Ο Ορέστης Μακρής γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1899 στη Χαλκίδα. Σπούδασε φωνητική μουσική στο Ωδείο Αθηνών και στα 20 του στρατεύτηκε και υπηρέτησε στη Μικρά Ασία.
Γράφει η Έπη Τρίμη
Ήταν από τις εμβληματικότερες θεατρικές φυσιογνωμίες και ένα υπόδειγμα οικογενειάρχη και καλλιτέχνη με σπάνιο προσωπικό και καλλιτεχνικό ήθος που ξεχώρισε καθώς την ίδια γνησιότητα που εξέφραζε στην ζωή του, αποτύπωνε μοναδικά και μέσα από τους ρόλους του.
Λάτρευε να περνά τις μέρες του με τη σύζυγο και τα δυο του παιδιά, φροντίζοντας μάλιστα να μη λείπει ποτέ από το οικογενειακό τραπέζι παρά το μονίμως φορτωμένο πρόγραμμά του.
Ο Ορέστης Μακρής, όπως ορκίζονταν οι συνάδελφοί του, ήταν πρωτίστως ένας πολύ καλός και μελετηρός επαγγελματίας, αλλά και ένας άνθρωπος σεμνός, μετρημένος και δίκαιος, που δεν άφησε την τεράστια επιτυχία να τον φθείρει. Ντόμπρος με όλους και ολότελα συνεργάσιμος, ήταν συνήθως λιγομίλητος, αφήνοντας λες τη δουλειά του να λέει τα πάντα γι’ αυτόν.
Οι συνάδελφοί του τον θυμούνταν να κάθεται ήσυχος ήσυχος στο καμαρίνι του χωρίς να μπερδεύεται ποτέ σε κουτσομπολιά και πηγαδάκια. Στις λιγοστές μάλιστα φορές που τον είδαν να θυμώνει, η αντίδρασή του ήταν να κοιτάει ψηλά τον ουρανό, να κάνει τον σταυρό του και να μονολογεί: «Ευχαριστώ, Θεέ μου, που με έκανες λογικό άνθρωπο».
Όταν το 1930 άνοιξε το εργοστάσιο δίσκων της Κολούμπια, ένας από τους πρώτους που πήγαν να ηχογραφήσουν ήταν ο τενόρος και μετέπειτα ηθοποιός, Ορέστης Μακρής. Ο απόφοιτος του Ωδείου Αθηνών έκανε ντεμπούτο το 1925 στον θίασο οπερέτας της Ροζαλίας Νίκα. Σύντομα διέπρεψε με το εντυπωσιακό παράστημα και τη γοητευτική του φωνή, ερμηνεύοντας το «Τανγκό της Λεϊλά» που συγκίνησε το κοινό της εποχής.
Εκτός βέβαια από μεθύστακας, ο αλησμόνητος Μακρής διέπρεψε στο μεγάλο πανί και σε πολλούς ακόμα ρόλους, από αυστηρός καθηγητής και ευαίσθητος αμαξάς μέχρι και ακόμα αυστηρότερος πατέρας, θείος και σπιτονοικοκύρης. Ακόμα και πριμαντόνα!
Το 1928 σε περιοδεία στην επαρχία με τον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, οι συνάδελφοί του ανακάλυψαν ακόμη ένα ταλέντο του Ορέστη Μακρή, εκτός από το τραγούδι. Ένα μεσημέρι όπως έτρωγαν όλοι μαζί, ο συνήθως μετρημένος και ήσυχος ηθοποιός, αποφάσισε να κάνει ορισμένες μιμήσεις για να τους φέρει στο κέφι.
Σηκώθηκε τρεκλίζοντας από θέση οκλαδόν και με φωνή σπαστή και συρτή τους έκανε τον μεθυσμένο. Όλοι λύθηκαν στα γέλια και δεν θα ήταν παρά ένα αστείο, αν δεν βρισκόταν ανάμεσά τους ο Βεάκης. Μόλις τον είδε, κατάλαβε ότι ο νεαρός τενόρος δεν έπρεπε να περιοριστεί στο τραγούδι. «Δεν χρειάζεται καν να το σκεφτείς. Πρέπει να βγεις στην επιθεώρηση και μόνο με αυτό το νούμερο θα χαλάσεις κόσμο», του είπε χαρακτηριστικά και με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση.
