Ο Βασίλης Αυλωνίτης ήταν ένας από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος γέμιζε την οθόνη με το πληθωρικό του ταλέντο και διασκέδαζε κάθε Έλληνα κινηματογραφόφιλο.
Ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της κωμικής φουρνιάς του κλασικού εθνικού μας κινηματογράφου, αυτοδίδακτος και ταλέντο πηγαίο, ένιωσε να τον καλεί η σκηνή ήδη από πιτσιρικά, αν και στο θέατρο μπήκε από την πίσω πόρτα.
Ως βοηθός σκηνογράφου δηλαδή, αν και το έμφυτο χιούμορ και το καλαμπούρι που του άρεσε να κάνει συνεχώς δεν θα του έπαιρναν πολύ να τον φέρουν πάνω στο σανίδι, με τα υπόλοιπα να είναι ιστορία.
Και μάλιστα μια ιστορία συνυφασμένη, τόσο με την επιθεώρηση, όσο και τα χρυσά χρόνια της εθνικής μας κινηματογραφίας!
Ο ηθοποιός που δεν πέρασε ποτέ από δραματική σχολή θα γινόταν στα χρόνια του συνώνυμο της κωμωδίας, αν και αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή: το 1931 θερμόαιμος «Βενιζελικός» τον πυροβολεί πάνω στη σκηνή, όταν ένιωσε θιγμένος από το σατιρικό νούμερο του Αυλωνίτη.
Το καλοκαίρι του 1931 ο Βασίλης Αυλωνίτης έπαιζε στην Επιθεώρηση του Κίμωνα Καπετανάκη, «Κατεργάρα», στο θέατρο «Περοκέ».
Και σε ένα νούµερό του, την «Κοσµογονία», υπήρχαν και οι ακόλουθοι στίχοι:
Απ΄ τ’ αχερά βγήκαν οι ψύλλοι
απ’ τον ! Προμποναά βγήκε η κοίλη
απ’ το αίµα μας βγήκε το πάχος του κορέου
από τη σταθερότητα ο Παπανδρέου.
Από τις φώκιες βγήκαν οι πεθερές
κι από τη φασολάδα η απάντησή μας στον Μεντερές…
Από τους συμβολαιογράφους βγήκαν αι διαθήκαι
κι απ ‘τον Λευτέρη Βενιζέλο. ε, ρε γιος που βγήκε…
Το νούµερο αυτό του Αυλωνίτη και τα στιχάκια-καρφιά για τους Βενιζελικούς που βρίσκονταν στην εξουσία και στη χειρότερη κόντρα µε τους Βασιλικούς, -εποχή, βλέπετε, του µεγάλου διχασµού- εξόργισε τους πρώτους και ζήτησαν να αποσυρθεί αµέσως «το αισχρό, αντιβενιζελικό νούµερο».
Ο θεατρώνης όµως όπως και ο συγγραφέας, αγνόησαν τις απειλές τους και συνέχισαν να παίζουν την «Κοσµογονία» τους και ο Αυλωνίτης να θριαµβεύει.
Ώσπου ένα μοιραίο βράδυ οι θιγόµενοι εξαπέλυσαν µερικούς κουµπουροφόρους στην πλατεία του «Περοκέ» κι όταν ο Αυλωνίτης άρχισε το νούμερο του, άρχισαν βροχή και οι πυροβολισµοί προς το µέρος της σκηνής.
Στόχος τους ήταν ο Αυλωνίτης, που πρόλαβε όµως να πέσει κάτω και να συρθεί πίσω από την κουίντα και να σωθεί.
Δεν σώθηκε όμως ο µηχανικός της σκηνής Μωραϊτης που στεκόταν όρθιος πίσω από το ριντό όπου τον βρήκαν οι σφαίρες των φανατικών και τον άφησαν στον τόπο.
Και αυτός ήταν ο «γίγαντας» της υποκριτικής, ο ηθοποιός που έκανε τις πιο σύνθετες κωμικές συνδέσεις μέσα από λιτές ερμηνείες, που είχε την ικανότητα να κάνει μια ολόκληρη πλατεία θεάτρου να δονείται συθέμελα χωρίς καν να αρθρώνει λέξη: ο κεφάτος και ευρηματικός Βασίλης Αυλωνίτης…
Ο Βασίλης Αυλωνίτης γεννιέται την Πρωτοχρονιά του 1904 στο Θησείο της Αθήνας, μέσα σε φτωχή οικογένεια της εργατικής τάξης. Για να συνδράμουν στο οικογενειακό εισόδημα, ο μικρός Βασίλης και ο αδερφός του έρχονται από τρυφερή ηλικία σε επαφή με τη δουλειά αναζητώντας το μεροκάματο. Πρώτη του απασχόληση, σε βιοτεχνία κατασκευής τσαντών, με τον μικρό εργάτη να ψυχαγωγεί τους συναδέλφους του με κωμικά σκετσάκια κάθε φορά που έλειπε το αφεντικό!
