Ο Τάσος Ψωμόπουλος είναι ένας ηθοποιός με πολυετή εμπειρία στο θέατρο, που έγινε, ωστόσο, γνωστός από τη βιντεοκασέτα.
Υπήρχαν εποχές, η δεκαετία του 1980 συγκεκριμένα, που τα βιντεοκλάμπ ήταν γεμάτα από τις δουλειές του, ο οποίος, όμως, δεν μοστραριζόταν συνήθως στο εξώφυλλο.
Το κοινό δεν χόρταινε βέβαια να τον βλέπει, γι’ αυτό και ήταν μια από τις καλτ μορφές της περιόδου του βίντεο που εμφανιζόταν πρακτικά παντού.
Με πάνω από 150 βιντεοκασέτες στο ενεργητικό του, ο Ψωμόπουλος ήταν ένα από τα φαινόμενα του καιρού, ένα φαινόμενο που με το μικρό του παράστημα και το στραβό χαμόγελό του έκλεβε την παράσταση χωρίς καν να το αποζητά.
Πόσο κρίμα κι άδικο ήταν όμως για τον ίδιο να γίνει ευρύτερα γνωστός από την αρπαχτή της βιντεοκασέτας! Γιατί ο Ψωμόπουλος δεν ήταν παρά ένας από τους χαρακτηριστικότερους δευτερορολίστες της εποχής του, ένας ηθοποιός με μεγάλη υποκριτική γκάμα που περιορίστηκε κι αυτός στη σβέλτη τυποποίηση του βίντεο.
Κι όμως, είχε να επιδείξει 40 ολόκληρα χρόνια θεάτρου και κινηματογράφου, μια μακρά πορεία στα καλλιτεχνικά δρώμενα δηλαδή που έμελλε να σφραγιστεί από τη βιντεοταινία. Κι έτσι, εκεί που οι νεότεροι τον έμαθαν -και τον αποθέωσαν- από τους ανεκδιήγητους «Κόπανους», τον «Βαμβακούλο και την γκολάρα του» ή το γαργαλιστικό «Ήταν άξιος», οι παλιότεροι τον θυμούνται να παίζει δίπλα στον Σταυρίδη και τον Παπαγιαννόπουλο.
Γι’ αυτό ίσως και έγινε αστέρι της βιντεοκασέτας και το τηλέφωνό του δεν σταματούσε να χτυπά στα ’80s, γιατί είχε ζηλευτή και αχτύπητη καριέρα στο ενεργητικό του πριν τον ανακαλύψει η μαγνητοταινία…
Ο Τάσος Ψωμόπουλος γεννιέται το 1942 στη Θεσσαλονίκη μέσα σε προσφυγική μικρασιατική οικογένεια. Το μοναχοπαίδι μεγαλώνει φτωχικά μέσα στον μαχαλά της Ευαγγελιστρίας, καθώς μόλις 2 χρονών θα χάσει τον πατέρα του και το μόνο εισόδημα το έφερνε τώρα στο σπίτι η μητέρα. Ευτυχώς που υπήρχε και η γιαγιά δηλαδή για να προσέχει το παιδί.
Όπως είχε εξομολογηθεί ο ίδιος, ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός γιατρός και κάποια στιγμή που έβγαινε από το 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο με έναν συνάδελφό του, πυροβόλησαν τον φίλο του: «Θες από φόβο, θες από την ταραχή, έσκασε η χολή του και σε μερικές μέρες πέθανε κι εκείνος», θυμάται ο ίδιος.
Αυτός βέβαια ήταν γεννημένος ηθοποιός και έστηνε παραστάσεις με μαριονέτες και κουκλοθέατρο από πιτσιρικάς. Με χιούμορ που δεν μπορούσε να κρυφτεί, έκανε συνέχεια χωρατά και σκάρωνε φάρσες, ενώ έμεινε γνωστός στη γειτονιά για τις μιμήσεις του. Δεν ήθελε όμως να γίνει ηθοποιός, αλλά γιατρός σαν τον πατέρα του.
Αφού απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις της Ιατρικής Σχολής, με παρότρυνση κάποιων γειτόνων του ηθοποιών μαθαίνει μερικά κομμάτια και τραβά για τη δραματική σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη. Και γίνεται φυσικά δεκτός με τυμπανοκρουσίες!
Σπουδαστής ήταν ακόμα όταν θα περάσει από οντισιόν σε μια παράσταση του Παπαγιαννόπουλου το 1963 και θα τον τσιμπήσουν αμέσως. Έτσι κατέβηκε στην Αθήνα, πριν καν γίνει επαγγελματίας, αν και θα μάθαινε σύντομα ότι ηθοποιός γίνεσαι ουσιαστικά στο σανίδι.
