Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία.
Της: Έπη Τρίμη
Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο – το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις.
Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά.
Για να συμπληρώσει τα έσοδά του ο Βασίλης Τσιτσάνης δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια.Η «Αρχόντισσα» είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα «Να γιατί γυρνώ», «Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου» και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών.
Μ’ αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα» και βέβαια τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Φάμπρικες», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Έλα όπως είσαι», είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα’ πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ’ αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους – που κάποτε είναι…τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή – δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.
Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.
Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ’ τις εποχιακές «μόδες», παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ’ τον κυρίαρχο ήχο αυτών. Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ’ εξοχήν ο ίδιος.
Απ’ αυτά ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά : «Ίσως αύριο (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια»(1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου»(1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα»(1967), «Απόψε στις ακρογιαλιές»(1968), «Κάποιο αλάνι»(1968), «Της Γερακίνας γιος»(1975),»Δηλητήριο στη φλέβα»(1979). Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα» – έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.
Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα.
Ο κρυφός έρωτας του Βασίλη Τσιτσάνη με την «αγαπημένη του» Μαρίκα Νίνου, ενώ και οι δύο ήταν παντρεμένοι και με παιδιά, κατέληξε σε μία παθιασμένη σχέση που κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια, για να τελειώσει με ένα από τα πιο αναγνώρισα κομμάτι της ελληνικής δισκογραφίας.Τον Ιούλιο του 1942, ο Τσιτσάνης, παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά μετά από 19 μήνες που υπήρξαν αρραβωνιασμένοι. «Καρποί» του συγκεκριμένου γάμου η Βικτωρία και ο Κώστας.
Μέσα σε ελάχιστο χρόνο το δίδυμο Τσιτσάνη- Νίνου «σαρώνει» τα πάντα στο πέρασμά του. Όπου παίζουν γίνεται το αδιαχώρητο. Ο Τσιτσάνης γράφει το ένα τραγούδι μετά το άλλο για την μούσα του και η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη.
Παράλληλα, οι δυο τους ζουν έναν δυνατό, «παράνομο» έρωτα. Είναι και οι δυο παντρεμένοι και με παιδιά αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να εκδηλώνονται ακόμα και δημόσια.
Ο Τσιτσάνης, λέγεται, πως από την αρχή της είχε ξεκαθαρίσει πως δεν έχει πρόθεση να διαλύσει την οικογένειά του. Εκείνη φάνηκε να το αποδέχεται, ωστόσο, απαιτούσε να έχει την αποκλειστικότητα στο πάλκο και στην δισκογραφία. Δεν δεχόταν να μοιράζεται τον καλλιτέχνη Τσιτσάνη με καμία άλλη. Ήλπιζε πως έτσι, σταδιακά και με το πέρασμα του χρόνου, θα τον κατακτούσε ολοκληρωτικά.
Όσο περνούσε ο καιρός η Νίνου γινόταν και περισσότερο πιεστική. Εν έτη 1953, ωστόσο, τίποτε δεν ήταν όπως πρώτα. Οι τσακωμοί ανάμεσα στο ζευγάρι ήταν συνεχής. Είναι ενδεικτικό πως εκείνη τη χρονιά Τσιτσάνης και Νίνου εμφανίζονταν και πάλι στου «Τζίμη του χονδρού» αλλά δεν μιλιόντουσαν.
Λίγο καιρό αργότερα, ο καρκίνος «χτύπησε» την πόρτα της σπουδαίας ερμηνεύτριας. Ο Τσιτσάνης της συμπαραστέκεται όσο μπορεί και την πηγαίνει στους κορυφαίους γιατρούς της χώρας. Κάποιοι από αυτούς της συστήνουν θεραπεία στην Αμερική και εκείνη προτείνει στον Τσιτσάνη να πάνε μαζί ώστε να συνδυάσουν την θεραπεία μαζί με μια περιοδεία.
Εκείνος είναι αρχικά αρνητικός και στη συνέχεια όταν μαθαίνει πως η γυναίκα του είναι έγκυος στο δεύτερο παιδί τους είναι κάθετος πως δεν πρόκειται να πάει μαζί της. Το ζευγάρι τσακώνεται άσχημα και η σχέση τους βρίσκεται πλέον ένα «βήμα» πριν το τέλος.
Το 1954 δεν είχε απομείνει τίποτα από εκείνον τον σπουδαίο έρωτα. Λίγο προτού φύγει η Νίνου για την Αμερική ο Τσιτσάνης της ζητάει να ηχογραφήσει (τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς) ένα τραγούδι. Εκείνη πηγαίνει στο στούντιο χωρίς να γνωρίζει τους στίχους. Όταν τους διαβάζει συνειδητοποιεί πως δεν είναι ένα απλό τραγούδι αλλά ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα που έπρεπε η ίδια να ερμηνεύσει.
Η Νίνου δεν άντεξε. Λύγισε αλλά επειδή ήταν περήφανος άνθρωπος έφυγε από το στούντιο για να μην την δουν να κλαίει. Επέστρεψε λίγη ώρα αργότερα και τραγούδησε το «τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», μόνο μια φορά. Το είπε τέλεια. Είναι αυτό που τελικά ηχογραφήθηκε. Λένε πως αν προσέξει κάποιος καλά την ερμηνεία της υπάρχουν φορές που η φωνή της έχει ένα φυσικό λυγμό.
Πέθανε λίγους μήνες μετά, στις 23 Φεβρουαρίου του 1957, σε ηλικία μόλις 39 ετών. Ο Τσιτσάνης δεν πήγε στην κηδεία της.
Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο, που το είχαν τάξει τα «αντικοινωνικά» και ανατολίτικα στοιχεία του. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.