Η Τασσώ Καββαδία γεννήθηκε στην Πάτρα στις 10 Ιανουαρίου 1921.Είναι η ηθοποιός που ερμήνευσε την κακιά σε ταινίες τόσες φορές, ώστε το κοινό την ταύτισε με τον ρόλο.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Κάποια στιγμή η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα, όπου και πέρασε άνετα και ξένοιαστα παιδικά χρόνια. Το κορίτσι τελειώνει λοιπόν το Γυμνάσιο και έχει όνειρο να σπουδάσει υποκριτική, αλλά συναντά την κάθετη άρνηση από την οικογένειά της.
Ο πατέρας της όχι μόνο της απαγόρευσε οποιαδήποτε σκέψη για πανεπιστήμιο, αλλά έσπευσε να την παντρέψει κιόλας το 1942 σε ηλικία 21 ετών με έναν βιομήχανο, τον Αντώνη Σαλαπάτα και αποκτά τα τρία της παιδιά, τον Γιώργο τον Βασίλη και την Ευγενία. Ωστόσο, εφτά χρόνια αργότερα η νεαρή Τασσώ παίρνει τη δύσκολη -και κόντρα σε όλους- απόφαση να χωρίσει και να κυνηγήσει το όνειρό της! Είχε κάνει το θέλημα των γονιών της, ήταν τώρα ώρα να ακολουθήσει τη δική της επιθυμία.
Η ίδια είχε πει:«Εκείνα τα χρόνια με τον πρώτο σύζυγό μου ήταν πολύ δημιουργικά για μένα. Σπούδασα πιάνο, έμαθα τη γραφή των τυφλών και έγραφα βιβλία γι’ αυτούς, ήμουν νοσοκόμα και ανήκα στο τμήμα ψυχαγωγίας του Ερυθρού Σταυρού -γιατί τότε ήταν ο πόλεμος του ’40- κι ένα σωρό άλλα πράγματα, παράλληλα με τις υποχρεώσεις μου ως μητέρα. Εξέπεμπα όμως σε άλλο μήκος κύματος από εκείνον και διαλύσαμε τον γάμο μας».
Η Τασσώ φεύγει στο Παρίσι όπου σπουδάζει διακόσμηση. Ο Τσαρούχης είναι αυτός που την παροτρύνει να κάνει μαθήματα υποκριτικής στο Θέατρο Τέχνης με τον Κάρολο Κουν, ο οποίος επίσης συνεργαζόταν με τη Σχολή Σταυράκου.
Στη μεγάλη αγκαλιά του Καρόλου Κουν η Καββαδία θα βρει την κλίση της, αν και η εποχή είναι δύσκολη για την ίδια είχε πει: «Όταν πήγα στη Σχολή του Κουν, ήμουν είκοσι επτά χρόνων και τους είπα ότι είμαι μεγάλη, αλλά μου απάντησαν ότι δεν υπάρχει ηλικία στην τέχνη. Κοντά στον Κουν έμεινα επτά χρόνια, τρία στη Σχολή και τέσσερα στο Θέατρο Τέχνης της Σταδίου, που τότε στήθηκε. Έπαιξα πολλούς και διαφορετικούς ρόλους με μοναδική πληρωμή ένα φλιτζάνι καφέ και ένα πακέτο τσιγάρα»!
Το 1965 παντρεύτηκε με τον δημοσιογράφο Βασίλη Καζαντζή, αν και ο πρόωρος θάνατός του θα την αναγκάσει να περάσει τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής της μόνη. Κάτι όμως που δεν την ενοχλούσε, γιατί όπως δήλωνε: «Έχω ζήσει μια γεμάτη ζωή και ξέρω πως ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος του».
Η κινηματογραφική τυποποίηση της Καββαδία ήδη από τον πρώτο της ρόλο δεν άρεσε βέβαια καθόλου στον μεγάλο δάσκαλό της Κάρολο Κουν, που ένιωθε ότι το ποιοτικό ύφος της σχολής του δεν συμβάδιζε με το εμπορικό σινεμά. «Καυγαδίζαμε συνέχεια και θυμάμαι πόσο μαρτύρησα μαζί του όταν έμαθε ότι θα παίξω στη δεύτερη ταινία μου, τη “Στέλλα”».
Η Τασσώ συνεργάστηκε κατόπιν με τη Φίνος Φιλμ. Δίπλα στον γεννήτορα του ελληνικού σινεμά Φίνο θα γνωρίσει δόξα και φήμη ως η απόλυτη στρίγγλα της μεγάλης οθόνης. Η καριέρα της στη Φίνος θα ξεκινήσει το 1960 με την ταινία «Το Κλωτσοσκούφι», όπου ερμήνευσε τη στριμμένη αδελφή του Αλέκου Αλεξανδράκη, και θα απογειωθεί με τις ερμηνείες της στη «Μια τρελή τρελή σαραντάρα», όπου υποδύεται τη σοβαρή αδελφή της Ρένας Βλαχοπούλου, και στην «Αμαρτία της ομορφιάς», όπου μας χαρίζει ρεσιτάλ ερμηνείας ως αυταρχική μάνα.