Το επάγγελµα του τεχνίτη δερµάτινων ειδών, έβγαλε κατά σύµπτωση δυο μεγάλους κωμικούς. Τον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Θανάση Βέγγο….
Τσάντες, πορτοφόλια, βαλίτσες, έφτιαχναν κι οι δυο, πριν τους ανακαλύψουν οι «ειδικοί» και τους ανοίξουν το δρόµο για µια καλλιτεχνική καριέρα, όπως την άξιζαν.
Σειρά έχουν κατόπιν αναρίθμητες δουλειές του ποδαριού, μόνο και μόνο για να τσοντάρει στο οικογενειακό εισόδημα: αχθοφόρος, εργάτης, κατασκευαστής πορτοφολιών και όποια δουλειά του έπεφτε στο χέρι.
Καθοριστική στιγμή για τη ζωή του, όταν η μοίρα τον ωθεί να δουλέψει ως βοηθός σκηνογράφου στο θέατρο «Έντεν», στη γειτονιά του, έχοντας βεβαίως αποφοιτήσει από το σχολείο και ολοκληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Ο Αυλωνίτης, με την κωμική του φύση και το χιούμορ του, έγινε αμέσως ο αγαπημένος του θιάσου και ακολουθούσε τα βράδια τους ηθοποιούς στο γειτονικό ταβερνάκι, όπου συχνά μάλιστα αναλάμβανε ρόλο διασκεδαστή.
Σε ένα τέτοιο «πείραγμα» λοιπόν είναι που θα κάνει το πέρασμα από τα παρασκήνια στη σκηνή: ο θεατρικός επιχειρηματίας τον σπρώχνει για πλάκα στη σκηνή, καθώς ήξερε ότι του Αυλωνίτη του άρεσε να κάνει αστεία, αυτοσχεδιασμούς και ήταν πολύ καλός στις γκριμάτσες. Κι έτσι ο πιτσιρικάς, αντί να βουτηχτεί στην ντροπή και την αμηχανία, κερδίζει τη μάχη με το χειροκρότημα! Ήταν η στιγμή της γέννησης του ηθοποιού Αυλωνίτη…
Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στη σκηνή έλαβε χώρα το 1924, όταν ο κορυφαίος κωμικός εμφανίστηκε στην παράσταση «Ερωτικές γκάφες» του θιάσου της Ελένης Ζαφειρίου: όπως ήταν αναμενόμενο, το φυντάνι ξεχώρισε αμέσως κάνοντας το κοινό να ξεραίνεται κάθε βράδυ στα γέλια!Σειρά είχε κατόπιν η οπερέτα του Χατζηαποστόλου «Το κορίτσι της γειτονιάς».
Η καθιέρωσή του ως κωμικού υπήρξε σαρωτική και ο ίδιος καθιερώθηκε από πολύ νωρίς στις συνειδήσεις του κοινού. Ο άνθρωπος που κυριάρχησε στην αθηναϊκή επιθεώρηση δεν κάθισε μάλιστα ποτέ στα έδρανα δραματικής σχολής, ενώ τα λιγοστά γράμματα που έμαθε τον ανάγκαζαν συχνά σε αυτοσχεδιασμούς για να καλύπτει τα κενά: το σενάριο του το διάβαζαν συνήθως οι συνάδελφοι, ενώ λίγο με τη βοήθεια του υποβολέα λίγο με το κωμικό του ταμπεραμέντο απογείωνε το κείμενο με ατάκες που δεν ήταν γραμμένες.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1928, συγκροτεί τον δικό του θίασο, τον «Κλείδωνα», γράφοντας ιστορία στον τομέα της επιθεώρησης: εγκαταλείποντας πια τις οπερέτες και τις φαρσοκωμωδίες, αποφασίζει να στραφεί αποκλειστικά στην επιθεώρηση!
