Το «ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» που ακόμη και σήμερα θεωρείται η κορυφαία έκφραση αντρειοσύνης στη μεγάλη οθόνη, δεν ήταν το τραγούδι που χόρευε ο λοχίας στην ταινία, αφού η μουσική γράφτηκε μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων.
Χρειάζεται ν’ ακούσει κανείς μόνο τις πρώτες δυο-τρεις νότες για να αντιληφθεί τι ακριβώς φτάνει στ’ αυτιά του. Χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε shazam και άλλες τέτοιες καινοτομίες. Άλλωστε, ακόμη κι αν το αυτί αργήσει, τα πόδια νωρίτερα θα έχουν πιάσει τον σκοπό που δεν είναι άλλος από ζεϊμπέκικο. Και όχι όποιο κι όποιο, αλλά το πλέον αναγνωρίσιμο ζεϊμπέκικο στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Το «ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», που έγινε ένα με την έννοια της λεβεντιάς, είναι από εκείνα τα ψέματα που δημιουργούν τις πιο όμορφες διηγήσεις.
Βλέποντας κανείς τον Γιώργο Κουτουζή να βγάζει με τις μετρημένες, αντρίκιες κινήσεις του όλη τη μαγεία του πιο αυστηρού, αυθεντικού και προσωπικού χορού που υπάρχει στην ελληνική μουσική, φαντάζεσαι… Φαντάζεσαι πως ήταν ένας επαγγελματίας ηθοποιός. Φαντάζεσαι πως έκανε μαθήματα. Φαντάζεσαι πως χρειάστηκαν αμέτρητες πρόβες μέχρι να μπορέσει να πατήσει πάνω στις νότες, με τον σεβασμό και την παλικαριά που απαιτεί μια τέτοια εξωτερίκευση του συναισθηματικού φορτίου που κουβαλά η ψυχή του αρσενικού. Κι όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Τουλάχιστον όχι έτσι όπως νομίζουμε, αφού όλα ξεκινούν από μια λανθασμένη αντίληψη που δημιούργησε ο «γάμος» των πλάνων του σκηνοθέτη, Αλέξη Δαμιανού, με τους ήχους του αείμνηστου Μάνου Λοΐζου που δημιούργησαν την πλέον καθηλωτική ψευδαίσθηση του ελληνικού σινεμά.
Η εμβληματική σκηνή του «λοχία» που διεκδικεί την «Ευδοκία» του, χαρίζοντάς της τα βήματα της ρωμαλεότητάς του, δίχως να παίρνει τα μάτια του από τα δικά της, γυρίστηκε χωρίς κανείς από τους εμπλεκόμενους να ακούει την υποβλητική σύνθεση του Λοΐζου. Μοιάζει οξύμωρο, μα είναι αλήθεια. Πολλοί υποστηρίζουν πως το γραμμόφωνο σ’ εκείνο το ταβερνάκι της Κηφισιάς που έγιναν τα γυρίσματα έπαιζε το «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν». Στην πραγματικότητα, όμως, όπως αποκάλυψε ο ίδιος ο «χορευτής», ήταν ένα άλλο κομμάτι του Μάρκου Βαμβακάρη που τον συνόδεψε σ’ αυτό το ταξίδι της ψυχής του. Η «Άτακτη». Ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του μεγάλου δημιουργού, μεν, αλλά όχι αυτό που τελικά έφτασε μέχρι τις κινηματογραφικές αίθουσες.
