Ο Θέμης Αδαμαντίδης γεννήθηκε στην Καισαριανή στις 28 Σεπτεμβρίου 1957 και είναι Έλληνας τραγουδιστής του λαϊκού και ελαφρολαϊκού ρεπερτορίου.Σε μια πορεία σαράντα και πλέον χρόνων, δεκάδων μουσικών επιτυχιών και συνεργασιών που τον ανέδειξαν, ο Θέμης Αδαμαντίδης έχει καθιερωθεί ως ένας από τους πιο σπουδαίους λαϊκούς ερμηνευτές. Διαχρονικά επιτυχημένος και δημιουργικός, συνεχίζει να παραμένει στην κορυφή και να εξελίσσεται.
Γεννήθηκε στην Καισαριανή, αλλά πέρασε μέρος των παιδικών του χρόνων στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής, όπου μετανάστευσε η οικογένειά του το 1964, για να επιστρέψει το 1972. Τον ίδιο χρόνο και πριν καλά καλά κλείσει τα 15 του χρόνια, ο Θέμης άρχισε να εμφανίζεται σε μαγαζιά της Πλάκας, με πρώτο σταθμό το κέντρο «Οι ρεμπέτες», όπου εμφανιζόταν πλάι σε γνωστούς ρεμπέτες, όπως η Άννα Χρυσάφη και ο Σπύρος Ξανθόπουλος. Αργότερα βρέθηκε στο κέντρο «Μινόρε» στην περιοχή του Καρέα, όπου ερμήνευε αποκλειστικά τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη.
Μετανάστευσε για τρία χρόνια στη Σουηδία (1977-1980), όπου τραγουδούσε για την ομογένεια σε ελληνικό κέντρο διασκέδασης. Ευρισκόμενος για διακοπές στην Ελλάδα πήρε μέρος -αφού τον είχε κρυφά δηλώσει η γιαγιά του- στην εκπομπή ανάδειξης νέων ταλέντων «Να η Ευκαιρία» της ΕΡΤ, όπου τραγούδησε το «Θα με θυμηθείς» (στιχουργός Πυθαγόρας, συνθέτης Γιάννης Σπανός) και απέσπασε το πρώτο βραβείο. Ακολούθησαν σύντομα προτάσεις για δισκογραφικό συμβόλαιο (από Columbia, Lyra και Minos), κάτι που τον οδήγησε σε οριστική επιστροφή στην πατρίδα και υπογραφή συμβολαίου με την Columbia. Πολύ σύντομα ξαναεμφανίστηκε στο “Να η Ευκαιρία”, ως τραγουδιστής πλέον, με το τραγούδι “Ατέλειωτη αγάπη”, επενδύοντας ένα μουσικό διάλειμμα του διαγωνιστικού μέρους.
Επαγγελματικά η πρώτη εμφάνιση μετά τον επαναπατρισμό του ήταν στο «μικρό Διογένη» στη Λεωφόρο Συγγρού, ενώ ακολούθησαν συνεργασίες με καταξιωμένους καλλιτέχνες, όπως τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Γιώργο Ζαμπέτα και τον Σταμάτη Κόκοτα. Παράλληλα κυκλοφόρησε εκείνη τη χρονιά (1980) από την Columbia και το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο «Αγάπησέ με», που έτυχε αμέσως θετικής υποδοχής, φτάνοντας τις 300.000 πωλήσεις.
Έχοντας στα πρώτα του βήματα ερμηνεύσει μεταξύ άλλων τραγούδια του Καζαντζίδη, για τον οποίο έτρεφε ιδιαίτερο θαυμασμό, επεδίωξε να τον γνωρίσει από κοντά. Αυτό συνέβη τελικά μετά από μια τυχαία συνάντηση και ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής είδε με ιδιαίτερη συμπάθεια τον ταλαντούχο νεαρό, ώστε αποφάσισε να τον βοηθήσει στην καριέρα του.