Ως επικεφαλής πλέον θιάσου, πρωταγωνιστεί στα χρυσά χρόνια της επιθεώρησης των δεκαετιών του ’50 και του ’60 και γίνεται ένας από τους πρωτοπόρους της λεγόμενης «μεγάλης σχολής των κωμικών»: δίπλα του εμφανίζονται οι Φωτόπουλος, Ηλιόπουλος, Σταυρίδης, Χατζηχρήστος, Γκιωνάκης, Ρίζος, Βλαχοπούλου και τόσοι ακόμα ηθοποιοί που διέπρεψαν και αποτελούν σήμερα αξεπέραστα πρότυπα του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Τον Αύγουστο του 1931 έλαβε χώρα το ζοφερό περιστατικό που λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή: ο Αυλωνίτης εμφανίζεται στην επιθεώρηση «Κατεργάρα» των Καπετανάκη-Κατριβάνου στο θέατρο Περοκέ και ερμηνεύει ένα σατιρικό σκετσάκι για τους φιλελεύθερους (με καυστικό τίτλο «Από τους υπουργούς βγήκαν τα κολοκύθια»), λιγότερο από έναν χρόνο μάλιστα πριν πέσει τελικά η κυβέρνηση Βενιζέλου. Σε ένα σημείο του σκετς, ο νεαρός Αυλωνίτης σατίριζε ακόμα και στενούς συνεργάτες του Βενιζέλου, οι οποίοι είχαν εμπλακεί σε μεγάλο σκάνδαλο της εποχής (το σκάνδαλο της κινίνης). Τότε ήταν που 4 οπαδοί των «Βενιζελικών» εισβάλουν στο θέατρο και αρχίζουν να πυροβολούν σημαδεύοντας τον Αυλωνίτη, θεωρώντας ότι διακωμωδούταν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος.
Από την εγκληματική ενέργεια τραυματίστηκαν θεατές, ενώ σκοτώθηκε και τεχνικός του θεάτρου, με τον Αυλωνίτη μάλιστα να μην μπορεί να ξεχάσει το περιστατικό σε όλη του τη ζωή, θεωρώντας τον εαυτό του υπαίτιο για την τραγωδία. Όπως διηγιόταν εξάλλου ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Αυλωνίτης είχε έκτοτε τύψεις στη συνείδησή του καθώς άθελά του έγινε αιτία να σκοτωθεί ένας άνθρωπος. Κάτι που προσυπέγραψε φυσικά και η ανάκριση, σύμφωνα με την οποία υπαίτια ήταν η καυστική σάτιρα και όχι το χέρι των δραστών! Γεγονός που οδήγησε στον διαβόητο νόμο «περί Τύπου», ο οποίος έφερε τη λογοκρισία και στη θεατρική επικράτεια.
Επιστρέφοντας στη θεατρική δράση του, το 1961, αφού πέρασε από το Περοκέ, ίδρυσε νέο θίασο με τον Κυριάκο Μαυρέα και υπηρέτησε ως καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Ακροπόλ, σχηματίζει με τα άλλα «ιερά τέρατα» του θεάτρου, Γεωργία Βασιλειάδου και Νίκο Ρίζο, τη νέα θιασαρχική τριάδα «Βασίλης Αυλωνίτης – Γεωργία Βασιλειάδου – Νίκος Ρίζος», με τον θίασο να μετρά ασύλληπτη επιτυχία έως το 1965, παρουσιάζοντας επιθεωρήσεις και κωμωδίες σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, αλλά και στη Γερμανία για τους ομογενείς.
Ο τελευταίος θίασος που ίδρυσε με τον Κώστα Χατζηχρήστο το 1967, παρά τις αμέτρητες περιοδείες και την ασύλληπτη επιτυχία, δεν έμελλε να στεριώσει, καθώς λόγοι υγείας ανάγκασαν τον Αυλωνίτη να διακόψει τη συνεργασία.
Για την πρωτοποριακή του δουλειά στο κωμικό ρεπερτόριο, ως θεμελιωτής δηλαδή ενός είδους φαρσοκωμωδίας που προωθούσε το λαϊκό στοιχείο στους χαρακτήρες που ερμήνευε χωρίς ψήγμα λαϊκισμού, ο Αυλωνίτης θεωρείται στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου ως ένας από τους ιδρυτές της μεγάλης κωμικής σχολής μας…
Πέντε χρόνια μετά το θεατρικό του ντεμπούτο, έρχεται και η κινηματογραφική «πρώτη»: ήταν το 1929 όταν ο Αυλωνίτης εμφανίστηκε στην ταινία του Μαδρά «Μαρία η Πενταγιώτισσα», έχοντας πάντως κρατήσει μικρορολάκια σε ελληνικές παραγωγές «βήτα διαλογής» ήδη από το 1926.
Οι κινηματογραφικές του εμφανίσεις δεν χαρακτηρίζονταν πάντως επιτυχημένες και αυτός ήταν ο κύριος λόγος που χρόνια αργότερα, το 1955 συγκεκριμένα, ο παραγωγός Φιλοποίμην Φίνος αρνιόταν λυσσαλέα να τον συμπεριλάβει στο καστ της ταινίας «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο»! Στις ικεσίες του Αλέκου Σακελλάριου για τον Αυλωνίτη, ο Φίνος απαντούσε παγερά: «Όχι, δεν τον θέλω!».
