Β’ ρόλοι για Όσκαρ: Υπάρχουν β’ ρόλοι στην ελληνική τηλεόραση που ήταν τόσο πετυχημένοι, που άφησαν εποχή και τους θυμόμαστε ακόμη και σήμερα, παρά τις δεκαετίες που έχουν περάσει.
Άλλοι τον γνώρισαν μέσα από θεατρικές παραστάσεις, με πιο πρόσφατη το “Σεσουάρ για Δολοφόνους” και φυσικά από πολλά άλλα έργα και επιθεωρήσεις. Άλλωστε, λάτρευε το σανίδι και μπορούσε σ΄αυτό να ξεδιπλώσει το ταλέντο του.
Άλλοι τον έμαθαν μέσα από τηλεοπτικές σειρές, όπως ο ρόλος του χαμάλη αδελφού του Γιώργου Κωνσταντίνου στα “Επτά κακά της Μοίρας μου”, που τον κυνηγούσε μονίμως ο Αγκοπιάν, ο κατά κόσμον Ζαννίνο.
Άλλοι μέσα από ζωντανές εμφανίσεις σε διάφορα κέντρα διασκέδασης, κάνοντας stand-up Comedy, ενώ για πολλούς ήταν γνωστός μέσα από βιντεοκασέτες, που αποτελούσε πάντα το τέλειο “κούμπωμα” για κάθε πρωταγωνιστή.
Όπως και αν τον έμαθε κάποιος, ο Τόνυ Άντονυ (Αντώνης Κόνιαρης το κανονικό του όνομα) ήταν ένας αγαπητός ηθοποιός που με αξιοπρέπεια και μεράκι γι’ αυτό που τόσο πολύ αγαπούσε, έβαλε το δικό του “λιθαράκι” στην τέχνη. Χτυπημένος από τον καρκίνο, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 66 ετών και σκόρπισε θλίψη, τόσο σε όσους τον γνώριζαν προσωπικά, όσο και στον απλό κόσμο που τον ήξερε μέσα από τη δουλειά του.
Ο Τόνυ Άντονυ έπαιξε σε δώδεκα τηλεοπτικές σειρές, σε οκτώ κινηματογραφικές ταινίες, σε δεκατέσσερις βιντεοταινίες, σε δώδεκα τηλεοπτικές θεατρικές παραστάσεις και σε επτά θεατρικές παραστάσεις, όπου τις περισσότερες χρονιές ήταν στο “Σεσουάρ για Δολοφόνους”. Έχει συμμετάσχει μέχρι και σε πρωινό στην ΕΤ2 το 1988. Δεν υπήρξε κάτι που δεν καταπιάστηκε ή δεν τόλμησε. Πέρασε από παντού, “μέτρησε” τις δυνάμεις του και δεν φοβήθηκε να τολμήσει πράγματα και αν μη τι άλλο είχε μια πολύ αξιοπρεπή διαδρομή.
Μαλλί-λασποτήρα, πάντα με αυτό το καταθλιπτικό και λίγο μίζερο βλέμμα, κοφτερή ατάκα χωρίς να γελάει, ο απόλυτος “Β’ ρόλος”, που έχει παίξε κοντά σε 40 ταινίες, ενώ έχει πρωταγωνιστήσει σε αναρίθμητες επιθεωρήσεις.
Ο “Τούφας” του “The Κόπανοι”, μιας κινηματογραφικής ταινίας πολύ μπροστά από την εποχή της, έχει την πρωτοκαθεδρία. Είναι το “must see” σε κάθε αφιέρωμα που έχει να κάνει με εκείνη την περίοδο που οι ταινίες έβγαιναν με το κιλό και ανά… 2-3 μέρες τελείωναν τα γυρίσματα, αλλά υπήρχαν κάποιοι που κρατούσαν την σημαία της υποκριτικής ψηλά.
Ο Μάρκος Λεζές είναι ο τύπος που μπορούσε να “καπελώσει” τον πρωταγωνιστή, χωρίς ποτέ να θελήσει να γίνει λεζάντα. Ηθοποιάρα, σεμνός και διαχρονικός. Σε όποιον δεν του αρέσει ο Λεζές, ας μην συνεχίσει την ανάγνωση.
