Η Βίκυ Μοσχολιού γεννήθηκε στις 17 Μαΐου του 1943 στο Μεταξουργείο και έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Αιγάλεω.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Τη θυμάμαι από παιδί να έρχεται στο Μαράσλειο όπου πήγαινα σχολείο μαζί με τις δύο μονάκριβες κόρες της. Λαμπερή, πάντα γελαστή και ποτέ με το τουπέ της ντίβας ερχόταν όπως όλες οι μαμάδες να μάθει για την πρόοδο των παιδιών της. Έλαμπε επί σκηνής, είχε φωνή αηδονιού αλλά ήταν σεμνή, προσηνής και εξαιρετική μητέρα στην καθημερινότητά τηλόγιας.
Έζησε χρόνια στερημένα, αλλά γεμάτα αγάπη και μουσική, καθώς ο πατέρας της δεν αποχωριζόταν το γραμμόφωνο και την πλούσια συλλογή του από λαϊκά δισκάκια της εποχής.Η Βάσω, όπως την φώναζαν για πολλά χρόνια, μεγάλωσε με τους γονείς, τα αδέρφια της και τη γιαγιά της, αρχικά σε ένα δωμάτιο μιας αυλής στη συμβολή των οδών Πλαταιών και Κεραμεικού.
Αφού ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο, η Μοσχολιού γράφτηκε στην Εμπορική Σχολή, έχασε όμως τη δεύτερη χρονιά κι έτσι ο πατέρας της την έστειλε σε τσαγκάρηδες του κέντρου της Αθήνας, για να μάθει την τέχνη της κορδελιάστρας.
Πάντα, όμως, είτε ανάμεσα στις κλωστές και τα καρούλια, είτε στις ανθισμένες μυγδαλιές της Αγίας Βαρβάρας, η Βίκυ Μοσχολιού έχει ένα τραγούδι στο στόμα.
Οι αυστηρών αρχών γονείς της Βίκυς Μοσχολιού δεν της επιτρέπουν να δουλέψει νύχτα. Με την παρέμβαση της ξαδέρφης της, Έφης Λίντα, πείθονται τελικά και το 1962, Κυριακή του Πάσχα, η Βίκυ κάνει την πρεμιέρα της στο πάλκο, δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα, στην Τριάνα του Χειλά.Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης την χαρακτήρισε ως «Κοτοπούλη του ελληνικού τραγουδιού», διακρίνοντας έτσι την βαθιά θεατρικότητα και υποκριτική ευελιξία την οποία κατείχε η τραγουδίστρια.
Η Βίκυ Μοσχολιού ως τύπος τραγουδίστριας ήταν alto-mezzo, δηλαδή η βαρύτερη γυναικεία φωνή, σαφέστατα στην λαϊκή εκδοχή της. Κατείχε μεγάλη έκταση φωνής, βαριά ηχητικότητα και φυσικά μια μελαγχολική βραχνή χροιά.
Μια μέρα είδε στο λεωφορείο τον Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος έμεινε στο Αιγάλεω αλλά η Μοσχολιού δεν το γνώριζε. Ο εισπράκτορας της είπε ότι εκείνος ήταν ο μεγάλος και τρανός Γιώργος Ζαμπέτας. Η Μοσχολιού επισκέφτηκε τον Ζαμπέτα σπίτι του και του ζήτησε δουλειά. Έτσι γεννήθηκε μια συνεργασία και οι επιτυχίες «Πόρτα κλειστή τα χείλη σου», «Τα Δειλινά» και «Τα Ξημερώματα».
Εκεί, δύο χρόνια μετά, την ακούει τυχαία ο Σταύρος Ξαρχάκος που αναζητά εκείνη την περίοδο μια νέα φωνή για να ερμηνεύσει το θρυλικό πλέον τραγούδι Χάθηκε το φεγγάρι στην ταινία Λόλα, με το Νίκο Κούρκουλο και την Τζένη Καρέζη. Είναι η αρχή μιας λαμπρής καριέρας, καθώς ακολουθούν αμέτρητες συνεργασίες, σχεδόν με όλους τους κορυφαίους συνθέτες και στιχουργούς: τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Δήμο Μούτση, τον Άκη Πάνου, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Τα τρένα που φύγαν, Τα δειλινά, Οι μετανάστες, Τα αρχοντορεμπέτικα είναι μερικές μόνο επιτυχίες από το πλούσιο ρεπερτόριό της, που ξεκινά από το ρεμπέτικο και το λαϊκό για να καταλήξει στο ελαφρολαϊκό και το έντεχνο, γιατί η σπουδαία, ιδιαίτερη δωρική φωνή της με τη χαρακτηριστική βραχνάδα και τις απεριόριστες δυνατότητες δεν χώρεσε ποτέ ταμπέλες.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η Βίκυ Μοσχολιού αρχίζει συναυλίες με το Σταύρο Ξαρχάκο και το Γρηγόρη Μπιθικώτση σ’ όλη την Ελλάδα, ενώ το 1968 πραγματοποιεί με δικά της έξοδα την πρώτη μεγάλη συναυλία Έλληνα καλλιτέχνη στην Κύπρο.