Την επόμενη χρονιά θα δουλέψει δίπλα στον Σταυρίδη και την Καλουτά στο Βασιλικό Θέατρο, όταν και θα πάρει τις πρώτες θετικές κριτικές. Τόσο καλός ήταν που ο μεγάλος μας Νίκος Σταυρίδης αποφασίζει να τον πάρει μόνιμα στον θίασό του, βάζοντας τα θεμέλια για μια μακρά θεατρική καριέρα που μόλις ξεκινούσε.
Ως Σαλονικιός μάλιστα στην Αθήνα, πιάνει ένα σπιτάκι πού αλλού, στην Κυψέλη, εκεί όπου ζούσαν ένα κάρο ηθοποιοί. Σύντομα θα γίνει ένας από τους καλύτερους δευτερορολίστες της γενιάς του και δεν θα μείνει μάλιστα ποτέ χωρίς δουλειά μέχρι το 2004, όταν και θα αποσυρόταν οριστικά από το σανίδι, έχοντας διαγράψει 42 ολόκληρα χρόνια στο θέατρο!
Ο Ψωμόπουλος συνεργάστηκε πρακτικά με όλα τα ιερά μας τέρατα, από τον Σταυρίδη, τον Παπαγιαννόπουλο, τον Ευθυμίου και τον Φωτόπουλο μέχρι τον Ηλιόπουλο, τον Αυλωνίτη, τον Ρίζο και τη Βλαχοπούλου. Θεατρικά ήταν πραγματικά ανάρπαστος και οι ρόλοι του ήταν πάντα απολαυστικοί. Ο ίδιος ήταν εξάλλου πάντα ομαδικός παίκτης και προσπαθούσε να βοηθήσει τους νέους ή τους λιγότερους καλούς. Όλα για την παράσταση δηλαδή.
Αφού πέρασε από τις μεγάλες αθηναϊκές σκηνές, την τελευταία θεατρική δεκαετία της ζωής του επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου βρήκε μόνιμο σπίτι στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, όπου δούλεψε από το 1994-2004. Ξεχώρισε για άλλη μια φορά σε παραστάσεις-σταθμούς, όπως στα έργα «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ο’Νιλ, «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπρεχτ, «Οδυσσέα γύρισε σπίτι» του Καμπανέλλη, «Εξορία» του Μάτεσι, «Όρνιθες» του Αριστοφάνη κ.ά.
Η τελευταία του θεατρική δουλειά ήταν «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» το 2004, όταν και έκλεισε μια σπουδαία θεατρική καριέρα γεμάτη προσωπικές και συλλογικές επιτυχίες. Αυτός ήθελε μάλιστα να σταματήσει το 2002, όταν βγήκε στη σύνταξη, αλλά οι σκηνοθέτες του ΚΘΒΕ δεν έμοιαζαν διατεθειμένοι να τον αφήσουν να ξεκουραστεί.
Εξίσου μακρά θα ήταν και η πορεία του στον ελληνικό κινηματογράφο. Αφού τον ανακάλυψε ο Ορέστης Λάσκος, έκανε το ντεμπούτο του στα «Ομορφόπαιδα» (1971) του ιδίου με τον Σταυρίδη και την Προκοπίου. Σειρά είχαν μετά τα «Δάκρυα για έναν αλήτη» (1971), «Μάρα η τσιγγάνα» (1971) και «Σέργιος και Άννα» (1971), που τον εγκαθίδρυσαν στο πανί και προσυπέγραψαν την παρουσία του σε καμιά τριανταριά ταινίες του ελληνικού σινεμά.
Ξεχωρίζουν οι πάντα χαρακτηριστικές εμφανίσεις του στο «Μπουζάνκα αλά ελληνικά» (1975), «Σπηλιά της αμαρτίας» (1976), «Υποψήφιοι βουλευτές και βουλευτίνες» (1980), «Έξοδος κινδύνου» (1980), «Ο σεξοκυνηγός» (1980) και τόσες ακόμα, αν και πολλές είχαν το άρωμα της βιντεοκασέτας παρά το γύρισμα σε φιλμ. Ακόμα και οι αξέχαστοι «The Κόπανοι» στη σκοτεινή αίθουσα βγήκαν εξάλλου.
Δεν μπορείς πάντως να μην τον μνημονεύσεις στις ταινίες «Εγώ και το πουλί μου» (1982), «Ήταν άξιος» (1982), «Πάτερ Γκομένιος» (1982), «Πες τα βρωμόστομε» (1983), «Λαλάκης ο εισαγόμενος» (1984), «Ο ιππότης της λακκούβας» (1985), «Κλεφτρόνι και τζέντλεμαν» (1987) και το σπαρταριστό καλτ διαμαντάκι «The Κόπανοι» (1987). Προσθέτοντας σε αυτά και τις 152 βιντεοταινίες που έχει παίξει, μιλάμε για παραγωγικότατη καριέρα που δεν είχε λες τέλος!
