Ο Βασίλης Λογοθετίδης “έφυγε” από τη ζωή την ώρα που ετοιμαζόταν να πάει στο θέατρο, αν και η επιθυμία του ήταν να πεθάνει στο θεατρικό σανίδι.
Από το 1918, που ήρθε στην Αθήνα και εντάχθηκε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το τέλος της ζωής του, συμμετείχε σε 12 ταινίες, καθώς, επίσης, σε δεκάδες θεατρικές παραγωγές.
Στις περισσότερες εμφανίσεις είχε παρτενέρ του την Ίλια Λιβυκού, με την είχε σχέση και στη ζωή, χωρίς, ωστόσο, ποτέ να παντρευτούν.
Το ζευγάρι έζησε ένα μεγάλο έρωτα, αλλά ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν, κατά βάση, μοναχικός άνθρωπος.
Στο θέατρο μπήκε κατά τύχη, καθώς όπως γράφει η Φίνος Φίλμ, ο νεαρός Λογοθετίδης είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη με την κοπέλα του, αφού οι γονείς τους βάζανε εμπόδια στη σχέση τους και άστεγοι, χωρίς χρήματα, βρήκαν καταφύγιο στον θίασο Κοτοπούλη, που εκείνη την εποχή αναζητούσε ηθοποιούς.
Το απόγευμα της 20ης Φεβρουαρίου, ο Βασίλης Λογοθετίδης ετοιμαζόταν να πάει στο θέατρο, όπου πρωταγωνιστούσε στην παράσταση «Ο τελευταίος τίμιος».
Την ώρα που ξυριζόταν, έπαθε καρδιακή προσβολή. Η οικιακή βοηθός άκουσε έναν περίεργο θόρυβο και έτρεξε στο μπάνιο, όπου τον βρήκε νεκρό.
Ο ηθοποιός, τα τελευταία χρόνια, αντιμετώπιζε πρόβλημα με την καρδιά του, ενώ τους τελευταίους μήνες της ζωής του, οι συνάδελφοί του παρατήρησαν ότι είχε χάσει τη ζωντάνια του και κουραζόταν εύκολα, αλλά δεν τα παρατούσε.
Το θέατρο αποτελούσε το δεύτερο σπίτι του και λίγο πριν συμβεί το μοιραίο, είχε εξομολογηθεί στους φίλους του ότι επιθυμία του ήταν να πεθάνει στο θέατρο.
Η είδηση του θανάτου του σκόρπισε θλίψη, όχι μόνο τους ανθρώπους του θεάτρου, αλλά και χιλιάδες κόσμου, που αγαπούσε και θαύμαζε τον ηθοποιό.
Ύστερα από εντολή του τότε πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη, στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, παρουσία της πολιτικής ηγεσίας, ενώ στην τελευταία του κατοικία συνόδευσαν τον ηθοποιό 50.000 άτομα.
Η είδηση του θανάτου του έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, όχι μόνο γιατί χάθηκε ένας από τους μεγαλύτερους κωμικούς της γενιάς του, αλλά και γιατί ο Βασίλης Λογοθετίδης ενσάρκωνε αυτόν ακριβώς τον μέσο μεταπολεμικό Νεοέλληνα μικροαστό που έβγαινε από τη μιζέρια και προχωρούσε προς μια ελπιδοφόρα ανάπτυξη.