Πολλά κιλά… ταλέντου ο πάντα συμπαθής και πολυεργαλείο στις ταινίες, Κώστας Μακέδος. “Αφεντικό, να με δείρει;”, η ατάκα-σταθμός στο “The Kόπανοι”, που αν την έλεγε κανένας Έντουαρντ Νόρτον ή ο Αλ Πατσίνο, θα γινόταν διαχρονικό μνημείο και θα έγραφε ιστορία.
Πάντα με ένα “μπινελίκι” στο χέρι, με μόνιμη διάθεση να τσιμπήσει κάτι, από τους αγαπημένους χοντρούς σε ταινίες. Ποτέ δεν πρωταγωνιστούσε, αλλά έκανε την χαμαλοδουλειά με τρόπο άριστο. Λίγα λόγια και καλά, ποτέ δεν διεκδίκησε “Όσκαρ β’ αντρικού”, αλλά πάντα γούσταρες να τον βλέπεις και ήξερες πως θα γελάσεις.
Όταν αποφάσισε να αποσυρθεί, ασχολήθηκε με τα οπτικά, διατηρώντας κατάστημα στην Κυψέλη. Μάλιστα, επειδή ήταν ανέκαθεν σεμνός και ήξερε μέχρι που να προτάξει το χέρι του, σε πρόσφατη συνέντευξή του ανέφερε ότι “αρνούμαι ότι είμαι ηθοποιός, γιατί πιστεύω ακράδαντα σε έναν κανόνα που αφορά τους ηθοποιούς. Ηθοποιός είναι αυτός που έχει τη δυνατότητα να ανανεώνει τα χνάρια του στη σκόνη της σκηνής”.
Aς παραμερίσουμε τα ιδεολογικά του “πιστεύω” και ας μείνουμε στο υποκριτικό του ταλέντο. Διότι, καλώς ή κακώς, οποιαδήποτε αναφορά στην -κατά πολλούς- αμαρτωλή εποχή, δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει Γιώργο Πετρόχειλο.
Και επειδή ένας ηθοποιός, αν θέλει να λέγεται τέτοιος, έχει και την ατάκα-σταθμό του, στην ταινία “Οι Χούλιγκανς” την είπε στον ιερέα πατέρα του και είναι γνωστή μέχρι και σήμερα: “Η αλήθεια βρίσκεται στους sex pistols. Γκε γκε;”.
Έκανε τηλεόραση, με γνωστό το πέρασμά του από τη “Λάμψη” του Νίκου Φώσκολου και μετά αφοσιώθηκε στο θέατρο, το οποίο έχει τιμήσει και με το παραπάνω. Πάντα τσιτωμένος, πάντα νόμιζες ότι είχε νεύρα και ήταν έτοιμος να πλακωθεί.
Στο 90 Cult Festival, αποθεώθηκε στην κερκίδα του Gagarin, αποδεικνύοντας πως κάτι καλό θα έχει κάνει για τη ρημάδα την υποκριτική τέχνη. Είπαμε, μπορεί να τον γνώρισαν όλοι μέσα από βιντεοταινίες, αλλά ο ίδιος φρόντισε να δείξει ότι ήταν για κάτι παραπάνω.
Αν του έλεγες να παίξει πρώτο ρόλο, μπορεί να νόμιζε ότι τον προσβάλεις. Δεν καταδεχόταν, ήθελε να είναι στα “μετόπισθεν” και να βάζει το “λιθαράκι” του. Έπαιξε σε πάρα πολλές βιντεοταινίες, σε οκτώ τηλεοπτικές σειρές, σε κινηματογραφικές ταινίες (τέσσερις συγκεκριμένα), σε θεατρικές παραστάσεις.