Ο ανένδοτος Σακελλάριος πείθει τελικά τον κορυφαίο μας παραγωγό, αναλαμβάνοντας μάλιστα προσωπικά το ρίσκο για τη διανομή, και τα υπόλοιπα είναι ιστορία του ελληνικού σινεμά: Ποιος μπορεί να τον ξεχάσει ως καλοκάγαθο πλανόδιο λατερνατζή;
Η παρουσία του στη μεγάλη οθόνη ήταν πια επιβεβλημένη: η ταινία αποδείχθηκε τόσο προσοδοφόρα για δημιουργούς και συντελεστές που γυρίστηκε και σίκουελ(!), η «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» του 1957, με τον ίδιο να είναι πια σταθερή αναφορά των κινηματογραφικών παραγωγών!
Στο ενεργητικό του Αυλωνίτη περιλαμβάνονται 75 περίπου φιλμ, ενώ μνημονεύεται ξεχωριστά μια από τις πρώτες του ταινίες, το «Χαρούμενο ξεκίνημα» (1954). Στις αξέχαστες επιτυχίες του ξεχωρίζουν «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Το αμαξάκι» (1957), «Ο θησαυρός του μακαρίτη» (1959), «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα και ο κοντός» (1960), «Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα» (1960), «Η κυρία δήμαρχος» (1960), «Τέρμα τα δίφραγκα» (1962), «Οι γαμπροί της ευτυχίας» (1962), «Κορόιδο γαμπρέ» (1962), «Ο παράς κι ο φουκαράς» (1964), «Η σοφερίνα» (1964), «Ησαΐα χόρευε» (1966), «Ο πεθερόπληκτος» (1968), «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» (1969)…
Και βέβαια αξίζει να θυμηθούμε το απαράμιλλο κωμικό δίδυμο που δημιούργησε με τη Γεωργία Βασιλειάδου: «Καφετζού» (1956), «Η κυρία δήμαρχος» (1957), «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο κοντός» (1961), «Ο θησαυρός του μακαρίτη» (1960)…
Η τελευταία φορά που εμφανίστηκε στο σινεμά ήταν στην ταινία «Η αριστοκράτισσα και ο αλήτης» του 1970. Εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι ο κορυφαίος μας κωμικός δεν είχε δει παρά ελάχιστες από τις ταινίες του! Ο ίδιος μάλιστα σχολίασε γι’ αυτό σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Δημήτρη Λυμπερόπουλο: «Δημητράκη, θα τις δω στον άλλο κόσμο, όπου, δεν μπορεί, κάποιος εβραίος ή Έλληνας θα έχει στήσει σινεμά»…
Η ανάλαφρη ερμηνεία του, το βαθιά ριζωμένο λαϊκό στοιχείο και οι παροιμιώδεις αυτοσχεδιασμοί του, που αποτελούν λες προέκταση του χαρακτήρα του παρά υποκριτική επιτήδευση, παραμένουν αξεπέραστα…
Λίγες μέρες αφότου ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα της «αριστοκράτισσας και του αλήτη», ο μεγάλος μας ηθοποιός έφυγε από τη ζωή, πεθαίνοντας από καρδιακή προσβολή. Το ημερολόγιο έγραφε 10 Μαρτίου 1970.
Ο Αυλωνίτης κράτησε πάντα την προσωπική του ζωή μακριά από τη δημοσιότητα, δίνοντας βάση στην καριέρα του και αποφεύγοντας σκάνδαλα και κουτσομπολιά. Από τα λίγα που έχουν γίνει γνωστά, ο αξέχαστος κωμικός είχε ήρεμη προσωπική ζωή: χτυπημένος από σφοδρό έρωτα, παντρεύτηκε το 1945 την αγαπημένη του Γιογιό, που ήταν Βρετανή, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιάννη και την Ελένη.
Στις παραµονές του Δευτέρου Παγκοσµίου Πολέμου, σε µια τουρνέ του στη Θεσσαλονίκη, γνώρισε και παντρεύτηκε τη γυναίκα του Γιόγιο, που δεν είχε καμιά σχέση µε το θέατρο.
Ο γάµος τους έγινε με κουμπάρσυς τους συγγραφείς Ασηµακόπουλο – Σπυρόπουλο – Παπαδούκα.
Με τη γέννηση των δύο παιδιών τους, του Γιάννη και της Ελένης, η οικογενειακή ευτυχία ολοκληρώθηκε.
Και είναι σίγουρο ότι όταν έφυγε αθόρυβα το 1970 δεν θα είχε υποπτευθεί τι αντίκτυπο θα είχαν οι ταινίες του στις νεότερες γενιές και τι περίοπτη θέση θα καταλάμβανε ο ίδιος στις καρδιές μας…