Η Τέτα Κωνσταντά, κατά κόσμον Ελισσάβετ Κωνσταντοπούλου (ο Όμηρος Ευστρατιάδης της το άλλαξε), γεννήθηκε στην Αθήνα. Η μητέρα της εργαζόταν ως ταξιθέτρια σε θέατρα, όπου εμφανίζονταν σπουδαίοι πρωταγωνιστές.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Έτσι, το νεαρό τότε κορίτσι ήρθε από νωρίς σε επαφή με τον χώρο της υποκριτικής, γνώρισε την… μαγεία της σκηνής και των παρασκηνίων και ενώ ένα από τα πράγματα που την εντυπωσίασαν ήταν το γεγονός ότι οι ηθοποιοί είχαν τη δυνατότητα να μεταμορφώνονται και να ανεβαίνουν στο σανίδι ακόμη και σε μεγάλη ηλικία. Το… σαράκι του ηθοποιού είχε μπει μέσα της από πολύ μικρή ηλικία.
Η ηθοποιός αγαπήθηκε πολύ από το κοινό κυρίως λόγω των κινηματογραφικών ταινιών (πάνω από 70 στο σύνολο), στις οποίες πρωταγωνίστησε. Μαζί με ηθοποιούς όπως ο Σταμάτης Γαρδέλης, η Σοφία Αλιμπέρτη, τα αδέλφια Ντούζου, ο Παύλος Ευαγγελόπουλος και ο Πάνος Μιχαλόπουλος αποτέλεσαν την ελίτ των νεανικών -κωμικών ή κοινωνικών- φιλμ της εποχής της. «Άγρια νιάτα», «Τα τσακάλια», «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα», «Ο Παπασούζας φαντομάς» και «Ο ροζ γάτος» ήταν μερικές από τις παραγωγές που μέχρι και σήμερα τις αγαπάει ο κόσμος από την δεκαετία του ’80. Καλλιτεχνικός «νονός» της ήταν ο Όμηρος Ευστρατιάδης, ο οποίος «έκοψε» το Ελισσάβετ Κωνσταντοπούλου (σ.σ. όπως ήταν το κανονικό της ονοματεπώνυμο) σε Τέτα Κωνσταντά.
Μερικές από τις ταινίες που έχει μετάσχει είναι:
Άγρια νιάτα (1982), Αδέξιος εραστής (1985), Αδελφή μου αγάπη μου (1987), Θηλυκό θηριοτροφείο (1984), Θηριοτροφείο αρρένων εναντίον θηλέων (1985), Και κλάμα στα σχολεία (1984), Ο Παπασούζας φαντομάς (1983), Ο άνθρωπος που το ‘παιζε πολύ (1983), Ο ροζ γάτος (1985), Ρόδα τσάντα και κοπάνα (1982), Τα καμάκια (1981), Τα σαϊνια (1982), Τα τσακάλια (1981), Το μεγάλο ρουθούνι (1981), Το παίζω και πολύ άντρας (1983), Ένα τρελό τρελό μούτρο (1986), Ένας παράξενος έρωτας (1989), Έπαθα την πλάκα μου (1987), Έρωτας στα κύματα (1988), Δύο φορές ψεύτης (1989), Είσαι το λαχείο μου (1990), Εδήλωσα τρελός δεν πάω στο στρατό (1988), Επαγγελματίας οπαδός (1985), Επιστροφή στη ζούγκλα (1988), Ερωτιάρης γάτος (1989), Ερωτικές κόντρες (1987), Ευρωκόπανοι (1988), Η καρδιά του πατέρα (1990), Η ντίβα και ο πρωτάρης (1988), Και κλάμα ο ξενοδόχος (1985), Καλοκαιρινές αταξίες (1989), Κατάσκοποι της συμφοράς (1987), Κλασσική περίπτωση βλάβης (1987), Μανούλια στο φροντιστήριο (1989), Μια τρελή τρελή νύχτα (1989), Ο εραστής της γυναίκας μου (1986), Πάρτυ για τρεις (1986), Ραδιοπειρατή αγάπη μου (1988), Το κορίτσι του μπάτσου (1987) και Τρελοί κομπιναδόροι απίθανα κορίτσια (1986).