Το 1971 ο Γιάννης Δαλιανίδης και ο Φίνος αποφασίζουν να γυρίσουν μια ταινία εμπνευσμένη από την μόδα της εποχής που ήταν τα καλλιστεία, αλλά και από τον «μύθο» των Ελλήνων εφοπλιστών που ήταν στη μεγάλη τους ακμή. Τίτλος της «Η αμαρτία της ομορφιάς». Ήταν η χρονιά που ο Φίνος ανακάλυψε μια νέα ηθοποιό, την Μπέτυ Λιβανού, στην οποία εμπιστεύθηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μαζί της στην ταινία ο Νίκος Γαλανός, που ήταν ο ζεν πρεμιέ της εποχής. Όπως λένε τα στοιχεία της Finos Film, η Τασσώ Καββαδία, αν και είχε αποφασίσει να μην ξαναπαίξει το ρόλο της κακιάς που συνήθιζε να ερμηνεύει μέχρι τότε, δέχτηκε να γίνει κακιά πεθερά εισπράττοντας την τριπλάσια αμοιβή από αυτή που συνήθως έπαιρνε.
Το μοναδικό της ταλέντο αλλά και η αρχοντική της παρουσία ήταν κομμένα και ραμμένα για τον ρόλο της ψηλομύτας και εκδικητικής, σε μια ευτυχή παντρειά κατά την οποία το ελληνικό σινεμά βρήκε τη μεγάλη του καρατερίστα. Η κινηματογραφική ακμή της Καββαδία κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια και η ίδια συμμετείχε σε 70 κοντά ταινίες, υποδυόμενη αρχοντικές και κακές γυναίκες. Η ίδια είχε πει:«Στην πρώτη μου ταινία έπαιξα μια άρρωστη γυναίκα που έχει χάσει το παιδί της και επειδή ζηλεύει τον άντρα της του κάνει τη ζωή πατίνι. Τους άρεσα πως έπαιζα αυτόν τον ρόλο και από τότε άρχισαν να μου προτείνουν ανάλογες ηρωίδες.
Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που έκανε τους σκηνοθέτες να μου προτείνουν να παίζω όλες τις στρίγκλες είχε πει. Ο Κακογιάννης μου είπε κάποτε ότι έχω κάτι στο βλέμμα μου που καρφώνει τον άλλον. Δεν θα ξεχάσω στα γυρίσματα της ‘‘Στέλλας’’ που η Μελίνα αναρωτιόταν πώς θα μου δώσει εκείνο το χαστούκι. ‘‘Μη σε νοιάζει’’, της απάντησε ο Κακογιάννης, ‘‘την ώρα που θα παίζετε, η Τασσώ θα σε κοιτάζει με τέτοιο βλέμμα που θα σε κάνει να της δώσεις τέσσερα χαστούκια’’. Ένα άλλο γεγονός που με έκανε να παίζω τελικά την κακιά του σινεμά ήταν ότι δεν με ένοιαζε να παίζω την άσχημη. Στην προσωπική μου ζωή είμαι εντελώς διαφορετική και οι νύφες μου λένε ότι είμαι καλή πεθερά»
Η Τασσώ Καββαδία με τις ερμηνείες της, σχεδόν πάντα έκανε τη ζωή δύσκολη στις συμπρωταγωνίστριές της. Ανάλογα με το σενάριο, ήταν αυστηρή, μοχθηρή, εκδικητική, ιντριγκαδόρα, ψηλομύτα ή απλώς κακιά. Το αυστηρό βλέμμα, η κοφτή φωνή, τα σουφρωμένα χείλη συνέθεταν την τέλεια εικόνα της κακιάς.
Ο κόσμος είχε ταυτίσει τόσο πολύ την ηθοποιό με τον ρόλο της, που πολλές φορές η ίδια νόμιζε ότι θα της επιτεθούν. «Ένιωθες πως θα με σκίσουν, αν με δουν μπροστά τους», είχε πει σε συνέντευξή της ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι αντιδράσεις του κόσμου τρόμαζαν τον σύζυγό της.
Παρόλο που είχε ταυτιστεί με την κακία και πολύς κόσμος τη μισούσε, η Καββαδία αναγνώριζε ότι ο ρόλος αυτός την έκανε γνωστή και της άνοιγε πόρτες στον κινηματογράφο. Αγαπούσε τον χαρακτήρα που ερμήνευε κι ας μην έμοιαζε με τον πραγματικό της.
Ωστόσο όσοι τη γνωρίζουν από κοντά μιλούν για έναν πολύ συμπαθή άνθρωπο. «Να χαμογελάτε! Κάθε μέρα κάτι άλλο θα φέρει, και μην τσιγκουνεύεστε την καλοσύνη» έλεγε η ίδια. Δηλωτικό του χαρακτήρα της είναι το γεγονός ότι την περίοδο της Κατοχής γίνεται Αδελφή του Ελέους δουλεύοντας για τον Ερυθρό Σταυρό.
