Ο Στράτος Διονυσίου γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1935 στη Νιγρίτα Σερρών, από γονείς μικρασιάτες πρόσφυγες. Από μικρός βγήκε στη βιοπάλη και το 1947 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Δούλεψε ως μικροπωλητής, εργάτης και ράφτης, προτού ασχοληθεί με το τραγούδι.
Της: Έπη Τρίμη
Ο Στράτος Διονυσίου κατέχει τη θέση ενός αρχάγγελου. Αν οι ρεμπέτες είναι οι πρώτοι Χριστιανοί, ο Μάρκος ένας «Μεσσίας», ο Τσιτσάνης ένας «Πέτρος» που πάνω του ακούμπησε η Δύση με την Ανατολή, ο Πάνου ένας αναρχικός «Ιησούς», τότε ο Στράτος, μαζί με τον Καζαντζίδη, τον Μπιθικώτση, τον Κόκοτα και τον Μητροπάνο είναι οι άγγελοι- εξάγγελοι. Δίχως τους τραγουδιστές το μαρτυρολόγιο των λαϊκών ανθρώπων δεν θα μπορούσε να πάρει ηχητική σάρκα, να μείνει στο στόμα, να χτυπήσει το νεύρο της καρδιάς.
Ο Στράτος Διονυσίου ταν παντρεμένος με τη Γεωργία Λαβένη, με την οποία ανέβηκε στα σκαλιά της εκκλησίας το 1955. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Άγγελο (γ. 1957), τον Στέλιο (γ. 1974) και τον Διαμαντή (γ. 1977), που ακολούθησαν τα βήματα του πατέρα τους και την Τασούλα (1959-2012).
Η πρώτη επαγγελματική εμφάνιση του Στράτου Διονυσίου έγινε στο κέντρο «Φαρίντα» της Θεσσαλονίκης, όπου έκανε αίσθηση με την πλούσια και τη γεμάτη φωνή του, με τη χαρακτηριστική και υπέροχη βραχνάδα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 ο Στράτος Διονυσίου αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα και να κατέβει στην Αθήνα, όπως και τόσοι άλλοι καλλιτέχνες από τη Θεσσαλονίκη. Συνεργάζεται αρχικά με την Καίτη Γκρέυ και το 1959 εμφανίζεται στη δισκογραφία με το τραγούδι του Σταύρου Χατζιδάκη και του Χρήστου Κολοκοτρώνη «Δεν είμαι ένοχος».
Ο Στράτος Διονυσίου υπογράφει συμβόλαιο με την «Κολούμπια» και κάνει τις πρώτες επιτυχίες του: «Δεν με πόνεσε κανείς» (διασκευή από ινδικό τραγούδι), «Στης Αγάπης μου το Δίσκο» ή «Ηλεκτρόφωνο» (μουσική και στίχοι Μπάμπη Μπακάλη), «Φύγε φύγε» (Στράτου Ατταλίδη / Κώστα Βίρβου) και άλλες.
Το όνομά του άρχισε να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό και οι μεγάλοι δημιουργοί του λαϊκού τραγουδιού άρχισαν να του εμπιστεύονται παλιές τους επιτυχίες, οι οποίες κυκλοφόρησαν σε δεύτερη εκτέλεση με τη φωνή του: «Αχάριστη» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Πριν το χάραμα» του Γιάννη Παπαϊωάννου, «Η μπαμπέσα» του Γιώργου Μητσάκη, «Το φτωχομπούζουκο» του Μανώλη Χιώτη.
Το 1967 είναι μια χρονιά σταθμός για την καριέρα του Στράτου Διονυσίου, καθώς γνωρίζεται με τον Άκη Πάνου, ο οποίος του γράφει μερικές από τις μεγάλες του επιτυχίες: «Γιατί, καλέ γειτόνισσα» (1968), «Φέρτε το παιδί του χάρου» (1971), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972), «Ήταν ψεύτικα» (1972), «Μια γυναίκα» (1984), «Ασ’ τη να φύγει» (1984) κ.ά.
Ο Μίμης Πλέσσας τον ανακαλύπτει, όταν τραγουδά στο κέντρο «Σου-Μου» της Ιεράς Οδού δίπλα στην Ανθούλα Αλιφραγκή και του δίνει να τραγουδήσει το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, που έγραψε για την ταινία «Ορατότης μηδέν» με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο. Το τραγούδι σημείωσε τεράστια επιτυχία πριν ακόμη βγει το φιλμ στους κινηματογράφους στις αρχές του 1970.
Ακολούθησαν όμως κι άλλοι, πολλοί δίσκοι, με τραγούδια που έγιναν το ίδιο ή και ακόμη πιο μεγάλες επιτυχίες: «Ο παλιατζής» (1969) και «Αγάπη μου επικίνδυνη» (1969) των Αντώνη Ρεπάνη και Δημήτρη Γκούτη και «Αφιλότιμη» (1972) των Γιώργου Χατζηνάσιου και Τάσου Οικονόμου.
