Βασίλης Καΐλας : Το παιδί του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, το οποίο συγκινούσε σε κάθε σκηνή. Με τα δακρυσμένα του μάτια και την παιδική αφέλεια συνόψιζε στο παίξιμό του όλο το δράμα της εποχή. Ο Βασίλης Καΐλας, ο μικρός ηθοποιός, έκανε το κοινό της δεκαετίας του ’60 να κλαίει στις ταινίες του.
Ενσάρκωσε ρόλους που έβγαζαν πόνο και έζησε στιγμές φτώχειας και ανέχειας στο κινηματογραφικό πανί. Πλαισίωσε τους πρωταγωνιστές της εποχής με μεγάλη επιτυχία. Υποστήριξε με συνέπεια και σεβασμό τον κινηματογράφο και το θέατρο.
Έκανε συνολικά 117 ταινίες στο ενεργητικό του. Ξεκινώντας την καριέρα του από τα 4 του χρόνια. Ο Βασίλης Καΐλας ήταν γιος του θυρωρού της πολυκατοικίας που έμενε η Έλλη Λαμπέτη. Και μια ματιά από τον Μιχάλη Κακογιάννη ήταν αρκετή.
Να πώς περιγράφει παιχνιδιάρικα στην αυτοβιογραφία του κάποιους από τους ρόλους που ενσάρκωσε στα περισσότερα από τα 100 φιλμ της καριέρας του: «Σαν ένα παιδί μετράω τα πλάνα … Μια φορά κι ένα νερό, όλα ξεκίνησαν από ένα Μεγάλο Ψέμα, ένα ψεύτικο, περίεργο χαστούκι στο μάγουλο του κυρ-Γιάννη και ο μικρός Βασιλάκης έκλαψε. Το μικρό αδερφάκι της Μανταλένας, αλλά και της Λαφίνας. Ύστερα, έγινα αγωγιάτης της Αλίκης στο Ναυτικό, ο μικρός Αργύρης με την Βασιλειάδου Κυρά-Μαμή. Έπειτα, έγινα Λουστράκος, Εμποράκος, ένας Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης. Έψαχνα για λίγη Στοργή τα Μεσάνυχτα στη Βίλλα Νέλλη, μαζί με τον Βέγγο, τον Τρελό Καμικάζι. Με την Γκέλυ Μαυροπούλου ήμασταν Κατατρεγμένοι της μοίρας. Με την Άντζελα Ζήλια, το Κορίτσι του Πόνου κλάψαμε μαζί με τον Νίκο Ξανθόπουλο και την Μάρθα Βούρτση, γιατί Κάποτε κλαίνε και οι Δυνατοί».
«Παρακολούθησα την Ξεριζωμένη Γενιά κι Έκανα Πέτρα την Καρδιά μου κι έζησα Ταπεινός και Καταφρονεμένος ένα Όνειρο Απατηλό με την Οικογένεια Χωραφά. Τέλος, Πήρα το Πτυχίο μου από το Δάσκαλό μου με Αγάπη. Πάντα ένας Αγώνας χωρίς Τέλος. Σαν Ταξιδιώτης Χωρίς Αποσκευές, με Ένα Καπέλο γεμάτο Βροχή είδα το Μάγο του Οζ να μαγεύει παιδικές ψυχές και το Όνειρο του Σκιάχτρου ήταν να ζήσει τις Περιπέτειες του Τζιτζιρή. Πότε με τον Μπρεχτ, πότε με τον Σαίξπηρ, τον Ιονέσκο, τον Γκαίτε, τον Στάινμπεκ, τον Τέννεση Ουίλιαμς ή με τον Αριστοφάνη περιπλανήθηκα στα μονοπάτια του νου και της ψυχής και λούστηκα στα φώτα της ράμπας».
«Ήρθα και συνομίλησα με τον Παλαμά στα κανάλια της ΕΡΤ, πριν ανοίξω την πόρτα του studio και δώσω τη φωνή μου σε αγαπημένους παιδικούς ήρωες. Είναι αλήθεια πως δεν πρόλαβα να παίξω σαν παιδί. Όμως, η ζωή μ’ αντάμειψε μ’ έναν πλούτο ανέλπιστο αφού γνώρισα τη σύντροφο της ζωής μου».