Το 1972 είναι η πρώτη λαϊκή τραγουδίστρια που εγκαταλείπει τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα και τα υψηλά νυχτοκάματα για να κατέβει στην πλάκα, αρχικά στο Ζουμ και μετά στο Ζυγό, δημιουργώντας ένα εναλλακτικό τρόπο διασκέδασης, με άλλο ήθος και ύφος. Έξι συνεχείς σεζόν η Μοσχολιού τραγουδά στις μπουάτ Μούτση, Μαρκόπουλο, Θεοδωράκη και Σπανό και παράλληλα δισκογραφεί μερικά από τα σημαντικότερα τραγούδια της, όπως το Έτσι είναι η ζωή, Μια βραδιά στη Λάρισα, Μεσόγειος, Η Ρόζα η ναζιάρα, Άνθρωποι Μονάχοι.
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η Βίκυ Μοσχολιού εμφανίστηκε στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης το Ρόαγιαλ Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου και το θέατρο Ολυμπιά του Παρισιού. Γιατί με τη σεμνότητα και την απλότητα που την διακατείχε ελάχιστες φορές μιλούσε για τους θριάμβους της.
Παντρεύτηκε με τον ποδοσφαιριστή Μίμη Δομάζο την Πρωτομαγιά του 1967. Για τον γάμο είχαν παραγγελθεί 7000 μπομπονιέρες, που είχαν πάνω ένα κλειδί του σολ και το Τριφύλλι του Παναθηναϊκού.
Διακριτικότητα επέδειξε και στην προσωπική της ζωή, κρατώντας την πάντα μακριά από το φως της δημοσιότητας κι ας οργίαζε ο κοσμικός τύπος της εποχής για το φλογερό της ειδύλλιο με τον μετέπειτα σύζυγό της, για 18 ολόκληρα χρόνια, τον θρύλο των γηπέδων, Μίμη Δομάζο, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες.
Η Ευαγγελία Δομάζου, καρπός του έρωτα της Βίκυς Μοσχολιού με τον Μίμη Δομάζο, είχε μιλήσει στο κανάλι «Ε» και είχε αποκαλύψει την επιθυμία και την ευχή της μητέρας της πριν πεθάνει, αλλά και τα πιο δύσκολα Χριστούγεννα…
«Αυτά που δεν θα ήθελα ποτέ να έχω στο μυαλό μου, είναι από τότε που αρρώστησε. Ήμασταν στην Πάρνηθα τότε και μέναμε. Τρία χρόνια περάσαμε πολύ δύσκολα. Έκανε χημειοθεραπείες. Αυτά δεν θα ήθελα ούτε να τα θυμάμαι.»
«Η μητέρα μου μού άφησε μια ευχή πριν πεθάνει κι εμένα και της αδελφής μου: να κάνουμε ελεημοσύνη στον κόσμο. Έτσι πορεύομαι, έτσι μεγαλώνω το παιδί μου, με έφερε σε δύσκολες στιγμές και τη θυμάμαι. Να αγαπάει ο ένας τον άλλον ρε παιδιά. Ο κόσμος το έχει μεγάλη ανάγκη σήμερα. Να αγαπάει και όποιος μπορεί να βοηθάει, να δίνει ένα χέρι βοηθείας στον άλλον. Η τελευταία επιθυμία της μαμάς μου ήταν να είμαστε αγαπημένες με την αδελφή μου και να κάνουμε ελεημοσύνη στον κόσμο. Έτσι πέθανε, με αυτές τις λέξεις».
Το 2003, στο πλαίσιο τακτικών εξετάσεων υγείας, οι γιατροί εντόπισαν κακοήθη όγκο που είχε ως εστία το πάγκρεας. Η φωνή της Βίκυς Μοσχολιού σίγασε για πάντα στις 16 Αυγούστου 2005 έπειτα από διετή μάχη με την ασθένεια. Ήταν μόλις 62 ετών…. Τα τραγούδια της όμως έμειναν ως παρακαταθήκη!