Σε μία περίοδο που η καριέρα του είχε απογειωθεί, ο Στράτος Διονυσίου έμπλεξε σε μια υπόθεση ναρκωτικών, που ο ίδιος τη χαρακτήρισε πλεκτάνη. Στις 30 Μαΐου 1975 καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 3 ετών κι εκτόπιση τριών ετών στα Γιάννινα για κατοχή ποσότητας ναρκωτικών (χασίς). Οδηγήθηκε στις φυλακές της Τίρυνθας, όπου παρέμεινε μέχρι το Πάσχα του 1976, οπότε αποφυλακίστηκε. Η καριέρα του, όμως, είχε πάρει την κατιούσα και το καλλιτεχνικό κύκλωμα τον είχε απορρίψει.
Με τη βοήθεια του στενού του φίλου Τόλη Βοσκόπουλου, που μεσουρανούσε εκείνη την περίοδο στις πίστες, κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του και να επανέλθει σύντομα στο προσκήνιο με διαχρονικές επιτυχίες, όπως τα τραγούδια «Τα πήρες όλα» (1981) και «Και λέγε λέγε» (1981) των Θανάση Πολυκανδριώτη και Γιάννη Πάριου, «Άκου, βρε φίλε» (1982) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Ο Σαλονικιός» (1985) και «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα» (1985) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Εγώ ο ξένος» (1988) και «Λέγε με παλιόπαιδο» (1988) του Τάκη Μουσαφίρη.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 είχε μαζί του τη Χαρούλα Αλεξίου, η οποία έκανε τις δεύτερες φωνές. Ακολούθησε μια πολύχρονη συνεργασία με τη Μαρίνα Βλαχάκη και τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του πάνω στην πίστα δίπλα του ήταν η Κική Λουκά.
Ο Στράτος Διονυσίου πέθανε από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής το πρωί της 11ης Μαΐου 1990, σε ηλικία 54 ετών. Βρέθηκε λιπόθυμος σε σουίτα του ξενοδοχείου «Χανδρής» στη λεωφόρο Συγγρού (απέναντι από τον Ιππόδρομο του Νέου Φαλήρου), την οποία νοίκιαζε για να παρακολουθεί, όχι μόνο τις αγαπημένες του ιπποδρομίες, αλλά και την προπόνηση των αλόγων του. Άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Το προηγούμενο βράδυ είχε εμφανισθεί κανονικά στο κέντρο του «Στράτος» της οδού Φιλελλήνων, ενώ νωρίτερα είχε ηχογραφήσει τραγούδια για το νέο του δίσκο, που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, με τον τίτλο «Ποιός άλλος;» και συνθέσεις του Τάκη Μουσαφίρη. Η κηδεία του ήταν πάνδημη και την παρακολούθησαν χιλιάδες θαυμαστών του στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Στέλιος: Ο πατέρας μου λάτρευε τα άλογα. Δεν ήταν θέμα τζόγου. Ήταν πολύ φιλόζωος. Είχαμε σκυλιά, καναρίνι. Στο στάβλο δεν είχε μόνο τα δικά του άλογα, αλλά και άλλων. Τον έβλεπαν και χαμογελούσαν. Σκέψου το άλογο, όταν ανοίγει το στόμα του και τραβιέται προς τα πίσω. Αυτό για μένα ήταν το χαμόγελό τους. Αναγνώριζαν τον ήχο του αυτοκινήτου του και χτυπούσαν τις πόρτες πριν φτάσει. Πήγαινα κι εγώ μαζί του, πολλές φορές. Τον θυμάμαι να τα πλένει. Τους δίναμε κυβάκια ζάχαρης και καρότα. Δεν γίνεται να μην αγαπάς τα άλογα. Ο πατέρας μου είχε έρωτα μαζί τους. Τα βάφτιζε με τα ονόματα όλης της οικογένειας. Ο ‘Στελάρας’, ο ‘Ξανθός Άγγελος’, ο ‘Διαμαντής Junior’, η ‘Μεγάλη Αναστασία’ για τη γιαγιά τη Στάσα, ο ‘ΠΑΟΚάρας’. Οι στολές των τζόκεϊ ήταν ασπρόμαυρες με ρίγες, για τον ΠΑΟΚ.
Διαμαντής: Τους έδινε και ονόματα τραγουδιών του. Είχε άλογο ‘Παλιατζή’! Όμως, ο ‘Διαμαντής Junior’ ήταν ο καλύτερος, τους άφηνε όλους πίσω. (γελάει) Έβλεπα μια φωτογραφία, είχε τερματίσει και τα άλλα δεν φαινόντουσαν στο πλάνο, δεν είχαν φτάσει ακόμα. Ένα καφέ, με άσπρο κεφάλι και ροζ μύτη. Και τα σκυλιά στη Χαλκιδική τον περίμεναν στην πόρτα. Τους κόρναρε από μακριά και ήταν στα κάγκελα. Είχε λατρεία. Στο ‘Χανδρής’ νοίκιασε τη σουΐτα, επειδή είχε τιμωρηθεί για 2 χρόνια από τον Ιππόδρομο και ήθελε να βλέπει τις ιπποδρομίες με κάποιο τρόπο. Θεώρησε ότι αδίκησαν ένα άλογό του και τσακώθηκε.
Στέλιος: Πρόσφατα χάσαμε ένα αγαπημένο σκυλί. Ήταν όλης της οικογένειας. Της έλεγα συνέχεια γλυκόλογα και πόσο την αγαπάω, πριν από το τέλος. Έπρεπε να γίνει ευθανασία. Δεν το έχω ξεπεράσει ακόμη.