Ο Βασίλης Καΐλας γεννήθηκε 1 Μαΐου 1953 στον Πειραιά μέσα σε φτωχή οικογένεια. Μεγάλωσε όμως μέσα στην αριστοκρατία της αθηναϊκής Πλάκας, καθώς ο πατέρας του έπιασε κάποια στιγμή δουλειά ως θυρωρός. Ήταν πολυκατοικία της οδού Βουλής που κατοικούσε τότε η Έλλη Λαμπέτη. Ήταν το μεγάλο ραντεβού του με την τύχη.
«Ο Γιάννης και η Μαρία, οι γονείς μου, εκείνα τα χρόνια τα έφερναν δύσκολα, όπως κι ο περισσότερος κόσμος. Έτσι λοιπόν, μετά τον ερχομό μου στη ζωή, το πρώτο πράγμα που αναζήτησαν ήταν μια στέγη. Μη φανταστείτε ότι ήθελαν να αγοράσουν σπίτι. Πού να βρουν τα λεφτά! Εκείνη την εποχή στις πολυκατοικίες των μεγαλοαστικών συνοικιών ζητούσαν θυρωρούς. Έτσι, άρπαξε την ευκαιρία ο Γιάννης και βρήκαμε σπίτι. Στο Σύνταγμα, παρακαλώ: οδός Βουλής 38».
Ένα πρωί που ο Βασιλάκης είχε καθίσει στο πόδι του πατέρα του στο θυρωρείο της πολυκατοικίας μπαίνει μέσα ο Μιχάλης Κακογιάννης. Ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τα γυρίσματα της νέας του ταινίας «Το τελευταίο ψέμα». Ο Βασίλης Καΐλας είναι μόλις 4 ετών και στα μάτια του μεγάλου μας σκηνοθέτη φαντάζει ιδανικός για τον ρόλο του μικρού της ταινίας.
«Η ιστορία του Βασιλάκη ξεκίνησε ξαφνικά. Από τη μία στιγμή στην άλλη. Όταν ήμουν τεσσάρων ετών, το 1957, είχα την τύχη να μένω με τους γονείς μου στην ίδια πολυκατοικία με την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν. Μια μέρα, καθώς έπαιζα στην είσοδο της πολυκατοικίας, άνοιξα την πόρτα για να μπει ένας κύριος. Ήταν ο Κακογιάννης που είχε έρθει από το εξωτερικό για να γυρίσει την ταινία “Το τελευταίο ψέμα”. Με πλησίασε, με ρώτησε πώς με λένε και ανέβηκε έπειτα στο διαμέρισμα της Λαμπέτη. Εκεί, της είπε ότι συνάντησε στην είσοδο ένα αγοράκι, το οποίο ήθελε να παίξει στην ταινία που ετοίμαζαν. Της είπε ότι ήμουν κάτι ξεχωριστό. Έτσι κατέβηκαν μαζί κάτω, με βρήκαν και πήγαμε στον πατέρα μου για να του μιλήσουν. Τον έπεισαν κι έτσι έπαιξα για πρώτη φορά στο “Τελευταίο ψέμα”».
Με τους γονείς του συνοδεία, ο Βασιλάκης πηγαίνει στα γυρίσματα του «Τελευταίου Ψέματος» (1958), αν και λόγω του τρυφερού της ηλικίας του τα αντιμετωπίζει σαν παιχνίδι. «Ήμουν μόλις τεσσάρων ετών και δεν καταλάβαινα τι έκανα. Μου έλεγαν θα πεις αυτό, με αυτό τον τρόπο και το έκανα. Έτσι διασκέδαζα». Από το παιχνίδι του έμελλε όμως να γεννηθεί σύντομα το τρομερό παιδί του ελληνικού σινεμά!
Την ίδια χρονιά εμφανίζεται στην «Κυρά μας τη Μαμή» (1958) του Αλέκου Σακελλάριου και στη συνέχεια κάνει ακόμα δύο ταινίες για λογαριασμό της Φίνος Φιλμ, τη «Μανταλένα» (1960) και τους «Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες» (1960).