Η Τέτα Κωνσταντά είχε πει: “Η ταινία αυτή δεν ήταν η πρώτη ούτε και η πιο αγαπημένη μου, σίγουρα όμως είχε μεγάλη επιτυχία και αποδοχή από το κοινό. Δεν νομίζω ότι εκείνη την εποχή που συνέβαιναν όλα αυτά – δημοσιότητα, αγάπη και αποδοχή από το κοινό – καθόταν κανείς μας να εκτιμήσει και να αξιολογήσει τα κέρδη μας. Οι ταινίες γυρίζονταν απανωτές. Εμείς συμμετείχαμε βάζοντας ο καθένας το στίγμα του. Η φήμη και η αγάπη του κόσμου μας έδειχναν ότι είμαστε σε σωστό δρόμο. Αυτό που θυμάμαι από το “Ρόδα τσάντα και κοπάνα” είναι ότι σχεδόν δεν υπήρχε σενάριο. Όλοι αυτοσχεδιάζαμε και βάζαμε λόγια και σκηνές. Πράγματα δικά μας.
Όπως είπα και πριν, τα ονόματα όπως και ολόκληρες σκηνές του έργου φτιάχτηκαν κυρίως από τους ίδιους τους ηθοποιούς. Μεγάλη συμβολή είχε σε αυτό ο Γιώργος Ρήγας, κατά την ταινία “Χάλιας”. Το πιο σημαντικό που πρόσφερε σε εμάς αυτή η ταινία ήταν η συνεύρεση με τεράστιους ηθοποιούς μιάς προηγούμενης γενιάς που υπήρξαν για εμάς δάσκαλοι και το κομμάτι της ηθοποιίας αλλά κυρίως ως προς το ήθος που οφείλει να έχει ένας ηθοποιός.
Με όλους τους ηθοποιούς της γενιάς μου είχα και έχω – αν και βλεπόμαστε σπάνια – πολύ καλές σχέσεις και άψογες συνεργασίες. Άλλωστε βρισκόμασταν συνέχεια από την μια ταινία στην άλλη και ποτέ δεν ένιωσα ανταγωνισμό από κανέναν. Οι ευτυχέστερες συνεργασίες μου ήταν με τους μοναδικούς και υπέροχους ηθοποιούς που πραγματικά μας δίδαξαν κινηματογράφο, όπως οι Μουστάκας, Ηλιόπουλος, Βουτσάς, Βλαχοπούλου, Καραγιάννη, Φωτόπουλος, Ρίζος…”!
Σε συνέντευξή της η Τέτα Κωνσταντά είχε πει: “Οι ηθοποιοί της γενιάς μου πραγματικά δεν συνέχισαν την πορεία τους όχι από δική τους ανικανότητα αλλά γιατί πραγματικά υπήρξε μια απαξίωσή τους από σκηνοθέτες και παραγωγούς που δραστηριοποιήθηκαν στον χώρο της ιδιωτικής τηλεόρασης κυρίως. Μια ολόκληρη γενιά πραγματικά ταλαντούχων και αγαπημένων από το κοινό ηθοποιών, θεωρηθήκαμε “καμμένα χαρτιά” και αυτό σε συνδυασμό με το τέλος σχεδόν του ελληνικού κινηματογράφου, μας έβγαλε στην άκρη.
Φτάσαμε έτσι στην εποχή των ηθοποιών “μιας χρήσης” που χρησιμοποιούνται για μια σεζόν σε κάποιο σίριαλ και την επόμενη χρονιά δεν τους θυμάται κανείς. Εγώ όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου εξακολούθησα να υπάρχω στον χώρο σε λιγότερο προβεβλημένες δουλειές, διδάσκοντας, κάνοντας μεταγλωττίσεις και δικές μου θεατρικές δουλειές, κυρίως παιδικό θέατρο. Σήμερα που όλα τα επαγγέλματα βρίσκονται σε σοβαρή κρίση, οι ηθοποιοί έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας και όσοι δουλεύουν είναι απλήρωτοι ή κακοπληρωμένοι. Πραγματικά το επάγγελμά μας έχει γίνει χόμπι και δύσκολα ζει πλέον κανείς απ’ αυτό”.
Ο έρωτας της Τέτας Κωνσταντά με τον επίσης ηθοποιό αλλά και ζωγράφο και σκηνογράφο Γιάννη Ματαράγκα, την οδήγησε στο να αφοσιωθεί στην οικογένειά της και στα δύο της παιδιά.
Ο γιος της, Γιώργος, μάλιστα ακολουθεί σήμερα τα βήματα των γονιών του.