«Το σπίτι με την καλύτερη θέα σε όλο τον κόσμο» βρίσκεται πάνω από τη διάσημη παραλία Μύρτος στην Κεφαλονιά. Ο λόγος για τη βίλα που είναι χτισμένη πάνω σε μια απόκρημνη ακτή της Κεφαλονιάς με θέα στο Ιόνιο Πέλαγος και ανήκει στον Νικολά Ανουίγ, γιο του διάσημου Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ζαν Ανουίγ, πολλά από τα έργα του οποίου στηρίζονται στην ελληνική μυθολογία και ανεβαίνουν σε ελληνικά θέατρα.
Η βίλα διαθέτει τέσσερις κρεβατοκάμαρες, πέντε μπάνια και μπορεί να φιλοξενήσει επτά άτομα, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την πισίνα που φαίνεται ότι αιωρείται στην άκρη του γκρεμού. Διατίθεται δε προς ενοικίαση, με την τιμή να ξεκινά από 1.200 ευρώ την εβδομάδα.
Οι περισσότεροι το αποκαλούν «σπίτι πάνω από τον Μύρτο», ενώ για τους ντόπιους είναι «το σπίτι στο Ξωμύτι», που μπορεί κανείς να εντοπίσει στο Διαδίκτυο με τις ονομασίες «Myrtilo», «Mythos» και «Wild Rose».
Όπως αναφέρει το protothema.gr, το ακίνητο βρίσκεται σε μία από τις φουρκέτες που οδηγούν στην παραλία του Μύρτου, εκεί όπου κάτω από έναν πέτρινο τοίχο δεσπόζει η βίλα που προσφέρει στους ενοίκους της μία από τις πιο μαγευτικές εικόνες. Εκείνοι, όμως, που την κάνουν ακόμη πιο ξεχωριστή -εκτός από την τοποθεσία- είναι οι ιδιοκτήτες της.
Ο γιος του διάσημου θεατρικού συγγραφέα Ζαν Ανουίγ, Νικολά, αποφάσισε μαζί με την Ελληνοελβετίδα με κεφαλονίτικες ρίζες σύζυγό του Μαρίνα Ανουίγ να ανακαινίσουν το ακίνητο δημιουργώντας τη βίλα με τη σημερινή μορφή.
Οι πρώτοι ιδιοκτήτες
Πρώτοι ιδιοκτήτες της βίλας ήταν ο Ιωάννης Κλαουδάτος, χημικός μηχανικός με καταγωγή από την Κεφαλονιά, και η Ευφροσύνη Καλλινίκου, με καταγωγή από την Ιθάκη, οι οποίοι παλιννόστησαν στο νησί το 1976 και ανέθεσαν τον σχεδιασμό και την ανέγερση της βίλας στον Κεφαλονίτη αρχιτέκτονα Γεράσιμο Βασιλάτο.
Η αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός Μαργαρίτα Κοτσιλίνη αναφέρεται στην ιστορία του πρώτου ιδιοκτήτη της βίλας αλλά και στη διαδικασία της ανέγερσής της: «Οι διαστάσεις της παραλίας είναι τεράστιες και χρειάζονται περισσότερο από 15 λεπτά για να περπατήσει κάποιος από τη μια άκρη της ακτής στην άλλη. Οι σπάνιες ανταύγειες που δημιουργούνται στο θαλάσσιο τοπίο, τα καταπράσινα νερά, η αμμώδης παραλία που χαρακτηρίζεται από την έντονη ποικιλία του εδάφους (από ψιλή άμμο μέχρι και όμορφα στρογγυλεμένο βότσαλο) και το πρωτόγονο χερσαίο φυσικό περιβάλλον αποτελούν μια σύνθεση ηρεμίας και θαυμασμού.
Η πρωτοβουλία για το χτίσιμο μιας κατοικίας στην περιοχή αυτή ήταν του Ιωάννη Κλαουδάτου, ενός κοσμογυρισμένου επιστήμονα κεφαλονίτικης καταγωγής. Γόνος πλούσιας οικογένειας που μετανάστευσε από την Κεφαλονιά στη Ρουμανία, όχι για οικονομικούς λόγους, αλλά γιατί θεώρησαν πρόκληση τη διεύρυνση των επιχειρήσεών τους σε ένα νέο κράτος, γεννιέται στο Γαλάτσι της Ρουμανίας το 1905.
Σπουδάζει βιοχημικός και χημικός μηχανικός ενώ στα 33 του γίνεται ο νεότερος καθηγητής Πανεπιστημίου στο Ιάσιο της Ρουμανίας, στην έδρα της Βιοχημείας. Το 1948 φεύγει από τη Ρουμανία με κίνδυνο της ζωής του -λόγω του πολέμου-, φτάνει στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί φυγαδεύεται στον Πειραιά. Μετά από λίγα χρόνια βρέθηκε στην Αμερική, όπου και έκανε μαθήματα στο Cornell University της Νέας Υόρκης ενώ παράλληλα διορίστηκε υπεύθυνος του τμήματος αλιείας και κονσερβοποιίας της ελληνικής αποστολής (Σχέδιο Μάρσαλ).