Ο Θέμης Αδαμαντίδης τραγούδησε μαζί με παλιούς ρεμπέτες, αλλά και ερμηνευτές του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Σπύρος Καλφόπουλος, η Ρόζα Εσκενάζυ, η Άννα Χρυσάφη, ο Δημήτρης Μητροπάνος και ο Δημήτρης Μπάσης, ενώ συνεργάστηκε με αξιόλογους συνθέτες, όπως ο Μάριος Τόκας και ο Χρήστος Νικολόπουλος. Με τραγούδια αφιερωμένα στην αξιοσύνη, αλλά και στον έρωτα και με καλόγουστες εμφανίσεις, έγινε αγαπητός στο ευρύ κοινό και μια λαϊκή φωνή σήμα κατατεθέν των 80’s.
Ένα από τα πολύ γνωστά τραγούδια του είναι το «Η νύχτα μυρίζει γιασεμί» του 1998. Αυτό και το τραγούδι «Μα πού να πάω» του 1999 επανέφεραν τον Αδαμαντίδη στο προσκήνιο, ενώ ακολούθησε μια σειρά από άλλες επιτυχίες, όπως τα ζεϊμπέκικα «Η Βομβαρδισμένη πολιτεία», «Είναι φονιάς ο χωρισμός», «Χάρτινα όνειρα», «Χαρταετός» κ.ά.
Η πρώτη του φορά ήταν μέσα σε ένα καράβι. Εκείνο με το οποίο επέστρεφε από τη Νότια Αφρική. Είκοσι δύο μέρες ταξίδι… Μία από αυτές διοργανώνεται ελληνική βραδιά κι εκεί ανοίγει για παρθενική φορά το στόμα του μπροστά σε κοινό. Ως τότε τραγουδούσε μόνο όταν του το ζητούσαν οι γονείς του, αλλά ήταν τόσο ντροπαλός που πήγαινε σε διπλανό δωμάτιο για να μην τον βλέπουν… Από εκείνη την εποχή το μόνο που κράτησε ήταν αυτή η συστολή. Αυτή η «δυσκολία» του να αντιμετωπίσει τα βλέμματα των άλλων, που στην πορεία εξελίχθηκε σε στάση ζωής.
Για 40 χρόνια ζει μέσα στα φώτα των πάλκων, αλλά όταν εκείνα σβήνουν, αυτός προτιμά να μένει στη σκιά. Όχι από αδυναμία, αλλά από επιλογή. Σπάνια δίνει συνεντεύξεις και σχεδόν ποτέ δεν επενδύει στην «εικόνα» του. Άλλος στη θέση του θα φρόντιζε να χρησιμοποιήσει προς όφελός του τα πάντα. Ακόμη και την «κακή» δημοσιότητα που προέρχεται από τις σχέσεις, τους χωρισμούς, τις φήμες για έξεις, κακές συνήθειες και όλα όσα κατά καιρούς έχουν ακουστεί για εκείνον. Ο Θέμης, όμως, πάντα διάλεγε τον δρόμο της σιωπής όταν κατέβαινε από την πίστα. Η ζωή του έμενε πάντα δική του. Και δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη ούτε να απολογηθεί για τίποτα ούτε να λογοδοτήσει σε κανέναν. Και σε μια εποχή που ο καθένας εφευρίσκει τρόπους για να μένει στον αφρό, ο Αδαμαντίδης δεν δέχτηκε να αφήσει ούτε χαραμάδα. Δεν θέλησε καν να προστατέψει τον εαυτό του από κακόβουλα δημοσιεύματα. Άλλος στη θέση του θα είχε κάνει περιουσία από τις αγωγές και θα βρισκόταν μονίμως σε ένα πάνελ. Εκείνος απαντά απλά: «Το τι κάνει ο καθένας είναι δικαίωμά του, αρκεί να μην ενοχλεί τον άλλον». Και σ’ αυτές τις δεκατέσσερις λέξεις συνοψίζεται η σοφία που κουβαλά από το σεργιάνι του στον κόσμο.
Ο ρόλος της οικογένειάς του ήταν καθοριστικός για την πορεία του. Όχι μόνο επειδή οι γονείς του ήταν εκείνοι που τον πίεζαν να τραγουδήσει όταν ήταν πιτσιρίκι, αλλά διότι η γιαγιά του ήταν αυτή που ουσιαστικά του εξασφάλισε μια θέση στο ελληνικό τραγούδι. Στα τέλη του 1979 βρίσκεται για ολιγοήμερες διακοπές στην Ελλάδα, από την Σουηδία όπου ζει και εμφανίζεται. Δίχως να το γνωρίζει, η γιαγιά του τον έχει δηλώσει να συμμετάσχει στο «Να η ευκαιρία», την εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης που αποτέλεσε το πρώτο talent show στον τόπο.