Επίσης, ήταν ένας από τους πρώτους που εμφανίστηκαν ποτέ στο ελληνικό γυαλί. Η τηλεόραση παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1966 και ο Ψωμόπουλος ήταν στο καστ των πρώτων εκπομπών, στο παιδικό τηλεοπτικό θέατρο κυρίως. Το γυαλί τον αγαπούσε πολύ εξάλλου, όπως θα γινόταν σαφές μερικές δεκαετίες αργότερα με το βίντεο, κι εκείνος έκανε καριέρα ήδη από τη συχνότητα της ΥΕΝΕΔ. Κι αν στο θέατρο είχε έναν Σταυρίδη να τον λατρεύει, στην τηλεόραση είχε έναν Αλέκο Σακελλάριο να τον παίρνει σε ό,τι δουλειά έκανε!
Από την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο ογκόλιθος της νεοελληνικής κωμωδίας, τον ανακάλυψαν κι άλλοι τηλεοπτικοί σκηνοθέτες και πλέον τον συναντούσες παντού, από σίριαλ και εκπομπές μέχρι και παιδικά. Αν πρέπει να αναφέρουμε μερικά δείγματα της τηλεοπτικής του δουλειάς, θα μιλήσουμε για τις σειρές «Μια Αθηναία στην Αθήνα» (1976), «Μια φορά κι έναν καιρό» (1976), «Μεθυσμένη πολιτεία» (1980), «Μη μου γυρνάς την πλάτη» (1986), «Η αλεπού και ο μπούφος» (1987), φτάνοντας μέχρι και τη δεκαετία του 1990 με τις σειρές «Φόνος χωρίς ταυτότητα» (1990), «Η καλή πεθερά» (1993) και «Σας έπιασα στα πράσα» (1993)…
Όπως και όλοι λίγο-πολύ οι παλιότεροι ηθοποιοί, ο Ψωμόπουλος πέρασε αγέρωχα στην εποχή της βιντεοταινίας, θεωρώντας κι αυτός πως πολλές από αυτές ήταν μόνο αρπαχτές: «Τις έβλεπα μετά και έλεγα ‘‘τι έκανα;’’ και ένιωθα ντροπή», εκμυστηρεύτηκε κάποια στιγμή σε συνέντευξή του, «όμως έβλεπα ότι ακόμα κι αυτές άρεσαν πολύ. Κάποιες ήταν και καλές. Έγιναν κλασικές».
Μιλάμε άλλωστε για μια εποχή που οι παραγωγοί της βιντεοκασέτας ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια και όλοι μα όλοι ήθελαν τον Ψωμόπουλο στην ταινία τους! Οι τίτλοι των βιντεοταινιών που έχει παίξει πρακτικά δεν έχουν τέλος και θα χρειαζόσουν γερές ανάσες για να τους απαριθμήσεις. Αν τους θυμάται φυσικά όλους ακόμα και ο ίδιος.
Ο Ψωμόπουλος διασώθηκε από την εποχή και, όπως είπε, έβγαλε και καλά λεφτά, γιατί ήταν πάντα μετρημένος και προνοητικός. Ήξερε πως κάποια στιγμή όλα αυτά θα τέλειωναν και φρόντισε να αμείβεται καλά και να κολλά πάντα ένσημα. Για τα ένσημα των ηθοποιών είχε δώσει μάλιστα μεγάλες μάχες το 1992-1994, όταν ως γενικός γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών είχε καταφέρει να πείσει την υπουργό Πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη, να εκχωρηθεί ένα κονδύλι σε παλαίμαχους ηθοποιούς ώστε να εξαγοράσουν τα ένσημά τους. Η εξασφάλιση αρκετών βετεράνων του σανιδιού στα γεράματά τους του χρωστούσε πολλά…
Ο Ψωμόπουλος επέστρεψε στη δεκαετία του 1990 στη συμπρωτεύουσα για να εγκαινιάσει τη δεκαετή συνεργασία του με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και δεν γύρισε ποτέ στην Αθήνα. Όταν αποστρατεύτηκε από την ενεργό δράση, δεν θέλησε μάλιστα να επιστρέψει ποτέ στον επαγγελματικό στίβο που τον αγάπησε και τον ανέδειξε, θέλοντας να κάνει τόπο στους νέους.
Τώρα ζούσε με την οικογένειά του, τη σύζυγο και τα δυο του παιδιά, στην Ασπροβάλτα Θεσσαλονίκης και περνούσε τη μέρα του σαν σωστός συνταξιούχος, παίζοντας ΠΡΟ-ΠΟ και χαζολογώντας στη γειτονιά. Έκοψε μάλιστα, όπως είπε, το θέατρο και την τηλεόραση, όπως και την παρέα με παλιούς συναδέλφους. Τα κολλητάρια του είναι πια τα καναρίνια του και ο πάντα πιστός του σκύλος.
Στα παιδιά του προσπάθησε μάλιστα να εμφυσήσει το μεράκι της υποκριτικής, αν και δεν θα τα κατάφερνε. Τα κορίτσια μια φορά δεν σταμάτησε να τα πειράζει, καθώς κάποιες συνήθειες δεν κόβονται ποτέ!