Η Στέλλα Γκρέκα, γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 1922 ενώ ήταν ένα από τα εννέα παιδιά μιας φτωχής οικογένειας. Ο πατέρας της ήταν σκηνογράφος και είχε φιλικές σχέσεις με σημαντικούς ανθρώπους του χώρου, όπως ο Παντελής Χορν.
Της: Έπη Τρίμη
Εμφανίστηκε νεαρή στη μουσική σκηνή της πρωτεύουσας και από την ηλικία ήδη των 8 ετών ο αθηναϊκός τύπος είχε αναφερθεί σε αυτήν.Το 1942 παντρεύτηκε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ορέστη Λάσκο, ο οποίος τη βάφτισε καλλιτεχνικά Στέλλα Γκρέκα, επειδή η ίδια δεν ήθελε να τραγουδά “ως Στέλλα Λάσκου”. Πλέον, ζει στον Διόνυσο.
Τα φτωχικά παιδικά χρόνια
“Γεννήθηκα στην Αθήνα. Το πατρικό μου όνομα είναι Λαγκαδά. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Πλάκα, στην οδό Βύρωνος 2, το 1868. Ήταν σκηνογράφος και δούλευε με την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου. Εκείνη την εποχή έφταναν στην Ελλάδα ιταλικοί θίασοι και έκανε τα σκηνικά, έτσι λάτρεψε την όπερα. Ο αδερφός του είχε το περίφημο βεστιάριο Λαγκαδά. Εγώ δεν τον θυμάμαι γιατί πέθανε όταν ήμουν 18 μηνών. Στο σπίτι ακούγαμε όπερες και καλή μουσική. Ήμασταν εννέα αδέρφια. Το πρώτο είχε γεννηθεί το 1899, εγώ, η τελευταία, το 1922. Ο Θεός ξέρει πώς τα έβγαλε η μάνα μου πέρα με εννέα παιδιά, βασανίστηκε πολύ. Δεν είχαμε τίποτα, φτώχεια του κερατά. Ζούσαμε με ζόρι. Τραβήξαμε κουπί, αλλά ποτέ δεν αισθανθήκαμε φτωχοί. Και είχαμε πολύ καλό κύκλο. Είχαμε σχέσεις με τον Παντελή Χορν, τον Δαραλέξη, τον Φιλαδελφέα, είχε αφηγηθεί στη lifo η Στέλλα Γκρέκα.
Επαγγελματική καριέρα
Η Στέλλα Γκρέκα, ηχογράφησε μια σειρά από επιτυχίες γνωστών δημιουργών όπως τα “Πάμε στο άγνωστο”, “Χθες το βράδυ”, “Γύρισε”, “Τί κι αν χαθείς”, “Το τραγούδι της Μαρίνας”. Αρνήθηκε να δισκογραφήσει κάποια κομμάτια για τα οποία η μουσική μοίρα επεφύλαξε καλύτερη τύχη. Το ένα ήταν το “Δυο πράσινα μάτια” του 1945, καθώς βρήκε σαχλούς τους στίχους του Κώστα Κιούση -κάτι που πολύ μετάνιωσε αργότερα- και το “Λίγες καρδιές αγαπούνε” το 1946, το οποίο ο δημιουργός του Μιχάλης Σουγιούλ πρότεινε στον άγνωστο τότε Τώνη Μαρούδα, και του χάρισε την πρώτη του επιτυχία. Η δισκογραφική της παρουσία περιορίστηκε, ουσιαστικά, στη διετία 1946-1947. Την ίδια περίοδο τραγουδούσε και στο ραδιόφωνο, με τη συνοδεία του συνθέτη Κώστα Γιαννίδη, σαγηνεύοντας όπως λέγεται με τη φωνή της το βασιλιά Παύλο.
Ο Λάσκος την έπεισε να παίξει στην ταινία του Ραγισμένες καρδιές (1945). Αρχικά, η Γκρέκα επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει στα Χειροκροτήματα του Γ. Τζαβέλλα, πλάι στον Αττίκ και τον Δημήτρη Χορν, αλλά ο σύζυγός της την απέτρεψε, ώστε να συμμετάσχει στο δικό του φιλμ.Κατόπιν, έπαιξε στην ταινία Πρόσωπα λησμονημένα (1946) του Τζαβέλλα, στο πλευρό των Αιμίλιου Βεάκη, Γιώργου Παππά και Λάμπρου Κωνσταντάρα. Ο σκηνοθέτης, που εμφανιζόταν σε μια σκηνή του έργου ως οδηγός αυτοκινήτου, αποκήρυξε το δημιούργημα του ως τη μεγαλύτερη του αποτυχία. Συνέχισε την κινηματογραφική της καριέρα με μια μόνο ακόμη ταινία, την Μαρίνα, όπου ανέλαβε πάλι τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία, σε σενάριο των Αλ. Σακελλάριου – Χρ. Γιαννακόπουλου και σκηνοθεσία του πρώτου, ήταν μια παραγωγή του κουμπάρου της Φιλοπ. Φίνου και προβλήθηκε το Μάρτιο του 1947. Η Γκρέκα είχε στο πλάι της τον Δημήτρη Μυράτ και τον Λ. Κωνσταντάρα. Ήταν ένα απλό ρομάντσο, που έγινε μεγάλη επιτυχία, λόγω της σκηνοθεσίας του Σακελλάριου και των τραγουδιών που ερμήνευε η Γκρέκα.
