Ο Βλάσης Μπονάτσος, που “έφυγε” πρόωρα από τη ζωή, έζησε μία γεμάτη προσωπική ζωή, ενώ διέγραψε μία λαμπρή καριέρα στον καλλιτεχνικό χώρο.
Γεννηθείς στην Αθήνα, στις 30 Νοεμβρίου 1951, έχει καταγωγή από το Ξυλόκαστρο Κορινθίας. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός και η μητέρα του καθηγήτρια πιάνου. Είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Τάκη Μπονάτσο, ο οποίος γεννήθηκε το 1944.
Τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα τα έκανε στα τέλη της δεκαετίας του ’60, με το μουσικό συγκρότημα Πελόμα Μποκιού, όπου είχε υπογράψει τη μεγάλη επιτυχία «Γαρύφαλλος».
Ο Γαρύφαλλος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Πρόκειται για έναν ηλικιωμένο 80άρη, ο οποίος ήταν πάντοτε καλοντυμένος, πήγαινε συχνά στο Κολωνάκι και μοίραζε καραμέλες στα παιδιά, ενώ ήταν γείτονας του Γιάννη Κιουρτσόγλου, ο οποίος ήταν ο δημιουργός του τραγουδιού.
Είχε αδυναμία στα αδέσποτα σκυλιά, αφού μπορούσε να είναι με κουστούμι καλεσμένος κάπου επίσημα και να σταματούσε στη μέση του δρόμου να μαζέψει ένα εγκαταλελειμμένο κουτάβι.
Λάτρευε την φιλοσοφία των παιδιών των λουλουδιών και θεωρούσε πως μόνο κοντά στη φύση και στον έρωτα μπορείς να βρεις το πραγματικό νόημα της ζωής.
Έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία στην μητέρα του και σε κάθε εκπομπή που παρουσίαζε, πάντα στην πρεμιέρα αναφερόταν σε εκείνη, προκειμένου να του φέρει γούρι.
Η αγαπημένη του ταινία ήταν η «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος και το «Ψυχώ», αγαπημένος σκηνοθέτης ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ και αγαπημένοι του μουσικοί οι Τζον Λένον και Μικ Τζάγκερ.
Το 1991, κυκλοφόρησε τον δίσκο «Παραλήρημα», με το βασικό video clip του δίσκου να έχει ως θέμα τους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο. Πρωταγωνιστούσαν άντρες και γυναίκες που εκδίδονταν στα αλήθεια.
Το βίντεο κλιπ θεωρήθηκε hard core και αρχικά απαγορεύτηκε, αλλά ο Βλάσης Μπονάτσος βγήκε ανοιχτά και υποστήριξε τους ανθρώπους και φωτογραφιζόταν μαζί τους στα στέκια τους.
Του άρεσε να τρώει ψάρια και μάλιστα προτιμούσε τα τηγανητά, καθώς του θύμιζαν πολύ τα παιδικά του χρόνια στο Ξυλόκαστρο.
Ο Βλάσης Μπονάτσος ήταν παντρεμένος με τη Μάρθα Κουτουμάνου, κόρη της Ζωής Λάσκαρη και είχαν αποκτήσει μία κόρη, τη Ζένια, η οποία έχασε τον πατέρα της σε ηλικία 7 χρονών.
Σταθμός στη θεατρική πορεία του Βλάση Μπονάτσου ήταν η ερμηνεία του στο μιούζικαλ «Εβίτα», στις αρχές της δεκαετίας του 80, όπου στο πλευρό της τότε συντρόφου του Αλίκης Βουγιουκλάκη, υποδύθηκε τον Τσε Γκεβάρα, ερμηνεύοντας τον με τεράστια επιτυχία.
Την περίοδο 1983 -1984 θα ανεβάσουν μαζί στο θέατρο την παράσταση «Βίκτωρ – Βικτώρια». Ανάμεσα στον Βλάσση Μπονάτσο και την Αλίκη Βουγιουκλάκη θα γεννηθεί ένας παθιασμένος έρωτας, που αποτυπώθηκε ακόμα και σε εξώφυλλο του περιοδικού «Ταχυδρόμος» και έμειναν μαζί για έξι χρόνια.