Η Τασσώ Καββαδία εκτός από το θέατρο και τον κινηματογράφο, εργάστηκε στο ραδιόφωνο, γράφοντας κείμενα για μια γυναικεία εκπομπή και σε περιοδικά και εφημερίδες, κάνοντας ελεύθερο και καλλιτεχνικό ρεπορτάζ.Αργότερα, ασχολήθηκε και με μεταφράσεις κειμένων.
Με τον αυστηρό τρόπο και την υποκριτική μανιέρα τρόμαζε και τα εγγόνια της, όταν ήταν μικρά και έκαναν αταξίες. Ποτέ δεν ερχόταν σε ρήξη με τους συναδέλφους και τους προϊσταμένους της. Έφερνε εις πέρας όλες τις αρμοδιότητές της, χωρίς εντάσεις και ίντριγκες. Μόνο όταν ακουγόταν το «3,2,1 πάμε» και χτυπούσε η κλακέτα, η Τασσώ μεταμορφωνόταν. Από καλή κόρη, μητέρα, σύζυγος και συνεργάτης, γινόταν κακιά και αδίστακτη γυναίκα. «Η Αμαρτία της Ομορφιάς», ελληνική δραματική ταινία από το 1972. Εκεί ακούγεται μια από τις πιο δυνατές ατάκες: η ομίχλη του Λονδίνου. Και η έκρηξη ενάντια στη Μπέτυ Λιβανού….
Η όμορφη νεαρή αν και σκέφτηκε να ασχοληθεί με την υποκριτική κατέληξε να σχεδιάζει ρούχα. Και έτσι, όμως, κατέληξε να ακολουθεί τα χνάρια της γιαγιάς της. Πώς; Η γνωστή ηθοποιός, όπως αποκαλύπτει τώρα η νεαρή εγγονή της είχε σπουδάσει σχέδιο μόδας στη Γαλλία, ωστόσο, την «κέρδισε» το σανίδι και η ηθοποιία και έτσι το όνειρο της ραπτικής έμεινε στο συρτάρι. Ώσπου το έβγαλε από αυτό η εγγονή της.
«Εγώ χάραξα τη δική μου πορεία στο σχέδιο και εκείνη τη δική της και νομίζω ότι δεν θα συγκρινόταν αν έκανε κάτι άλλο εκτός από αυτό που έκανε. Γεννήθηκε για να κάνει αυτό. Όταν ήμουν μικρή σκέφτηκα να ασχοληθώ με την υποκριτική γιατί είχα επηρεαστεί από τη γιαγιά μου», είχε πει η νεαρή Αργυρώ.
«Ήταν ευγενική, γλυκιά και ηθική. Καμία σχέση με τον κακό άνθρωπο που έδειχνε στον κινηματογράφο», συμπλήρωσε μιλώντας στην εκπομπή του Ε «Στα Καλά Καθούμενα» και αναφερόμενη και πάλι στην γιαγιά της.
«Νιώθω υπερήφανη που είμαι εγγονή της Τασσώς. Νιώθω όμως λίγο μεγαλύτερη υπερηφάνεια που προέρχομαι από μια οικογένεια που τα μέλη της τα χαρακτηρίζει η ευγένεια και η καλοσύνη. Η Τασσώ λοιπόν δεν είχε καμία σχέση με αυτό που έβλεπες στις ταινίες της, ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη», είχε πει παλαιότερα η Αργυρώ Καλλιάφα.
Τα τελευταία χρόνια τα πέρασε κλινήρης στο σπίτι της στο Φάληρο, καθώς την ταλαιπωρούσαν πολλά προβλήματα υγείας. Η γλυκύτατη κακιά του μεγάλου πανιού ήταν πάντα μια μεγάλη αγωνίστρια της ζωής και έφυγε από τον κόσμο στις 18 Δεκεμβρίου 2010. «Δεν πιστεύω ότι τελειώνει η ζωή όταν γεράσεις. Δεν πρέπει να εγκαταλείπεις. Πιστεύω ότι πρέπει να κάνεις όνειρα για το αύριο».
Στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας παίχτηκε η τελευταία «πράξη» για την αξέχαστη Τασσώ Καββαδία, μία από τις σημαντικότερες Ελληνίδες ηθοποιούς που σημάδεψε με τις ερμηνείες της τον ελληνικό κινηματογράφο.
Φίλοι και συγγενείς είχαν συνοδεύσει την Τασσώ Καββαδία στην τελευταία της κατοικία, απευθύνοντας το ύστατο χαίρε στην πιο ευγενική και καλοσυνάτη «κακιά» της μεγάλης οθόνης. Ανάμεσά τους ο Κώστας Πρέκας και ο Τρύφωνας Καρατζάς.