Καθώς οι μέρες περνούν και ο μικρός ετοιμάζεται να φύγει, η γιαγιά του αποκαλύπτει τις ενέργειές της και τηλεφωνεί μπροστά του στην παραγωγή απαιτώντας να τον καλέσουν νωρίτερα, ενώ παράλληλα τους εγγυάται πως η φωνή του θα τους αποζημιώσει. Τελικά, με look που θυμίζει λιγάκι από… Ουάρντα, αρχές του 1980 ο Θέμης Αδαμαντίδης μας συστήνεται κάπως έτσι…
Και κάπως έτσι ο νεαρός που πήγαινε Εθνικό Ωδείο και παράλληλα δούλευε, το παιδί που το βράδυ τραγουδούσε και το πρωί πήγαινε σχολείο, έβγαλε τον πρώτο του δίσκο. Έγινε χρυσός, του χάρισε μια θέση στη μαρκίζα του «Διογένης» και τον έβαλε σε κάθε ελληνικό σπίτι.
Η προσωπική δικαίωση ήρθε γρήγορα για τον Θέμη Αδαμαντίδη. Για άλλους το να γνωρίσουν τέτοια επιτυχία σε τόσο νεαρή ηλικία θα εξασφάλιζε μια σίγουρη θέση πάνω στο καλάμι της υπεροψίας. Όμως όταν προέρχεσαι από έναν κόσμο σαν κι αυτόν στον οποίο μεγάλωσε κι όταν στα πρώτα σου βήματα συνεργάζεσαι με μεγέθη όπως εκείνο του Στέλιου Καζαντζίδη, αντιλαμβάνεσαι πως τα βήματά σου μπορούν να είναι σταθερά μόνο αν τα πόδια σου παραμένουν στη γη.
Η χροιά και η μελωδικότητα της φωνής του, σε συνδυασμό με τη στροφή των δισκογραφικών στο ελαφρολαϊκό, καθόρισαν τις πρώτες δουλειές του. Όμως ο μετέπειτα κουμπάρος του, ο αξεπέραστος Στέλιος είχε το «αυτί» που χρειαζόταν για να αντιληφθεί πως το είδος που θα ταίριαζε όσο κανένα άλλο στο προσωπικό στυλ του Αδαμαντίδη ήταν το λαϊκό. Γνήσιο σαν τον ίδιο. Με τα καλά του και με τα κουσούρια του. Με τις κορώνες, τα γυρίσματα και τα βιμπράτα του. Όχι μόνο εκείνα που ήταν γραμμένα στις παρτιτούρες, αλλά κι αυτά που καθόρισε η ζωή του.
Σε μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του είχε εκμυστηρευτεί ότι βρίσκεται πάντα εκεί που προστάζει η καρδιά του. Προφανώς η πορεία του εδώ και 40 χρόνια στο τραγούδι μαρτυρά τη μεγάλη αγάπη του για το τραγούδι και για τον κόσμιο, σε αυτή την αμφίδρομη και αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση που ποτέ δεν στηρίχτηκε σε… μεσάζοντες κι ενδιάμεσους. Ο Θέμης Αδαμαντίδης δεν είναι μια περσόνα-δημιούργημα των media και γι’ αυτό –όσα χρόνια κι αν περάσουν- δεν κινδυνεύει να μετατραπεί σε καρικατούρα…
Κουβαλώντας αυτή τη γνήσια λαϊκότητα που πλέον σπανίζει, γνωρίζει καλά πως σε έναν κόσμο που άγιοι δεν υπάρχουν, η καθαρή ματιά και οι μετρημένες (έξω από τους δίσκους και τις πίστες) λέξεις είναι η πραγματική κληρονομιά που αφήνει πίσω του ο τελευταίος τεράστιος αντί-σταρ του ελληνικού τραγουδιού. Αυτό και η βελούδινη φωνή του.