Μέχρι να ολοκληρωθούν τα γυρίσματα, η ταινία ήταν γυμνή από μουσική. Άλλωστε, το να ντύνεται κατόπιν εορτής μουσικά ένα φιλμ αποτελεί συνηθισμένη πρακτική. Η συγκεκριμένη σκηνή, όμως, χρειαζόταν απαραίτητα ήχο αντίστοιχο της μυσταγωγίας που επιθυμούσε να μοιραστεί ο σκηνοθέτης. Το τραγούδι του μεγάλου ρεμπέτη πρόσφερε ύψιστη υπηρεσία ως «χαλί» που έφτανε στ’ αυτιά του ηθοποιού, αλλά η πραγματική απογείωση ήρθε αργότερα, όταν ο Μάνος Λοΐζος θα γράψει στο σπίτι του το θρυλικό ζεϊμπέκικο. Τον απόλυτο αντρικό ύμνο. Έναν ύμνο δίχως πολλά λόγια, μόνο κάποιες σκόρπιες λέξεις που αποδίδονται στην κινηματογραφική Ευδοκία, την ηθοποιό Μαρία Βασιλείου. Αν και εκ των υστέρων έγινε γνωστό πως στην πραγματικότητα ντουμπλάρει τη φωνή και το γέλιο της 20χρονης -τότε- Κύπριας που ζούσε στο Λονδίνο, η Ελένη Ροδά.
Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς θα είχε συμβεί αν δεν είχε κληθεί ο Λοΐζος να γράψει εκείνες τις νότες. Ίσως σήμερα το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» να παρέμενε ένας ύμνος με διαφορετική μουσική ή να είχε χαθεί στη λήθη της ιστορίας. Το βέβαιο είναι πως ο χαρισματικός συνθέτης έδωσε όλο του το είναι παρακολουθώντας εμμονικά, ξανά και ξανά τη σκηνή. Προσαρμόζοντας κάθε πενιά και κάθε γύρισμα στην βαριά περπατησιά και την αέρινη κίνηση του «λοχία». Δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα που έδεσε απόλυτα ήχο και εικόνα σ’ αυτό που σήμερα θεωρείται η κορυφαία έκφραση αντρειοσύνης στη μεγάλη οθόνη.
Ήταν τέτοια η σημασία που έδωσε ο Μάνος Λοΐζος και στην τελευταία λεπτομέρεια που –όπως αποκαλύπτει ο Θανάσης Πολυκανδριώτης- ζήτησε η εγγραφή στο στούντιο να γίνει με τον ίδιο ταλαιπωρημένο τζουρά που χρησιμοποίησε στο σπίτι του ο παλιός ρεμπέτης, Γιώργος Μουφλουζέλης…
Το ρόλο του φαντάρου ενσάρκωσε ο Γιώργος Κουτουζής. Τον πήρε κατά τύχη όταν τον πρόσεξαν συμπτωματικά σ΄ έναν καυγά. Εκείνος αποδέχτηκε την πρόταση επειδή χρειαζόταν τα χρήματα, ενώ δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να ασχοληθεί με το σινεμά. Ήθελε να μπαρκάρει στα καράβια, όπως κι έκανε, ενώ στη συνέχεια εργάστηκε για χρόνια στο Πέραμα. Στην πρεμιέρα της ταινίας εκείνος βρισκόταν ήδη στην Ιαπωνία, ακολουθώντας το δρόμο που ήθελε η καρδιά του. Το… σοκ με την αλλαγή της μουσικής πάνω στο χορό του το έπαθε στην προβολή του φιλμ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Εκεί που ενδεχομένως αντιλήφθηκε κι αυτός πως πέρα από την ίδια την ταινία, η οποία στην πορεία γνώρισε την αναγνώριση που της αξίζει, εκείνο το ζεϊμπέκικο, το «ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» ήταν τόσο μεγαλειώδες που κέρδισε αυτόνομα τη δική του θέση στην ιστορία.
Τόσο αυτόνομα που μετά από χρόνια μια συζήτηση με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο προκειμένου να ντύσει με στίχους το κομμάτι έμεινε σε φιλολογικό επίπεδο. Αποφασίστηκε -σοφά- να μείνει όπως ακριβώς είναι. «Αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν», όπως χαρακτηριστικά απάντησε ο σπουδαίος στιχουργός. Και κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει….