Μετά από ένα μπαράζ από πρεμιέρες και επανεκδόσεις των τελευταίων εβδομάδων, το νέο επταήμερο, που ξεκινά απόψε, διαθέτει μόλις τέσσερις καινούργιες ταινίες, αλλά ίσως και το κινηματογραφικό γεγονός της χρονιάς, η τελευταία ταινία του 90χρονου Κλιντ Ίστγουντ “Cry Macho” στο οποίο και πρωταγωνιστεί! Από τις υπόλοιπες τρεις ταινίες ξεχωρίζει εμφανώς το δράμα εποχής “Μαθήματα Περσικών” του Βαντίμ Πέρελμαν, ενώ την τύχη τους θα αναζητήσουν στα ταμεία και η κωμωδία “Αντίο Ηλίθιοι”, μια πολυβραβευμένη και τεράστια επιτυχία στη Γαλλία, και το ντοκιμαντέρ “Βασιλιάς Ότο“, για τον Ρεχάγκελ.
Cry Macho. Δραματική περιπέτεια, αμερικανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Κλιντ Ίστγουντ, με τον ίδιο και τους Εντουάρντο Μίνετ, Νατάλια Τρέιβεν, Ντουάιτ Γιοακάμ, Φερνάντα Ουρεχόλα κ.ά.
Η επιστροφή του γερόλυκου Κλιντ Ίστγουντ, ως πρωταγωνιστής, εκτός από σκηνοθέτης, δυο χρόνια μετά το “Βαποράκι” κι ενώ έχει πατήσει τα 90, αποτελεί ένα αξεπέραστο κινηματογραφικό ρεκόρ. Όχι, γιατί είναι ο γηραιότερος πρωταγωνιστής που έπαιξε σε ταινία, αλλά γιατί είναι ο γηραιότερος σταρ που κρεμιέται πάνω του ένα φιλμ και μάλιστα περιπέτεια. Ένα δραματικό νέο-γουέστερν με το οποίο κάνει τον απαραίτητο απολογισμό και αυτοκριτική της μακροχρόνιας σταδιοδρομίας του και ζητά με ένα δημιουργικό τρόπο τη συγχώρεση για τα όποια λάθη του.
Ο ακατάβλητος Ίστγουντ πιάνει ένα μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Νας, που η κινηματογραφική του περιπέτεια ξεκίνησε από το μακρινό 1975, όταν προσπάθησε να το διασκευάσει ο Ρόι Σάιντερ, αλλά το σχέδιο έμεινε στα χαρτιά, το εμπιστεύεται στον συνεργάτη του σεναριογράφο Νικ Σενκ (“Gran Torino”) και το απογειώνει, ολοκληρώνοντας ουσιαστικά την φιλμική του τριλογία- το καταστάλαγμα μιας ζωής.
Κι αυτό γιατί ο Ίστγουντ, το σύμβολο του λευκού Αμερικανού μοναχικού ήρωα, παρατηρεί αποσβολωμένος την εξέλιξη της ιστορίας, της ανθρωπότητας, των ΗΠΑ και εμφανώς διαφωνεί με πολλά απ’ όσα έπαιξε και γύρισε, ορισμένους λόγους που τον έκαναν είδωλο, στερεότυπα που υπηρέτησε. Μια τριλογία,(δηλαδή τρεις ταινίες) που ξεκίνησε με το συγκλονιστικό, και μια από τις σημαντικότερες ταινίες του, το “Gran Torino”, και τον Ίστγουντ, πλήρως απογοητευμένο από τον “σαπιοκοιλιά” γιο του, τον Αμερικανό που ζει για να μαζεύει χρήματα, αλλά και τα ανόητα εγγόνια του, να προτιμά να χαρίσει το δικό του σύμβολο, το όνειρό του, μια συλλεκτική Φορντ Γκραντ Τορίνο του 1972, σε ένα νεαρό Κορεάτη, ελπίζοντας ότι έστω θα την πάει λίγο παραπέρα. Στο συμπαθές και πιο προσωπικό “Βαποράκι” ο τελευταίος θρύλος εν ζωή, ζητά συγνώμη από την οικογένειά του, για την απουσία του, την τρέλα της δουλειάς, τη ματαιοδοξία. Κι εδώ, εν έτει 2021, ο Κλιντ Ίστγουντ, ολοκληρώνει την ανασκόπηση της ζωής του, αλλά και την επανεξέταση ισχυρών δογμάτων με τα οποία μεγάλωσε, πιστεύοντας ότι μπορεί να υπάρξει μέλλον μέσα από τα μάτια και την καρδιά ενός έφηβου Μεξικανού. Κι επιτέλους, βλέπουμε μια ταινία που δεν διαβάλει τον μεξικανικό λαό, αλλά αντιθέτως, αναδεικνύει την ομορφιά και την ψυχή του απλού Μεξικανού και μιας χώρας που το Χόλιγουντ, σε μεγάλο βαθμό, θέλει πηγή κακών, όπως με τη Ρωσία ή τις αραβικές χώρες, σε ένα μακροχρόνιο κρεσέντο ρατσισμού και μισαλλοδοξίας.