Ήταν ένας ηθοποιός, που αν τον πετύχαινες σε ζάπινγκ, κολλούσες, δεν πήγαινες παρακάτω. Τώρα διευθύνει τη Θεατρική Σκηνή “Εσωθέατρο”, αποδεικνύοντας πως για τον ίδιο δεν ήταν απλά ένα… πέρασμα η υποκριτική, ούτε ήθελε να εξαργυρώσει το επίθετο Προύσαλης (λόγω Αθηνόδωρου), αλλά ήταν η αγάπη του, το πάθος του, ο έρωτάς του.
Σημαντική εμφάνιση είχε στην ταινία “The Κόπανοι” του Γιώργου Κωνσταντίνου, στο ρόλο του χαρτοκλέφτη Δούκα. Τελευταία εμφάνιση της καριέρας του, ήταν στο “Σοφία Ορθή”, ενώ συνολικά έπαιξε σε 37 ταινίες και 6 τηλεοπτικές σειρές.
Σημαντική φυσιογνωμία των προηγούμενων δεκαετιών, υπηρετώντας τα “θέλω” εκείνης της εποχής με συνέπεια. Ποτέ δεν θα ξεκαρδιζόσουν στα γέλια με κάτι που θα έλεγε, ούτε είχες τέτοιες απαιτήσεις. Ήξερε όμως να κλείνει… τρύπες και να κάνει αθόρυβη δουλειά.
Πέθανε πολύ νέος από ανακοπή καρδιάς και ενώ βρισκόταν στο Τορόντο. Ήταν μόλις 51 ετών και είχε αρκετά πράγματα να δώσει ακόμα. Έπαιξε στην τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του ’80 “Το κανάλι των παρανόμων”, ενώ στο “The Κόπανοι” ήταν ο “Δάσκαλος”, έχοντας στο πλευρό του την θρυλική, Λίντα Γίγα (αχ Λίντα Γίγα…).
Πάντα σε ρόλο γοητευτικού (ήταν, πως να το κάνουμε), επίσης δεν θυμάσαι ατάκα του που να σε έκανε να γελάσεις, αλλά από τους σημαντικούς για “Β’ ρόλο” εκείνη την εποχή. Δεν στηριζόταν ταινία πάνω του, αλλά αποτελούσε μια αξιόπιστη λύση που ήξερες ότι θα κάνει αυτά που πρέπει.
Ένας Τάσος Πάντος της εποχής ήταν ο Κώστας Καραγιώργης, ο οποίος γεννήθηκε στην Άνδρο και γιος του είναι ο επίσης ηθοποιός, Νίκος Καραγιώργης. Κανείς δεν ξέρει ποιο θα ήταν το μέλλον του, αν δεν έφευγε τόσο πρόωρα από τη ζωή.
Στο θέατρο πρωταγωνιστής, στην τηλεόραση διακρίθηκε κυρίως ως ένα εξαιρετικό “back up”. Δεν ήταν Νο1 στο “Θεία μου η Χίπισσα”, αλλά ποιος δεν θυμάται τον “Τζόνι” με τα κουδούνια και τα χαϊμαλιά, που βαριόταν μέχρι και να αναπνεύσει. Και φανταστείτε ότι ήταν ο πρώτος του ρόλος και όμως τον έκανε πασίγνωστο και ας μην βασιζόταν πάνω του η ταινία.
Έκανε πολλή τηλεόραση, έπαιξε σε σίριαλ,γενικά βγήκε πολύ στο γυαλί, αλλά μονίμως στην “πίσω ζώνη”. Στο σανίδι ήταν αλλιώς τα πράγματα, για ένα ηθοποιό που είχε πολλούς θαυμαστές. Απεβίωσε στις 29 Φεβρουαρίου 2012 σε ηλικία 70 ετών και μέχρι την τελευταία στιγμή έπαιζε στο θέατρο, στην παράσταση “Η Ζωή ποδήλατο”.
Σπούδασε στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη και στο Ωδείο Αθηνών και συνεργάστηκε με μεγάλες πρωταγωνίστριες, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Ρένα Βλαχοπούλου. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς το 1999 σε ηλικία 60 ετών και ενώ είχε αντιμετωπίσει προβλήματα και με τον καρκίνο του φάρυγγα.