Ο πιτσιρίκος είναι τώρα περιζήτητος στους Έλληνες σκηνοθέτες, οι οποίοι περιμένουν στην ουρά για να εντάξουν τον Βασίλη Καΐλα στο καστ τους. Οι δουλειές πάνε ιδιαιτέρως καλά και χρόνος δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Παράλληλα με τις πρώτες ταινίες, ο Βασίλης Καΐλας ανεβαίνει και στο θεατρικό σανίδι. Έχει κλείσει μόλις τα 8 χρόνια ζωής. Ντεμπούτο θα κάνει με τους «Ταξιδιώτες Χωρίς Αποσκευές» του Ζαν Ανούιγ (σεζόν 1961-1962) δίπλα στον μεγάλο Δημήτρη Χορν. Σύντομα θα παίξει με όλα τα ιερά τέρατα του ελληνικού θεάτρου. Την ίδια μάλιστα χρονιά (1962) θα πάρει και τον πρώτο πρωταγωνιστικό του ρόλο στο σινεμά. Στο πλευρό του Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον περίφημο «Λουστράκο».
Η ταινία αποδεικνύεται σταθμός στην καριέρα του και καθιερώνει τον Καΐλα ως παιδί-θαύμα του ελληνικού σινεμά. Του εξασφάλισε τουλάχιστον 10 χρόνια θεατρικής και κινηματογραφικής μακροημέρευσης. Αλλά και περισσότερες από 40 ταινίες! Ως «Λουστράκος», ο Καΐλας γίνεται ευρύτερα γνωστός και λειτουργεί ως αχτίδα ελπίδας και παράδειγμα προς μίμηση για την ελληνική κοινωνία. «Έγινα γνωστός και οι άνθρωποι με αναγνώριζαν. Εγώ δεν ήθελα δημοσιότητα. Ήμουν μικρό παιδί. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ όλα αυτά που γίνονταν. Ήθελα την ησυχία μου. Με έβλεπαν στο δρόμο με τους γονείς μου και έλεγαν “ο κακόμοιρος ο Βασίλης”. Ο κόσμος τότε πείναγε, μιλάμε για φτώχεια και σε κάθε ταινία ταυτιζόταν και με έναν ηθοποιό. Τότε η κλάψα ήταν ο καθρέφτης της κοινωνίας. Έβλεπαν στην ταινία το φτωχό αγόρι, τον Βασιλάκη Μάρα να δουλεύει λουστράκος για ένα πιάτο φαΐ και τον αγώνα του να σπουδάσει για να γίνει γιατρός κι έπαιρναν παράδειγμα για να κάνουν το ίδιο».
Ο Βασιλάκης παράλληλα με τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις είχε και τις σχολικές. Ο χρόνος του ήταν περιορισμένος με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνει να παίξει όπως τα άλλα παιδιά. «Έπρεπε να πηγαίνω και σχολείο. Οι γονείς μου, που ήταν πάντα δίπλα μου, όπου και αν γίνονταν τα γυρίσματα, είχαν πάρει ειδική άδεια από το τότε υπουργείο Παιδείας κι έτσι πήγαινα σχολείο σε όποια περιοχή δούλευα. Έτσι τελείωσα το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο, αλλά δεν συνέχισα. Είχα πλέον κουραστεί». Το 1967 θα έρθει ο δεύτερος πολύ μεγάλος ρόλος του, στον μοναδικό «Εμποράκο» με τον Κώστα Καρρά.
Ο Βασίλης Καΐλας αγαπήθηκε πολύ από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του ελληνικού κινηματογράφου και έζησε αμέτρητα περιστατικά δίπλα τους.