Η ταινία μάς γυρίζει στο Τέξας του 1979, όταν ένας παλαίμαχος του Ροντέο, ένας παλιός καουμπόι αναγκάζεται, από μία υποχρέωση που είχε στο πρώην αφεντικό του, να του κάνει μια χάρη, να του φέρει από το Μεξικό τον γιο του, που κακοπερνά δίπλα στη μητέρα του, που την εγκατέλειψε, όπως και το παιδί του, πριν πολλά χρόνια. Ο γεροκαουμπόι θα βρει τον μικρό και καταλαβαίνοντας ότι η μητέρα του τον κακοποιεί για να εκδικηθεί τον πατέρα του θα τον πάρει μαζί του στο δύσκολο ταξίδι της επιστροφής στις ΗΠΑ. Μέχρι που θα εγκλωβιστεί σε ένα μεξικάνικο χωριό και θα γνωρίσει την καλοσύνη, την προσφορά, την ωραιότητα της ψυχής των απλών Μεξικανών και ειδικά μέσα από τη γοητεία μίας μεσήλικης που αντιλαμβάνεται, χωρίς να ξέρει πολλά, ότι ο γεροκαουμπόι και το παιδί θέλουν τη βοήθειά της και τους την προσφέρει απλόχερα.
Στο νέο-γουέστερν αυτό, που η μοναδική διαφορά από τις κλασικές ταινίες γουέστερν, είναι η αντικατάσταση των αλόγων από τα αυτοκίνητα, ο Ίστγουντ δεν κάνει μια δυναμική περιπέτεια -αν και μερικές φορές τής λείπει η απαραίτητη για το είδος ένταση- προτιμά τον λυρισμό, την ανάδειξη τού συναισθηματικού φορτίου που κουβαλά και ρίχνει σταλιά- σταλιά τις εμπειρίες μιας ζωής στο υποδειγματικό σενάριο. Δένει την εφηβική ορμή, τον ψημένο χαρακτήρα ενός ταλαιπωρημένου παιδιού 13 χρόνων, με την ωριμότητα των γηρατειών και σε κάποια στιγμή του λέει με νόημα ότι «αυτά που κάναμε στα νιάτα μας, νομίζοντας ότι είμαστε “μάτσο”, ήταν ανοησίες, δεν ξέραμε και αργήσαμε να καταλάβουμε ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα».
Ένα από τα χαρακτηριστικά της ταινίας είναι η σκοτεινή φωτογραφία, του μάστορα Μπεν Ντέιβις, πολλά νυχτερινά πλάνα, το λυκόφως με το οποίο λούζει τις σκηνές του. Ο Ίστγουντ, πιθανότατα κλείνει τον τεράστιο κύκλο που άνοιξε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ως ηθοποιός, από το 1971 και ως σκηνοθέτης, με το τελευταίο πλάνο θολό, που παραπέμπει σε όνειρο, ίσως και στη μαγεία της ζωής, να χορεύει ένα λάτιν αργό χορό με την Μεξικάνα Κυρία. Άλλωστε, στο τέλος διαλέγει να παραμείνει στο Μεξικό, να εγκαταλείψει τη “Χώρα της Ελευθερίας”.
Η ερμηνεία του Κλιντ Ίστγουντ, για την ηλικία του, είναι εντυπωσιακή, στεγνή όπως το αποστεωμένο κορμί του, δεν κρύβει το γήρας του, αλλά βασίζεται σε αυτό και στέλνει το μήνυμα ότι τουλάχιστον αυτός δεν έχασε την ψυχή του. Καλές ερμηνείες και από τους υπόλοιπους δουλεμένους χαρακτήρες, συμπαθής ο νεαρός που παίζει δίπλα του, ενώ, για να μην υπάρχουν εσφαλμένες εντυπώσεις, ο “Μάτσο” είναι ένα ζωηρό κοκοράκι, σταρ στις κοκορομαχίες….
