Η Σαπφώ Νοταρά, που άφησε το στίγμα της στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, τόσο με τη μορφή, όσο και την ιδιαίτερη φωνή της, καθώς στη μνήμη όλων έχουν μείνει οι ατάκες «μπουρλότο» και «εδώ μέσα γίνονται Σόδομα και Γόμορρα», είχε τραγικό τέλος.
Στα νιάτα της η ηθοποιός είχε μια ιδιαίτερη ομορφιά και ήταν καλλίγραμμη, αποτέλεσμα του χορού, που είχε ιδιαίτερη αδυναμία.
Ωστόσο, δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και οι φήμες κάνουν λόγο ότι είχε έναν μεγάλο έρωτα την περίοδο της αντίστασης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ο άντρας που αγάπησε έγινε αντάρτης, ανέβηκε στο βουνό και από τότε έχασε για πάντα τα ίχνη του.
Επίσης, η Σαπφώ Νοταρά είχε μια πρόταση γάμου από έναν ευκατάστατο επιχειρηματία και βιομήχανο, που ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Γνωρίστηκαν όταν το θέατρό της βρισκόταν σε περιοδεία και παρά την επιμονή του ιδίου και τις παραινέσεις του περιβάλλοντός της να μην χάσει την ευκαιρία να «αποκατασταθεί», τον απέρριπτε συνεχώς, θεωρώντας τον άσχημο και τον αποκαλούσε «Φρανκενστάιν».
Σχετικά με την πρόταση γάμου που της έκανε ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος είχε υπογράψει δεκάδες θεατρικές παραστάσεις ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος και εκείνη την περίοδο είχε ερωτευτεί με τον δικό του τρόπο την ηθοποιό, την πλησίασε και πολύ συνεσταλμένα της εκμυστηρεύθηκε τα αισθήματά του και μάλιστα, της εξομολογήθηκε πως αν έκανε ποτέ παιδί, θα ήθελε να είναι μαζί της.
Εκείνη ξαφνιάστηκε και αμέσως θεώρησε ότι επρόκειτο για κάποια φάρσα που είχαν στήσει ο Δημήτρης Χορν και η Έλλη Λαμπέτη και έτσι, όχι μόνο απέρριψε την πρόταση, αλλά διαολόστειλε τον Τσαρούχη.
Με το πέρασμα των χρόνων, περιόριζε τις επαφές της με παλιούς φίλους και συνεργάτες, διάβαζε ατελείωτα και ζούσε μόνη σε ένα διαμέρισμα της Πλατείας Κουμουνδούρου.
Ένας καλός φίλος ήταν και ο Γιάννης Τσαρούχης, όπως και ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής, ενώ μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο ποιος την στήριζε οικονομικά και πλήρωνε το νοίκι της, με τις φήμες να κάνουν λόγο για έναν νεαρό επιχειρηματία.
Από την δεκαετία του 70 και μετά, οι προτάσεις για συμμετοχές στο θέατρο ή το σινεμά σπάνιζαν, ενώ δεν πέρασε από την τηλεόραση, αλλά εμφανιζόταν ακόμη σε ραδιοφωνικές εκπομπές.
Σταδιακά απομονώθηκε και πέθανε μόνη και αβοήθητη μέσα στο σπίτι της, με το τραγικό τέλος της να γίνεται αντιληπτό δυο μέρες μετά, από τους ανθρώπους ενός μαγειρείου στη γειτονιά της, από το οποίο έπαιρνε συχνά φαγητό και απόρησαν με το γεγονός ότι δεν είχε περάσει από εκεί, με αποτέλεσμα να ανησυχήσουν και να καλέσουν την αστυνομία.
Όταν οι αστυνομικοί έσπασαν την πόρτα του διαμερίσματός της, την βρήκαν ακίνητη στη συνηθισμένη της θέση, με ένα τσιγάρο στο χέρι και ένα βιβλίο παραδίπλα. Το ημερολόγιο έγραφε 13 Ιουνίου 1985 και η Σαπφώ Νοταρά είχε «φύγει» δύο ημέρες πριν.
Σαπφώ Νοταρά : Σαν σήμερα πέθανε μόνη και την βρήκαν δυο μέρες μετά, με ένα τσιγάρο στο χέρι.
Η ηθοποιός Σαπφώ Νοταρά έγραψε μια ξεχωριστή ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην τέχνη.
Παρόλο που τις περισσότερες φορές οι ρόλοι της δεν ήταν πρωταγωνιστικοί, ξεχώριζε με την επιβλητική της παρουσία και τη βραχνή της φωνή.
Οι ατάκες της όπως «Μπουρλότο» και «Σόδομα και Γόμορρα γινήκαμε», χρησιμοποιούνται στην καθημερινότητα.
Ωστόσο, εγκατέλειψε τη δουλειά της στην τράπεζα και βγήκε στο θέατρο.
Συχνά, ενσάρκωνε την αυταρχική και άσχημη γυναίκα, αν και δεν της άρεσαν καθόλου αυτοί οι ρόλοι.
Αισθανόταν αδικημένη και πίστευε ότι είχε το ταλέντο για να υποδυθεί και άλλους χαρακτήρες.
Η προσωπική της ζωή δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στον κόσμο μιας και η ίδια ήταν εσωστρεφής και μοναχική.
Για αυτό δεν έδινε συνεντεύξεις, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε επιλέξει να κάνει παρέα μόνο με λίγους ανθρώπους. Όπως με τον Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος ήταν αυτός που εκπλήρωσε το μεγάλο της όνειρο, να παίξει σε τραγωδία.
Μάλιστα, ο Τσαρούχης ήθελε να ανεβάσει και μια θεατρική παράσταση με πρωταγωνίστρια τη Νοταρά, αλλά η ηθοποιός λόγω ηλικίας, δεν μπορούσε να αποστηθίσει τόσα πολλά λόγια.
Η Σαπφώ Νοταρά τα τελευταία χρόνια της ζωής της είχε κλειστεί στο σπίτι της και περνούσε αρκετό χρόνο διαβάζοντας βιβλία.
Παρόλο που έζησε τον έρωτα στα νιάτα της, δεν απέκτησε οικογένεια και έτσι στο τέλος της ζωής της ήταν μόνη.
Στις 11 Ιουνίου του 1985 έφυγε από τη ζωή μέσα στο σπίτι που έμενε τα τελευταία χρόνια, στην πλατεία Κουμουνδούρου.
Πέθανε μόνη και τη βρήκαν μετά από δύο μέρες στη συνηθισμένη της θέση και με ένα τσιγάρο που είχε σβήσει στο χέρι της.