Είχε ήδη ξεκινήσει έρευνες πάνω στον καρκίνο και στις επιπτώσεις της ραδιενέργειας ενώ απέδειξε ότι οι αλλεργίες και το άσθμα οφείλονται σε ψυχολογικά αίτια. Επειτα από δέκα χρόνια παραμονής στην Αμερική, φεύγει για την Αυστραλία όπου και μένει για τέσσερα χρόνια, εργάζεται σε νοσοκομείο και πάλι στον τομέα της έρευνας. Εκεί γνωρίζει τη δεύτερη γυναίκα του, Ευφροσύνη Καλλινίκου (Ελληνίδα από την Ιθάκη, που μεγάλωσε στην Αυστραλία), και μαζί αποφασίζουν να ζήσουν στην Ελλάδα. Περνούν κάποια χρόνια δουλεύοντας σε διάφορα νοσοκομεία της χώρας και το 1976 αποφασίζουν να χτίσουν ένα σπίτι στην Κεφαλονιά, τόπο καταγωγής και των δύο.
Ο Ιωάννης Κλαουδάτος αγαπούσε πολύ την περιοχή και η αρχική του σκέψη ήταν να δημιουργήσει ένα ερευνητικό κέντρο για καρκινοπαθείς στις πλαγιές του Μύρτου, γιατί θεωρούσε ότι μια τέτοια φύση σίγουρα θα ενέπνεε και θα βοηθούσε την έρευνα και τους επιστήμονες. Το οικόπεδο ήταν ένα μικρό τριγωνικό κομμάτι γης πάνω σε μία από τις πιο απόκρημνες πλαγιές του Μύρτου. Είναι αρκετά απομονωμένο από τα υπόλοιπα χωριά του δήμου, γεγονός που δημιούργησε προβλήματα ηλεκτροδότησης και υδροδότησης στους ιδιοκτήτες.
Ο ιδιοκτήτης ήθελε το σπίτι να παραπέμπει σε κάτι αρχαίο ελληνικό, να είναι λιτό, άσπρο, να θυμίζει το Σούνιο ή τη Λίνδο της Ρόδου. Είχε συνδυάσει την Ελλάδα με την καθαρή γραμμή, το άσπρο, το κυβικό. Το σπίτι είναι χτισμένο πάνω σε έναν βράχο. Το συνεργείο για να ρίξει τα θεμέλια έσπαγε για τρεις βδομάδες τον βράχο με κομπρεσέρ. Οι εργάτες φοβόντουσαν να δουλέψουν εκεί, καθώς έπρεπε να γίνουν πολλές και εξειδικευμένες δουλειές, και το υψόμετρο σου έκοβε την ανάσα.
Τα πρώτα 50 τ.μ. του σπιτιού (σαλόνι) χτίστηκαν το 1976, ενώ μετά το 1980 φτιάχτηκαν δύο νέα δωμάτια, ένα ισόγειο και ένα στον πάνω όροφο. Η προσθήκη χρησιμοποιήθηκε ως εργαστήριο για τις έρευνες του ιδιοκτήτη. Χαρακτηριστικό του κτιρίου ήταν η προτεραιότητα που έδωσε ο ιδιοκτήτης στον προσανατολισμό και τη μόνωση. Ηταν διαμπερές, με πολλά παράθυρα και άσπρο.
Σύμφωνα με την ιδιοκτήτρια Ευφροσύνη Κλαουδάτου, φεύγοντας από το σπίτι το καλοκαίρι του 1979 ξέχασαν να κομμάτι ψωμί στον πάγκο της κουζίνας και επιστρέφοντας μετά από έξι μήνες, το βρήκαν ανέπαφο, χωρίς ίχνος μούχλας, ενώ συνέχισε λέγοντάς μου ότι όταν φυσούσε γραικός (βορειοδυτικός άνεμος) δεν μπορούσαν καν να ανοίξουν τα παντζούρια. Ο πολυμήχανος χαρακτήρας του ιδιοκτήτη, τα πειράματα και η επιλογή της συγκεκριμένης τοποθεσίας δημιούργησαν έναν μύθο γύρω από την κατοικία.
Την έκαναν σημείο αναφοράς και τοπόσημο, ενώ οι ντόπιες ιστορίες οργιάζουν ακόμα σε διάφορες παραλλαγές. Σύμφωνα με την ιδιοκτήτρια, κατά τη διάρκεια των κατασκευών ένας μάστορας έβαλε μια πινακίδα “Πωλείται”, για να δει αν υπήρχε άλλος “τρελός” που θα ήθελε να το αγοράσει. Οι επιλογές των ιδιοκτητών δεν έγιναν ποτέ αποδεκτές από τους ντόπιους. Οι μάστορες το έλεγαν “μυζήθρα”, γιατί ήταν άσπρο, και το θεωρούσαν εύθραυστο. Παρά ταύτα, έχει δοκιμαστεί σε πολλούς και ισχυρούς σεισμούς (χαρακτηριστικό του νησιού) και έχει μείνει ανέπαφο μέχρι σήμερα», αναφέρει η κυρία Κοτσιλίνη.