Όπως διηγείται και ο ίδιος, στα γυρίσματα της «Μανταλένας» στην Αντίπαρο, όπου έπαιζε το μικρό αδελφάκι της Αλίκης Βουγιουκλάκη, περνούσε πολλές ώρες δίπλα στον μεγάλο Παντελή Ζερβό ψαρεύοντας. «Πήρα κλωστή και βελόνα που την τσάκισα, ψωμί και τυράκι που τα ζύμωσα για δόλωμα και την άλλη μέρα ναι ‘μαι πρώτος και καλύτερος στον μόλο. Όταν κατέφθασε ο Ζερβός με τα ράσα του να ανεμίζουν και το σκαμνάκι του στο χέρι, με ρώτησε “Τι κάνεις εκεί, ρε ζαγάρι;”. “Τι να κάνω; Ψαρεύω” του είπα με καμάρι. Έβαλε τα γέλια όταν αντιλήφθηκε με τι ψάρευα. Έλα, όμως, που τα γέλια τού βγήκαν ξινά, γιατί μέχρι να ρίξει την πετονιά του αυτός, εγώ είχα ανεβάσει με την κλωστή και τη βελόνα έναν τεράστιο κέφαλο!», παραθέτει στην αυτοβιογραφία του.
Θυμάται επίσης τα νυχτοπερπατήματά του με τον μεγάλο γόη της εποχής, Ανδρέα Μπάρκουλη, με τον οποίο συνεργάστηκαν στην ταινία «Μία σφαίρα για μένα» που γυρίστηκε στην Κύπρο. Ο Βασίλης Καΐλας ήταν το μεγάλο άλλοθι του γνωστού ηθοποιού. Τον ήθελε για να ξεφεύγει από την επιτήρηση της συμπρωταγωνίστριάς του. «Η πρωταγωνίστρια της ταινίας ήταν φίλη με την κυρία που είχε τότε σχέση ο Ανδρέας. Ό,τι έπεφτε στην αντίληψή της το επόμενο λεπτό μεταφερόταν χαρτί και καλαμάρι. Ο γάτος, όμως, τι έκανε; Από την πρώτη στιγμή, όπου ήθελε να πάει έλεγε “θα πάω με τον Βασίλη και τον πατέρα του για καφέ, για μπιλιάρδο”. Πού να πάει το μυαλό της ότι στην ηλικία μου θα μπορούσα να βρεθώ ακόμη και σε καμπαρέ και μάλιστα με τη συνοδεία του πατέρα μου; Προχωρημένα πράγματα για την εποχή».
Το παιδί του ελληνικού κινηματογράφου φοίτησε σε δραματική σχολή για να μάθει την υποκριτική τέχνη και έπαιζε και στο θέατρο και έκανε συνεχώς ταινίες. Έτσι δεν άργησε να έρθει η πρόταση για την Αμερική. Ο πατέρας του ήταν ανένδοτος κι έτσι χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία για τον Καΐλα.
Ο ελληνικός κινηματογράφος αργοσβήνει. Οι ηθοποιοί αρνούνται να συμμετάσχουν σε προχειροδουλειές. Ο Καΐλας είναι ένας από αυτούς. Παρά το γεγονός ότι δύσκολα εξασφαλίζει πια δουλειά, αποφασίζει να μείνει και να προσπαθήσει. «Σκέφτηκα τότε να φύγω μετά από παρότρυνση του θείου μου και να πάνω στην Ελβετία, όπου θα μάθαινα τη δουλειά του ωρολογοποιού και να αναλάμβανα έπειτα το μαγαζί του. Το είπα στον πατέρα μου και τότε εκείνος μου είπε να κάνω ό,τι θέλω. Αλλά προτού αποφασίσω να ανέβω στο πατάρι και να πετάξω όλο το υλικό που είχε μαζέψει εκείνος από την καριέρα μου … “Εγώ, παιδί μου, δεν μπορώ να το κάνω. Αν θέλεις, πέταξέ τα εσύ”, μου είπε και τρελάθηκα. Έτσι αποφάσισα να συνεχίσω».
Πέρα από θέατρο και σινεμά, ο Καΐλας έπαιξε και στην τηλεόραση, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1965 στη γαλλική παραγωγή «L’extraodinaire Petros». Ακολούθησαν πλήθος σειρών, όπως οι «Λαϊκές ιστορίες από όλο τον κόσμο» (1982), «Όλη η δόξα, όλη η χάρη» (1988), «Κωστής Παλαμάς» (1992) κ.α.
Παρά τα πέτρινα χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου, ο Καΐλας εμφανίζεται σποραδικά σε ελληνικά φιλμ, στέλνοντας τον συνολικό αριθμό των ταινιών του στις 117 παραγωγές. Τελευταία του εμφάνιση ήταν το 1985 στο φιλμ «Πήρες Πτυχίο».
Στο θέατρο συνέχισε να παίζει μέχρι το 2002, μετρώντας πλήθος επιτυχιών. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με θεατρικές επιχειρήσεις. Ίδρυσε το παιδαγωγικό επιμορφωτικό θέατρο, με το οποίο ανέβασε δεκάδες παραστάσεις με αγαπημένους ηθοποιούς, όπως ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Νόνικα Γαληνέα κ.ά. Το πάθος του με το θέατρο και η επιμονή του του στοίχισαν ακριβά «Γι’ αυτή την αγάπη μου έχασα πολλά λεφτά. Αλλά δεν το μετανιώνω».
Αργότερα θα μπει στο στούντιο εργαζόμενος πια πίσω από την κάμερα. Κάνει βροχή μεταγλωττίσεων και δανείζει τη φωνή του σε αγαπημένους παιδικούς ήρωες, κάνοντας παράλληλα τη σκηνοθετική επιμέλεια στις μεταγλωττίσεις: «Μετά ήρθαν οι μεταγλωττίσεις και οι επιλεγμένες δουλειές. Με τις μεταγλωττίσεις ξεκίνησα πριν από 25 χρόνια από την ΕΡΤ και συνεχίζω μέχρι σήμερα. Δίνω τη φωνή μου σε παιδικούς ήρωες και όχι μόνο. Μία από τις καλύτερες δουλειές μου ήταν “Το μικρό σπίτι στο λιβάδι”». Ο Καΐλας δάνεισε την αναγνωρίσιμη φωνή του στα παιδικά προγράμματα «Οικογένεια Γουώλτονς» (1974-1977), «Το μικρό σπίτι στο λιβάδι» (1973-1984), «Μάγια η Μέλισσα» (1975), «Δον Κιχώτης» (1981), «Στρουμφάκια» (1984) κ.ά.
Τον Νοέμβριο του 2013 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του «Ένα παιδί μετράει τα πλάνα», στην οποία καταγράφει τα παιδικά του χρόνια μέσα στα κινηματογραφικά πλατό και όλα όσα έζησε δίπλα στους σταρ της εποχής.
«Ευτυχώς η ζωή μού τα ’φερε μια χαρά. Δόξα τω Θεώ. Έχω μια υπέροχη κόρη και μια υπέροχη γυναίκα. Το αστείο είναι ότι πάντα φοβόμουν να φλερτάρω λόγω δημοσιότητας. Πίστευα ότι οι γυναίκες δεν γνωρίζουν τον Βασίλη Καΐλα, αλλά τον Βασιλάκη των ταινιών. Ευτυχώς, η γυναίκα μου δεν ήξερε τι δουλειά έκανα καθώς δεν έβλεπε ταινίες. Όταν το κατάλαβε, ήταν αργά. Την είχε πατήσει», συνηθίζει να λέει για την προσωπική του ζωή.
Είναι εδώ και χρόνια παντρεμένος με την Άννα και έχει αποκτήσει μια κόρη. Το λατρεμένο παιδί του ελληνικού κινηματογράφου δουλεύει μέσα στο στούντιο. «Έχω την αίσθηση ότι την κάνω όσο πιο αξιοπρεπέστατα γίνεται. Δεν μπορώ να πω ότι καλλιτεχνικά με γεμίζει, διότι είναι μία δουλειά καθαρά για επιβίωση. Δεν είναι κάτι που μπορείς να προσφέρεις καλλιτεχνικά. Αλλά δυστυχώς, έτσι όπως έχουν γίνει σήμερα τα πράγματα, ποιος είναι αυτός που προσφέρει καλλιτεχνικά στις μέρες μας;».
Ο “Λουστράκος” του ελληνικού κινηματογράφου μεγάλωσε μέσα από τις ταινίες που έπαιξε. Το κοινό δεν θα ξεχάσει ποτέ τα δακρυσμένα του μάτια.