Στις 9 Νοεμβρίου 1931, ένας Έλληνας μοναχός ανακάλυψε στην Τραπεζούντα την διάσημη εικόνα της Παναγίας του Σουμελά, η οποία αποδίδεται στον Ευαγγελιστή Λουκά.
Όπως προαναφέραμε, η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Σουμελά, σύμφωνα με την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ζωγραφίστηκε από τον Ευαγγελιστή Λουκά.
Η ετυμολογία της λέξης «Σουμελά» προέρχεται από τη σύνθεση του όρους «Μελά» και της ποντιακής λέξης «σου», που σημαίνει «εις το» ή «εις του». Έτσι, η φράση «εις του Μελά» μετατράπηκε τελικά σε «Σουμελά».
Μετά το θάνατο του Απόστολου και Ευαγγελιστή, ο μαθητής του Ανανίας μεταφέρει την εικόνα στην Αθήνα και την τοποθετεί στον λαμπρό ναό της Θεοτόκου. Εκείνη την εποχή, η εικόνα ήταν γνωστή ως Παναγία η Αθηνιώτισσα.
Σύμφωνα με την ιερή παράδοση, οι Αθηναίοι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, υπακούοντας στο κάλεσμα της Παναγίας, ακολουθούν την πορεία της εικόνας που πετά προς τον Πόντο.
Οι δύο μοναχοί, Βαρνάβας και Σωφρόνιος, περνούν από τα Μετέωρα, τη Χαλκιδική και την παραλία της Μονής Βατοπεδίου. Από εκεί, ένας άγνωστος άνδρας τους μεταφέρει με πλοίο μέχρι τη Μαρώνεια.
Στη συνέχεια, οι μοναχοί ταξιδεύουν πεζοπορώντας μέσω της Ραιδεστού και τελικά φτάνουν στην Κωνσταντινούπολη, από όπου παίρνουν ένα πλοιάριο για την Τραπεζούντα.
Στην Τραπεζούντα, η Παναγία εμφανίζεται ξανά στους δύο Αθηναίους μοναχούς και τους πληροφορεί ότι η εικόνα της κατευθύνεται προς το όρος Μελά.
Με οδηγό τον Πυξίτη ποταμό και ενισχυμένοι από τη δύναμη της πίστης τους, ανηφορίζουν προς το όρος, μέχρι που φτάνουν μπροστά στην είσοδο μιας σπηλιάς με χρυσή λάμψη.
Ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος, γονατιστοί και δακρυσμένοι από χαρά, ευχαριστούν την Παναγία και της υπόσχονται να χτίσουν έναν ναό προς τιμήν της σε αυτό το σημείο.
Με μοναδικά τους εφόδια την πίστη, την επιμονή και την εργατικότητά τους, οι δύο αποφασισμένοι ερημίτες μοναχοί, Βαρνάβας και Σωφρόνιος, καταφέρνουν να ξεπεράσουν πολλές αντιξοότητες και να χτίσουν το 386 μ.Χ. σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους Μελά, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, την εκκλησία της Σουμελιώτισσας, σκαλιστή μέσα στο βουνό.
Από τότε η εικόνα έγινε γνωστή ως Παναγία Σουμελά, και το φημισμένο χριστιανικό ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στην Τραπεζούντα παρέμεινε σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού για 16 αιώνες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το σοβαρό πρόβλημα ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε θαυματουργά, σύμφωνα με την παράδοση, καθώς ακόμη και σήμερα η ανθρώπινη λογική δεν μπορεί να εξηγήσει πώς αναβλύζει νερό από έναν γρανιτώδη βράχο. Οι θεραπευτικές ιδιότητες του νερού έκαναν το μοναστήρι πασίγνωστο σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους από όλο τον κόσμο.
Το 1930, στο πλαίσιο της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, κανονίζει επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Ισμέτ Ινονού στην Αθήνα, όπου ο Ινονού συμφωνεί να επιτρέψει μια αντιπροσωπεία να ταξιδέψει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.
Από τότε και για 20 χρόνια, η εικόνα φιλοξενείται στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Το 1931, ο Λεωνίδας Ιασωνίδης προτείνει την επανενθρόνιση της Παναγίας Σουμελά σε κάποια περιοχή της Ελλάδας. Τελικά, το 1951, ο Κρωμναίος οραματιστής και κτήτωρ Φίλων Κτενίδης πραγματοποιεί την επιθυμία όλων των Ποντίων, θεμελιώνοντας τη Νέα Παναγία Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου, στην Καστανιά της Βέροιας.