Ο Σωκράτης Μάλαμας γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1957 στη Συκιά Χαλκιδικής. Οι γονείς του ήταν αγρότες. Ο πατέρας του συμπλήρωνε το μεροκάματο του, το οποίο τότε ήταν περίπου 5 δραχμές, κάνοντας περιστασιακά τον ξυλοκόπο. Το 1962, λόγω της οικονομικής δυσκολίας, η οικογένεια έφυγε για τη Γερμανία.
Στη Στουτγάρδη, η ζωή ήταν δύσκολη. Ο πεντάχρονος Σωκράτης είχε συνηθίσει τη ζωή στην ελληνική επαρχία. Τις βόλτες στο βουνό και το ανέμελο παιχνίδι, όταν ξαφνικά βρέθηκε σε ένα ευρωπαϊκό βιομηχανικό κέντρο.
Η προσαρμογή ήταν τόσο δύσκολη που αρρώστησε βαριά και ένα χρόνο μετά ακόμη δεν είχε αναρρώσει.
Σε συνέντευξη του ο ίδιος περιέγραψε την άφιξη και τη ζωή στη Γερμανία: «Η πρώτη εικόνα που αντίκρισα εκεί ήταν αρρωστημένη για ένα παιδάκι στην ηλικία μου. Ήταν σαν να ζωντανεύουν οι εφιάλτες που βλέπεις στα όνειρά σου. Ξαφνικά, από εκεί που ήμουν ένα με τη γη, βρέθηκα μέσα από ένα ταξίδι 45 ωρών με το τρένο στην καρδιά της βιομηχανικής Ευρώπης. Ανάμεσα σε υψικαμίνους και ένα μολυσμένο ποτάμι με μαούνες. Οι οποίες μετέφεραν κάρβουνα από το πουθενά στο πουθενά. Μέναμε σε ένα διαμέρισμα μαζί με άλλες τρεις οικογένειες Ελλήνων, κάθε οικογένεια σε ένα δωμάτιο».
Όταν ήρθε η ώρα να γραφτεί στο γυμνάσιο, ο Σωκράτης επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζούσε με την αδελφή του.
Ως έφηβος ήταν ατίθασος και η συμπεριφορά του στο σχολείο οδήγησε σε αποβολή από όλα τα γυμνάσια της χώρας για μια σχολική χρονιά.
Την ίδια περίοδο ο Σωκράτης Μάλαμας άρχισε να περνά πολλές ώρες της ημέρας ασχολούμενος με τη μουσική.
Όσο ήταν στη Γερμανία, ο πατέρας του του είχε δωρίσει ένα μπουζούκι. Το όργανο αυτό αποτέλεσε το πρώτο του μουσικό ερέθισμα. Αργότερα αγόρασε μόνος του μια κιθάρα και γράφτηκε στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης.
Ακόμα δεν είχε πάρει την απόφαση να γίνει επαγγελματίας μουσικός. Όταν τελείωσε το σχολείο, επέστρεψε στη Γερμανία για να σπουδάσει ηλεκτρολόγος μηχανολόγος. Παράλληλα, γράφτηκε και σε ωδείο της Στουτγκάρδης. Τη σχολή του δεν την τέλειωσε ποτέ. Γύρισε ξανά στην Ελλάδα αποφασισμένος να γίνει μουσικός.
Έκανε τη στρατιωτική του θητεία και στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα. Γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο με δασκάλους τον Βαγγέλη Ασημακόπουλο και τον Νότη Μαυρουδή.
Στα 23 του χρόνια ο Σωκράτης Μάλαμας ήταν ήδη δάσκαλος κιθάρας. Τα μαθήματα όμως δεν εξασφάλιζαν τα απαραίτητα. Άρχισε να δουλεύει ως κιθαρίστας σε νυχτερινά μαγαζιά, τα οποία ο ίδιος αποκαλεί «σκυλάδικα».
Κατά τη νυχτερινή «θητεία» του έζησε δύσκολες εμπειρίες. Είδε καυγάδες, ξυλοδαρμούς ακόμη και μαχαιρώματα.
«Γεννήθηκα μες στα σκυλάδικα. Έζησα μες στα σκυλάδικα. 20 χρόνια από τη ζωή μου τα πέρασα παίζοντας και τραγουδώντας ό,τι δεν μπορεί να φανταστεί κανένας. Μην έρχονται τώρα οι μαθήτριες της τέχνης να μου κάνουν υποδείξεις», ανέφερε σε συνέντευξή του.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 εργάστηκε σε μαγαζιά της Πλάκας. Δεν έπαιζε μόνο κιθάρα, αλλά τραγουδούσε βάζοντας εμβόλιμα στο πρόγραμμα και κάποια δικά του κομμάτια.
Ύστερα από περίπου 3 χρόνια γύρισε στη Θεσσαλονίκη με τη γυναίκα του και το παιδί τους. Άρχισε να εργάζεται ως καθηγητής μουσικής στο Ωδείο Βορείου Ελλάδος.
Συμπλήρωνε το εισόδημά του κάνοντας περιστασιακές εμφανίσεις σε μουσικές σκηνές. Εκεί, γνώρισε τον Νίκο Παπάζογλου, ο οποίος τον πήρε ως κιθαρίστα στην ορχήστρα του. Παράλληλα, ενδιαφέρθηκε για τα τραγούδια του και τον ώθησε να τα ηχογραφήσει.
Νωρίτερα είχε προσπαθήσει να βγάλει δίσκο και είχε προσεγγίσει τη δισκογραφική εταιρία Λύρα, αλλά τα τραγούδια του απορρίφθηκαν ως «μη εμπορικά».
Τελικά, το 1989 ο Σωκράτης Μάλαμας κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Ασπρόμαυρες ιστορίες». Έτσι ξεκίνησε η ανοδική πορεία της καριέρας του. Ζει στα Τρίκαλα και είναι πατέρας 4 παιδιών από δύο γάμους.