Έπαιξε σε σπουδαίες ταινίες παλαιότερων δεκαετιών, ποτέ βέβαια δεν είχε πρώτο ρόλο, αλλά δεν του ταίριαζε κιόλας. Από τις φυσιογνωμίες που όλοι θυμούνται και τις μετέπειτα δεκαετίες, όπως το ’80, κάνοντας τον καθηγητή Λεωνίδα Ζουμπά στο “Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα 1-2”.
Πόσες φορές δεν είχε πει εκείνο το “Τα καθίκια του κερατά”, αν και καθηγητής θρησκευτικών. Πολύ σημαντικός ηθοποιός, έβγαζε γέλιο ακόμα και η όψη του, όντας ψηλός και αδύνατος και με ένα πρόσωπο που σε έκανε να τον συμπαθήσεις και να γελάσεις.
Οκ έχετε ενστάσεις, αλλά ας το συζητήσουμε. Ναι, δεν υπήρξε ποτέ Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ούτε και διεκδίκησε τον σχετικό τίτλο. Ναι, μπορούμε να δεχτούμε ότι έχει υπάρξει και αρκετά παρεξηγημένος για τις υποκριτικές του ικανότητες. Δεν ήταν τόσο κακός όσο νομίζουν πολλοί.
Είχε εκείνο το γούρλωμα ματιών και την σχετική τρελόφατσα όταν μιλούσε, αλλά το πάλευε και ήταν τίμιος. Πολλές οι ταινίες που πρωταγωνίστησε, έχει τελειώσει το “Θεατρικό εργαστήρι” του Δημήτρη Κωσταντινίδη, με μεγάλους δασκάλους όπως η Κατίνα Παξινού, ο Μάνος Κατράκης, ο Παντελής Ζερβός και πολλοί άλλοι αξιόλογοι και με αυτό το επάγγελμα μεγάλωσε τρία παιδιά και έζησε την οικογένειά του.
Έχει παίξει σε ταινίες κουλτουριάρικες, καλλιτεχνικές, εμπορικές. Έχει συνεργαστεί με τον Νίκο Κούνδουρο, τον Παντελή Βούλγαρη, τον Όμηρο Ευστρατιάδη και ήταν μια επιλογή-πασπαρτού. Πάντα χρειάζονται και τέτοιοι, δεν είναι όλοι για τη λεζάντα.
Επική μορφή που έχει συμμετάσχει σε πολλές θεατρικές αλλά και τηλεοπτικές παραγωγές. Συγκεκριμένα σε 42 σίριαλ και 78 θεατρικά.
Στην τηλεόραση, τρεις από τους ρόλους του που όλοι θα θυμόμαστε, είναι όταν συμπρωταγωνίστησε με τον Κώστα Τσάκωνα και υποδύονταν τους υδραυλικούς στην κωμωδία του 1988 “Η μεγάλη απόφραξη”, όπου τα άκουγε σε μόνιμη βάση και χωρίς να φταίει μάλιστα, στη σειρά του Mega “Ρετιρέ” όπου υποδυόταν τον καφετζή Φοίβο και ήταν… τσιμπημένος με την Χαρούλα που ήταν σε συνεχή νεύρα για το οτιδήποτε, αλλά και στη σειρά “Εκείνες κι εγώ” με το Γιάννη Μπέζο, οπού υποδυόταν τον Δημήτρη Μαρίκο, φίλο του Ζάχου Δόγκανου.
Πάντα σε “Β’ Ρόλο”, το τέλειο συμπλήρωμα, αλλά ήταν σκέτη απόλαυση, με τις ατάκες του, τους μορφασμούς του, την αγανάκτησή του όταν τον αδικούσαν και τον έβγαζαν εκτός εαυτού.
Κατ’ αρχάς, ένα respect διότι έπαιξε στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη “Νόμος 4000” που αναφερόταν με γλαφυρότητα στον περίφημο νόμο περί τεντιμποϊσμού. Ο Θανάσης Παπαδόπουλος, που επιλέχθηκε για τον ρόλο του τεντιμπόι, χρειάστηκε να θυσιάσει τα μαλλιά του για τις ανάγκες τις ταινίας. Το κούρεμα αυτό τον στιγμάτισε στην πραγματική του ζωή για αρκετό καιρό, καθώς τον περνούσαν για αληθινό τεντιμπόι.
