί από την ηθοποιό Θεανώ Ιωαννίδου. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής μέχρι και τουαλέτες έφτιαξε ο Φίνος για χάρη της, αφού μέχρι τότε, στα στούντιο των Αγίων Αναργύρων οι ηθοποιοί αναγκάζονταν να πηγαίνουν στα χωράφια για την «ανάγκη» τους. Μάλιστα ο Ορέστης Μακρής φέρεται να είπε «Έπρεπε νά’ρθει η ακατονόμαστη για να κατουρήσουμε σαν άνθρωποι…» αφού την ίδια εποχή γυριζόταν ταυτόχρονα στο στούντιο και το «Η θεία από το Σικάγο».
Ο σκηνοθέτης Ντίνος Κατσουρίδης θα εκμυστηρευτεί πολλά χρόνια μετά, στον Γιάννη Ζουμπουλάκη, ένα περιστατικό που θυμόταν από την ταινία:
«Ο αγαπημένος Δημήτρης Χορν και το ξυλάγγουρο εξ Ιταλίας, Υβόν Σανσόν, η επονομαζόμενη «Λοσπέκιο» «Lo specchio» (για τους μη ιταλομαθείς) πάει να πει «καθρέφτης». Καθώς είχε περάσει η γυναίκα τέσσερις δεκαετίες καλοκαίρια, είχε μπει πια στο φθινόπωρο και το ήξερε. Επί τρεις και βάλε ώρες «κτιζόταν» στο μακιγιάζ, μιλούσε χωρίς να ανοίγει το στόμα της, για να μη ραγίσει ο «σοβάς», και, κάθε φορά που πηγαίναμε για πλάνο και έλεγε ο Τζαβέλλας: «Μοτέρ», αυτή τον σταματούσε. «Momento» του έλεγε και ούρλιαζε στην παρατρεχάμενη, που είχε φέρει μαζί της. «Irene, lo specchio…». Ετρεχε η άλλη αλαλιασμένη και έφερνε τον καθρέφτη, έριχνε η «Λοσπέκιο» μια τελευταία ματιά, έφτιαχνε κάποια τρίχα, «pronta» έλεγε και πηγαίναμε για πλάνο». (ΒΗΜΑ 17/09/2000).
Η ταινία «Μια ζωή την έχουμε» του Γιώργου Τζαβέλλα αν και διέθετε όλα τα εργαλεία, όπως τον Δημήτρη Χορν, τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι κι ένα εξαιρετικό σενάριο, δεν ικανοποίησε με τις εισπράξεις της. Έκανε πρεμιέρα στις 8 Μαΐου του 1958 και έκοψε 98.584 εισιτήρια στην πρώτη προβολή στην Αθήνα. Η «Θεία από το Σικάγο», του Αλέκου Σακελλάριου που γυρίστηκε την ίδια χρονιά ήρθε πρώτη σε εισπράξεις, κόβοντας 142.459 εισιτήρια στην πρώτη προβολή.
Η Υβόν Σανσόν μετά την πρεμιέρα της ταινίας επέστρεψε στην Ιταλία συνεχίζοντας την καριέρα της στην μεγάλη οθόνη. Σημαντικές είναι οι συμμετοχές της στις ταινίες «This angry age» (1958) του Ρενέ Κλεμάν, στο πλάι του Άντονι Πέρκινς και «World of miracles» (1959) του Λουίτζι Καπουάνο με τη Βίρνα Λίζι.
Η Υβόν Σονσόν έχοντας ρόλο στην ταινία του σκηνοθέτη Κωστή Ζώη «Θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι εμείς», σε σενάριο του Ζώη και του Κώστα Μουρσελά. Αυτό ήταν και το κύκνειο άσμα της στον κινηματογράφο.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε στη Μπολόνια της Ιταλίας κοντά στην κόρη της. Όταν η Υβόν Σανσόν πέθανε σε ηλικία 78 ετών, το ημερολόγιο έδειχνε 23 Ιουλίου του 2003.