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας πάλαι ποτέ θρυλικός σταρ του ροντέο, γερασμένος πια, εκτρέφει άλογα. Το παλιό αφεντικό του τού ζητάει μία τελευταία χάρη: να διασχίσει τα σύνορα με το Μεξικό και να μεταφέρει παράνομα τον μικρό του γιο στο Τέξας και την μητέρα του. Αυτό το ταξίδι θα είναι γεμάτο εκπλήξεις, στιγμές αντρικής – πατρικής φιλίας και εκπλήξεις.
Μαθήματα Περσικών (Persian Lessons). Ιστορική δραματική περιπέτεια, γερμανικής και Λευκορωσικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Βαντίμ Πέρελμαν, με τους Νοέλ Πέρεζ Μπισκαγιάρτ, Λαρς Έιντινγκερ, Λεόνι Μπένες, Γιόνας Νάι κ.ά.
Μία απρόσμενη ευχάριστη έκπληξη από έναν άνισο σκηνοθέτη που έχει κάνει αμφιλεγόμενες ταινίες, τον Βαντίμ Πέρελμαν, που μετά το αξιόλογο ψυχολογικό θρίλερ “The House of Sand and Fog” εδώ και 17 χρόνια δεν έχει προσφέρει κάτι ενδιαφέρον με τις ταινίες του. Κι όμως εδώ, σε αυτή το δράμα εποχής (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος), που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, ο Πέρελμαν δίνει ένα πρωτότυπο δυνατό δράμα αγωνίας, με τον ήρωά του, έναν νεαρό Εβραίο, που συλλαμβάνεται από τους ναζί και για να σωθεί παριστάνει τον Πέρση προσπαθώντας να μάθει φαρσί έναν Γερμανό αξιωματικό, με λέξεις που εφευρίσκει ο ίδιος στην αρχή και στη συνέχεια μέσα από τα ονόματα των συγκρατουμένων του! Ένας τυπάκος, τρομοκρατημένος μπροστά στις θηριωδίες των Γερμανών, που αποδεικνύεται πολυμήχανος και στο τέλος, αποδεχόμενος τη μοίρα του, αλλά και τις ρίζες του, είναι έτοιμος να θυσιαστεί, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα μπροστά στη βαρβαρότητα.
Ο Πέρελμαν, εκμεταλλεύεται στο έπακρο το ευφάνταστο της ιστορίας του, διατηρεί τους ρυθμούς του σε υψηλές στροφές, μελετά τους χαρακτήρες, ειδικά τους θήτες που τρομάζουν με την ψυχασθένειά τους -τη μια στιγμή μοιάζουν με ανθρώπους την άλλη με τέρατα- ενώ κλιμακώνει το σασπένς καθώς τα περιθώρια και η απίστευτη εφευρετικότητα του ήρωά του στενεύει.
Πραγματικά απολαυστικές οι στιγμές με τον Γερμανό αξιωματικό να μιλά ή να απαγγέλει σε μαϊμού φαρσί, ενώ προφανώς όλοι οι θεατές θα περιμένουν στο τέλος να δουν τη φάτσα του όταν αποκαλύψει ότι μιλά μια γλώσσα βγαλμένη από τη φαντασία ενός κρατούμενου και από τα ονόματα των θυμάτων μίας απάνθρωπης και ζοφερής ιδεολογίας.
Το δίδυμο των πρωταγωνιστών Νοέλ Πέρεζ Μπισκαγιάρτ και Λαρς Έιντινγκερ, εξαιρετικό, αν και ο δεύτερος όταν μεταμορφώνεται σε ναζιστικό τέρας είναι εκπληκτικός, προκαλώντας τον τρόμο.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας Εβραίος συλλαμβάνεται από τα Ες Ες και οδηγείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί, καταφέρνει να αποφύγει την εκτέλεση όταν την ύστατη στιγμή ορκίζεται πως δεν είναι Εβραίος αλλά Πέρσης. Το ψέμα μπορεί να του έσωσε τη ζωή, αλλά τον έβαλε σε νέους μπελάδες, καθώς ένας αξιωματικός, ο οποίος ονειρεύεται να ανοίξει εστιατόριο στην Περσία μετά τον πόλεμο τον αναγκάζει να τον διδάξει φαρσί.
Αντίο, Ηλίθιοι (Adieu les Cons). Ανήκει στις κωμικές ταινίες, γαλλικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Αλμπέρ Ντιποντέλ, με τους Βιρζινί Εφιρά, Αλμπέρ Ντιποντέλ, Νικολά Μαριέ, Μισέλ Βιλερμάζ κ.ά.