Από ‘κει και πέρα, είχε μια αξιοπρεπέστατη διαδρομή και πάντα κατάφερνε να μένει στο χώρο. Κάτι καλό θα έκανε, δεν γίνεται. Αναρίθμητες οι βιντεοταινίες που έπαιξε, αν και δεν ήταν όλες για… Φεστιβάλ Καννών, όπως και οι κινηματογραφικές του ταινίες, ενώ έπαιξε και πολύ στο θέατρο.
Τον θυμάσαι με μαύρο μαλλί, τον θυμάσαι ώριμο, τον θυμάσαι και στην τρίτη ηλικία. Ποτέ ως πρωταγωνιστή, πάντα υποστηρικτικός, αλλά ήξερες ότι θα σου δώσει το 100%. Δεν ήταν για να ξελιγώνεσαι στα γέλια, αλλά είχε συμπαθητικό χιούμορ.
Στα νιάτα του ήθελε να παντρευτεί την γιαγιά μου και αυτό φτάνει για να τον βάλω στην λίστα. Θα ήταν παππούς μου και όσο να ‘ναι, μια συγκίνηση και συμπάθεια την έχω. Άστε που πάντα γελάω με το “Μπαμπά η Ρομίνα, η Ρομίνα, η Ρομίνα… Σκάσε τ’ άκουσα… Έσκασα, δεν θα μιλήσεις μπαμπά; Σκάσε, σκέφτομαι” που έλεγε ως πλούσιος πατέρας στον βουτυρομεμπέ Τάμπη (Τζεβελέκος) στο “Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα 2” προτού χαρίσει από μια 1000άρα στον Άρη τον Χάλια και την παρέα αν πήγαιναν καλά στις εξετάσεις.
Για να έρθουμε και στα σοβαρά (αν και ήταν σοβαρή η πρόταση γάμου στη γιαγιά μου!), ο Χιώτης ηθοποιός αποφοίτησε στα 36 του (1965) από τη δραματική σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη, ενώ την ίδια χρονιά έγινε μέλος του ΣΕΗ.
Στο θέατρο συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με το θίασο Αλίκης Βουγιουκλάκη – Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Μονίμως σε “Β’ ρόλους” (ίσως και παρακάτω), αλλά αξιοπρεπέστατος και με πορεία αξιοσημείωτη, χωρίς να είναι βέβαια ποτέ στην ελίτ.
Θα άξιζε ένα ξεχωριστό αφιέρωμα για φυσιογνωμίες που έχουν λατρέψει οι 30 ετών και άνω όπως ο Αντώνης Τρικαμηνάς, ο Άκης Φλωρέντης, ο Παναγιώτης Σουπιάδης, ο Στιβ Ντούζος, ο Γιώργος Ρήγας, ο Παύλος Ευαγγελόπουλος, ο Σωτήρης Τζεβελέκος, ο Αλμπέρτο Εσκενάζυ, ο Νίκος Ζιάγκος, ο Φίλιππος Γκιώνης, ο Νίκος Παπαναστασίου, ο ο Αλέκος Μαυρίδης, ο Μάκης Κωστίνης, ο Χρήστος Κάλοου, ο Γιάννης Ευδαίμων, ο Νίκος Ρεντίφης, ο Γιώργος Παρμαξίζογλου, ο Μίμης Θειόπουλος, ο Τόλης Πολλάτος, ο Χρήστος Φωτίδης, ο Θεόδωρος Δημητρίεφ, ο Χρήστος Σάββας, ο Αλέκος Γιαννάκης, ο Βασίλης Καμίτσης και αρκετοί ακόμη εκείνης της περιόδου.
Ο καθένας άφησε το δικό του στίγμα, είτε στον κινηματογράφο, είτε στην τηλεόραση, είτε στο θέατρο.