Στην τηλεόραση, από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ήταν «Οι Απαράδεκτοι», στο Mega, την τηλεοπτική σεζόν 1991-1992, μαζί με τον Γιάννη Μπέζο, τον Σπύρο Παπαδόπουλο και τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, τη Ρένια Λουιζίδου και τον Βασίλη Χαλακατεβάκη.
Οι Απαράδεκτοι ακόμα και σήμερα θεωρούνται ως μια από τις κορυφαίες κωμικές σειρές της ιδιωτικής τηλεόρασης, ενώ τα βιντεάκια με αποσπάσματα της σειράς που βρίσκονται στο youtube, έχουν εκατοντάδες χιλιάδες views.
Επιπροσθέτως, ήταν ο πρώτος Έλληνας που παρουσίασε τηλεοπτικές φάρσες σε επώνυμους, ενώ ασχολήθηκε, ακόμα, με τηλεπαιχνίδια και τηλεοπτικά σόου.
Μετά τη συμμετοχή τους στους Απαράδεκτους θα συμμετάσχει στον «Αστερισμό της Γραβάτας» στον ΑΝΤ1, όπου ερμήνευσε και το τραγούδι των τίτλων αρχής. Τα επόμενα χρόνια θα παρουσιάσει πολλά τηλεπαιχνίδια και τηλεοπτικές εκπομπές όπως «Με το κλειδί στο χέρι», τις «Κόντρες», το «Βλας Μπακ», το «Άλλα Κόλπα», το «Με φόρα» και το «Πάμε για άλλα».
“Φοβερή περίπτωση», «φοβερό», «τρομερό», «πάρα πολύ ωραίο» είναι κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές ατάκες που χρησιμοποιούσε και έμειναν στην ιστορία.
Ο Βλάσης Μπονάτσος “έφυγε” στις 14 Οκτωβρίου 2004, σε ηλικία 55 ετών, από αποφρακτική οιδηματώδη λαρυγγίτιδα. Η Ζένια Μπονάτσου είχε επισημάνει για τον θάνατο του πατέρα της “θυμάμαι τη μέρα που έφυγε από τη ζωή. Έγιναν όλα μπροστά μου. Τρεις το βράδυ, για κάποιο λόγο είχα ξυπνήσει, η μάνα μου ήταν κρυωμένη και ο μπαμπάς μου έφτιαχνε χαμομήλι και σφύριζε. Για κάποιο λόγο, εκεί που με πείραζε και μου τραγουδούσε, κάτι με πιάνει και φεύγω και πάω στο δωμάτιο της μαμάς μου και της λέω «μαμά, ο μπαμπάς δεν είναι καλά, θα πεθάνει». Δεν είχε συμβεί κάτι. Αφού φέρνει το χαμομήλι και είμαστε στο κρεβάτι, αρχίζει να μην μπορεί να αναπνεύσει και φωνάζει «Μάρθα, Μάρθα». Δεν ανέπνεε, κουτούλαγε από τοίχο σε τοίχο, λιποθύμησε έξω από το δωμάτιό μου… Εγώ προσπαθούσα να του δώσω το φιλί της ζωής, ό,τι μπορούσα. Ήμουν επτά χρονών, η μάνα μου πήρε να έρθει ασθενοφόρο. Ο πατέρας μου είχε κληρονομικό αγγειοοίδημα, το οποίο έχω κληρονομήσει”.“Συνειδητοποίησα ότι ο πατέρας μου δεν ζει όταν τον είδα στο ψυγείο νεκρό και τελευταία φορά όταν τον είδα στην κηδεία”.
Στις αρχές της δεκαετίας του 70 και εν μέσω δικτατορίας, ο Βλάσης Μπονάτσος δεν δίστασε να τα βάλει ακόμα και με έναν αστυνομικό, ο οποίος πήγε σε μια συναυλία των Πελομα Μποκιού, με σκοπό να τη διακόψει.
Ο τραγουδιστής τότε του ζήτησε να τους επιτρέψει να πουν άλλα δύο τραγούδια, ώστε να μπορέσουν να πληρωθούν και να γλιτώσουν το ξύλο από τους πατεράδες τους. «Θα παίξουμε ακόμα και τον Εθνικό Ύμνο αν θέλετε», υπογράμμισε στον αστυνομικό και τελικά, η συναυλία κράτησε ακόμα 25 λεπτά.