Ο έρωτας με τον Λάσκο
“Με τον Λάσκο νόμιζα πως ήμουν ερωτευμένη, είχε πει η Στέλλα Γκρέκα. Ήμουν άπειρη, ρομαντική και χαζή! Η μόνη φορά που ερωτεύτηκα πραγματικά ήταν μεταξύ των γάμων μου. Ήταν ψυχίατρος, τον γνώρισα στη Νέα Υόρκη, όταν ζούσα εκεί με τον αδελφό μου. Δεν ήταν εύκολη κατάσταση, γιατί ήταν παντρεμένος. Ποτέ δεν του ζήτησα να χωρίσει, δεν βλεπόμασταν πολύ, αλλά και το ελάχιστο μου αρκούσε, γιατί ήμουν σίγουρη γι’ αυτό που αισθανόμασταν, όπως άλλωστε κι εκείνος. Τον εμπιστεύτηκα. Δεν το μετάνιωσα. Με αυτόν τον άνθρωπο ένιωσα κάτι που δεν πίστευα ότι υπήρχε. Το ξέρεις όταν συμβαίνει αυτό το μαγικό πράγμα. Κι όταν κάτι λείπει, πάλι δεν το νιώθεις; Από εκείνη τη σχέση δεν έλειπε τίποτα. Ήταν μια ολοκληρωμένη αγάπη. Τρία χρόνια διήρκεσε. Και μέχρι σήμερα ως γυναίκα αισθάνομαι fulfilled. Μολονότι δεν αγάπησα ποτέ ξανά είχε πει σε συνέντευξή της η ίδια στην Καθημερινή”.
Στη Lifo είχε πει σχετικά: “Παντρευτήκαμε το 1942. Μας πάντρεψε ο Φίνος. Οι δικοί μου δεν τον ήθελαν καθόλου. Μείναμε μαζί όλη την Κατοχή, αλλά από την αρχή είδα ότι δεν γινότανε. Από ένα σημείο και μετά ήμασταν χωρισμένοι, αλλά μέναμε στο ίδιο σπίτι. Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο Λάσκος, αλλά τρομερά ανεύθυνος. Κι αυτό λέει πολλά. Ήταν η πρώτη μου αγάπη, αλλά απογοητεύτηκα τόσο πολύ, που μαράζωσα. Μέναμε σε ένα διαμέρισμα στην οδό Τροίας. Ήταν νόστιμος άνθρωπος, αλλά ήμασταν δύο διαφορετικοί κόσμοι. Κι εγώ δεν μπορούσα να ζω με κάποιον που γύριζε στις 4 το πρωί, δεν ήξερα πού ήτανε, που έτρωγε όλα τα χρήματα με τους θιάσους. Μπορώ να γράψω ένα βιβλίο για επεισόδια επίπονα. • Ο κολλητός του φίλος, η σκιά του, ήταν ο Τσιφόρος. Δυστυχώς, έκανε πάντα παρέα με τον Τσιφόρο. Απατεών! Ένας λόγος που απομακρύνθηκα από τον Ορέστη ήταν και το ότι έκανε παρέα με αυτό τον άνθρωπο. Δεν μου άρεσε. Ήταν βρόμικος. Αφάνταστα. Είχε μπει και φυλακή, τέτοια πράγματα”.
Τον δεύτερό μου άντρα τον εκτίμησα
Η Στέλλα Γκρέκα, που είχε χωρίσει με τον Λάσκο, το φθινόπωρο του 1947 μετέβη στις ΗΠΑ, μένοντας με τον αδελφό της Άγγελο, στη Νέα Υόρκη. Το 1950 παντρεύτηκε τον Ελληνοαμερικανό Τζον Αυγερινό, ο οποίος ασχολείτο με τον εφοπλισμό. Αφιερώθηκε στην οικογένεια και άφησε πίσω το ζήτημα της καριέρας της, γι΄ αυτό και η ενασχόλησή της με το τραγούδι στην Αμερική ήταν περιορισμένη.
“Ο δεύτερος άντρας μου ήταν καλός άνθρωπος, στέλεχος στην εταιρεία του Νιάρχου και σπιτονοικοκύρης του αδελφού μου του Άγγελου, είχε αναφέρει επίσης στη Καθημερινή η Στέλλα Γκρέκα. Με πολιορκούσε για χρόνια. Δέχτηκα να τον παντρευτώ όταν ο ψυχίατρος αναγκάστηκε για οικογενειακούς λόγους να εγκατασταθεί στη Βοστώνη. Δεν γινόταν να ζω με το όνειρο, έπρεπε να προχωρήσω. Ο Αυγερινός με αγαπούσε πολύ κι εγώ ήθελα να κάνω οικογένεια. Πέρασα καλά μαζί του – με τα σπίτια μου, με τα κότερά μου, με τα λούσα μου. Με όλα όσα δεν είχα καν ονειρευτεί ως πιτσιρίκα”.
Στη Lifo είχε πει σχετικά: “Ζήσαμε πολλά χρόνια με τον άντρα μου, αλλά πέθανε φτωχός. Κεφαλονίτης, έκανε ανοίγματα και τα έχασε όλα. Στην τράπεζα άφησε 5.000 δολάρια. Αλλά πούλησα το σπίτι και τα κοσμήματά μου. Είχα καταπληκτικά κοσμήματα, αριστουργήματα. Δεν μου έκαναν καμία εντύπωση. Όταν τα πούλησα, δεν μου έλειψαν καθόλου. Και ξέρετε γιατί δεν μου έλειψαν; Γιατί τα αγόραζε γι’ αυτόν. Έπρεπε να δείξει ότι είναι πετυχημένος και η γυναίκα του φοράει ό,τι και οι άλλες κυρίες. Επέστρεψα στην Ελλάδα μετά από 40 χρόνια. Και ζήσαμε άνετα και ωραία, κι εγώ και τα παιδιά μου, δεν έχω παράπονο”.
Πηγές: wikipedia| Καθημερινή | lifo |