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Κλαουδάτου, η γυναίκα του έμεινε μόνο έναν χρόνο στο σπίτι και μετά αποφασίστηκε να πουληθεί. Πολλοί το ζήτησαν (ακόμα και ο δήμος), αλλά τελικά αγοράστηκε από τον Νικολά και τη Μαρίνα Ανουίγ. Η βίλα ενοικιάζεται μέσω ιστοσελίδας εταιρείας διαχείρισης ακινήτων που εδρεύει στο νησί του Ιονίου με την τιμή, όπως αναφέρεται σε αυτή, να ξεκινά από 1.200 ευρώ την εβδομάδα. Διαθέτει τέσσερις κρεβατοκάμαρες, πέντε μπάνια και μπορεί να φιλοξενήσει επτά άτομα, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την πισίνα που φαίνεται ότι αιωρείται στην άκρη του γκρεμού.
Οι παρεμβάσεις
Λεπτομέρειες για το πώς ανακατασκεύασαν το σπίτι μάς δίνει η κυρία Κοτσιλίνη: «Το ζεύγος Ανουίγ κρατάει τους κύριους όγκους του κτιρίου και επεμβαίνει στη διαρρύθμιση εσωτερικά και εξωτερικά. Επιλέγει ως κύριο υλικό της κατοικίας το μπετόν. Με αυτό διαμορφώνει τα πάντα. Το άσπρο χρώμα μετατρέπεται σε γκρι σκούρο, τα μπεζ μάρμαρα και τα πλαίσια από pelomini αντικαθίστανται από τσιμέντο, τα άλλοτε γκρι παντζούρια (γκρι για να αφομοιώνονται με το περιβάλλον) αφαιρέθηκαν, όπως επίσης αφαιρέθηκαν τα κάγκελα από τα μπαλκόνια.
Πάνω στο φουγάρο της καμινάδας υπήρχε χτισμένος ένας τετραγωνικός κύβος, μέσα στον οποίο το ζεύγος Κλαουδάτου έβαζε χταπόδια και κρέας για να γίνουν καπνιστά, ενώ οι νέοι ιδιοκτήτες αντικατέστησαν την παλιά καμινάδα με μια πιο λεπτή και κομψή, που μοιάζει με γλυπτό. Η δεξαμενή (που χωράει 35 κυβικά μέτρα νερό) βρίσκεται μπροστά στο σαλόνι, δεν χρησιμοποιείται πλέον, γιατί το σπίτι υδροδοτείται και ηλεκτροδοτείται κανονικά.
Μπροστά από τη δεξαμενή, οι νέοι ιδιοκτήτες έχουν προσθέσει μια πισίνα, η οποία όταν υπερχειλίζεται έχεις την αίσθηση ότι η επιφάνεια του νερού είναι ένα με τον ορίζοντα. Το σημείο που επέλεξαν να την τοποθετήσουν δεν είναι τυχαίο. Το σπίτι βρίσκεται σε μια χερσαία μύτη, ανάμεσα σε δύο κόλπους.
Η μύτη αυτή απέχει μόλις 1,5 χιλιόμετρο από τη θάλασσα και οι παλιοί κατέβαιναν από εκεί για να μαζέψουν αλάτι. Γι’ αυτό και η περιοχή λέγεται “ξωμύτι”». Και συνεχίζει η κυρία Κοτσιλίνη αναφέροντας σχετικά: «Συγκρίνοντας τις δύο φάσεις της κατοικίας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αρχικά το σπίτι ήταν ανοιχτό, άφηνε τη φύση να διεισδύσει μέσα. Σύμφωνα με την πρώτη ιδιοκτήτρια, την Ευφροσύνη Κλαουδάτου, συχνά έβλεπαν άγρια ζώα στην αυλή τους. Η φύση ήταν ένα με το σπίτι. Σε αυτό βοηθούσαν τόσο το χρώμα όσο και η πληθώρα ανοιγμάτων.
Κατά την ανακατασκευή του κτιρίου από τους δεύτερους ιδιοκτήτες, το σπίτι απέκτησε μια εσωτερικότητα που το κάνει ζεστό, ασφαλές και σε συνδυασμό βέβαια με την ιδιαίτερη διακόσμησή του -με γούστο αποκλειστικά των ιδιοκτητών- ξεχωριστά μοντέρνο. Αφαιρώντας τα παντζούρια και όλα τα κάγκελα, νιώθεις ευάλωτος και απολαμβάνεις περισσότερο τη θέα καθώς βρίσκεσαι κυριολεκτικά στο χείλος του γκρεμού. Από την κάτω όψη έχουν αφαιρέσει κάθε όριο με τον γκρεμό, ενώ από την πλευρά του δρόμου το σπίτι προστατεύεται από τους περαστικούς, κάτι που δεν ίσχυε στην πρώτη του μορφή».