Τεράστια εμπορική επιτυχία στη Γαλλία και θριαμβεύτρια των Σεζάρ, με επτά βραβεία (από τις 12 υποψηφιότητες για ταινίες). Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται τα παραπάνω δεν εγγυώνται μια πραγματικά καλή ταινία, καθώς η ξέφρενη κωμωδία του Αλμπέρ Ντιποντέλ (“Ραντεβού Εκεί Ψηλά”), όπως διαφημίστηκε, παρά το φουριόζικο και φασαριόζικο ξεκίνημά της, σιγά- σιγά αρχίζει να κατρακυλά σε δοκιμασμένες λύσεις και να εξαντλεί το κωμικό τέμπο της και τα σατιρικά στοιχεία της γαλλικής πραγματικότητας.
Με βασική ηρωίδα μια μεσήλικη γυναίκα που μαθαίνει ότι δεν έχει πολύ ζωή μπροστά της και θέλει να μάθει για την κόρη της που εγκατέλειψε σε ηλικία 15 χρόνων, μπλέκει σε απίστευτες καταστάσεις, έχοντας τη βοήθεια ενός δημόσιου υπάλληλου στα πρόθυρα νευρικής κρίσης κι ενός τυφλού.
Ο Ντιποντέλ, που είναι φανατικός θαυμαστής των Μόντι Πάιθονς και αφιερώνει την ταινία του στον Τέρι Τζόουνς, ο οποίος πέθανε πριν περίπου δυο χρόνια, αλλά βάζει και τον Τέρι Γκίλιαμ να κάνει ένα σύντομο πέρασμα, προσπαθεί με αλλεπάλληλα γκαγκς, που πολλές φορές κάτι μας θυμίζουν και σπιρτόζους διαλόγους, που εξαντλούνται όμως γρήγορα, να δημιουργήσει ένα σουρεαλιστικό κλίμα, κάνοντας ταυτόχρονα μία ανεμική κριτική στη γαλλική πραγματικότητα και υπογείως να διατηρήσει και τη δραματική νότα και τη δύναμη της αγάπης. Το αποτέλεσμα κάποιες φορές διασκεδαστικό, άλλες φλύαρο, αλλά μάλλον τελικά πενιχρό, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά ότι η απαιτητική κωμωδία είναι το πιο δύσκολο είδος στον κινηματογράφο.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια σαραντάχρονη κομμώτρια αποφασίζει να ακολουθήσει τα χνάρια του γιου της, που είχε αναγκαστεί να δώσει για υιοθεσία όταν είχε μείνει έγκυος στην εφηβεία της. Βοηθούς στην έρευνά της θα βρει δυο εντελώς αναπάντεχους τύπους: δύο δημόσιους υπάλληλους, που υπηρετούν στην υπηρεσία όπου αρχικά προσφεύγει για να βρει βοήθεια στην αναζήτησή της. Ο ένας είναι ένας υψηλά ιστάμενος δημόσιος υπάλληλος στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, ο οποίος καθώς έχει μείνει πίσω στις προαγωγές γίνεται αυτοκαταστροφικός και επικίνδυνος για τους συναδέλφους του. Ο άλλος, είναι ένας τυφλός άντρας, ο οποίος εργάζεται στα αρχεία της υπηρεσίας…
Βασιλιάς Όττο (King Otto). Ντοκιμαντέρ, ελληνοαμερικανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία του Κρίστοφερ Αντρέ Μαρκς, ο οποίος φημίζεται για τις αξιολόγες ταινίες του.
Ο Ότο Ρεχάγκελ ήταν ένας καλός προπονητής στη Γερμανία, με μακροχρόνια πορεία και ορισμένες σημαντικές επιτυχίες, όπως η κατάκτηση του πρωταθλήματος με την Βέρντερ και την Καϊζερσλάουτεν. Φτάνοντας στα όρια τής συνταξιοδότησης κι ενώ είχε περάσει προ πολλού τα 60 χρόνια, θα αναλάβει την ποδοσφαιρική ομάδα της Εθνικής Ελλάδας, η οποία, διερχόταν ακόμη μία κρίση. Αυτός και οι παίχτες του θα αντιστρέψουν την κατάσταση και στην Πορτογαλία θα σημειώσουν τη μεγαλύτερη έκπληξη τού Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Ο Ελληνοαμερικάνος σκηνοθέτης Κρίστοφερ Μαρκς και οι συνεργάτες του θα εστιάσουν στον εκρηκτικό χαρακτήρα του Γερμανού τεχνικού, στη θύμηση ενός ποδοσφαιρικού “θαύματος”, σε συγκινητικές στιγμές, παραθέτοντας και κάποια άγνωστα στιγμιότυπα, στη χημεία της ένωσης δύο διαφορετικών κόσμων, του γερμανικού και του ελληνικού, αλλά και ένα λαό που έπλεε σε πελάγη αισιοδοξίας….
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