Το 1932 ο Ορέστης Μακρής εμφανίστηκε στο Ρεξ παίζοντας στην επιθεώρηση «Παπαγάλος», όπου επιχείρησε το νέο του ξεκίνημα. «Τους μπεκρήδες και αν δικάσουνε, άδικα θα τους κρεμάσουνε», έλεγε κάνοντας τον μεθυσμένο και ξεσηκώνοντας το κοινό που έσπευδε στο θέατρο μόνο και μόνο για να απολαύσει το συγκεκριμένο νούμερο.
Ο ήρωας που υποδυόταν ήταν πραγματικό πρόσωπο που πολύ συχνά περιφερόταν στα γραφικά ταβερνάκια της Πλάκας. Ο Μακρής τον είχε δει και είχε αντιγράψει εκφράσεις και κινήσεις του για να τις μεταφέρει στον ρόλο που έπαιζε στην παράσταση.
Που να ήξερε τότε ότι το ρόλο του μεθύστακα θα τον κουβάλαγε σε όλη τη μελλοντική του καλλιτεχνική διαδρομή.
Στον κινηματογράφο τον ενσάρκωσε στην ταινία «Ο Μεθύστακας» του Γιώργου Τζαβέλλα. Ο Φιλοποίμην Φίνος που παρακολουθούσε τον Γιώργο Τζαβέλλα να εξηγεί τον ρόλο και τις ατάκες στον Ορέστη Μακρή, έκρινε ότι ο ηθοποιός δεν διέθετε τα απαραίτητα προσόντα. «Τι παιδεύεσαι; Δεν βλέπεις που είναι κάφρος;» είπε στον σκηνοθέτη. Ο Μακρής που άκουσε το αρνητικό σχόλιο δεν απάντησε και βγήκε ατάραχος από το πλατό. Όταν ξαναστήθηκε μπροστά στην κάμερα και άρχισε τον μονόλογό του, ξαφνικά διέκοψε και γυρνώντας προς το Φίνο, τον κοίταξε και του είπε : «Εμένα είπες κάφρο ρε;».
Η ταινία, που μέχρι σήμερα θεωρείται μια από τις καλύτερες του ελληνικού κινηματογράφου, έκοψε περισσότερα από 300.000 εισιτήρια, χάρη στον «κάφρο» που την απογείωσε με την ερμηνεία του. Έκτοτε, όποιος θέλει να πειράξει κάποιον που πίνει δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο, παρά να τον αποκαλέσει Ορέστη Μακρή. Ο Μακρής έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στις σκηνές και σε μια από αυτές, λογόφερνε έντονα με τον Δημήτρη Χορν. Όταν ολοκληρώθηκε το πλάνο οι δύο ηθοποιοί συνέχισαν να βρίζονται με χυδαίο τρόπο που στη συνέχεια μετατράπηκε σε σπαρταριστά γέλια. Εκτός από μεθύστακας, ο ηθοποιός διέπρεψε στον κινηματογράφο και σε άλλους ρόλους, όπως καθηγητής γυμναστικής, αμαξάς, πατέρας ανύπαντρων κοριτσιών και σπιτονοικοκύρης. Επίσης, έγραψε ιστορία στο θέατρο το 1959, όταν ήρθαν στην Αθήνα τα μπαλέτα Μπολσόι για παραστάσεις στο Ηρώδειο. Ο Μακρής εργαζόταν τότε στο Περοκέ και για να σατιρίσει το διάσημο χορευτικό σχήμα, έστησε τη δική του χορογραφία με θέμα την «Λίμνη των κύκνων». Οι μπαλαρίνες-κύκνοι όμως ήταν ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Νίκος Σταυρίδης και ο Σταύρος Παράβας. Όσο για τον ρόλο της πριμαντόνας, που δεν ήταν άλλος από έναν τεράστιο και αλλοπρόσαλλο φτερωτό κύκνο, τον είχε κρατήσει για τον εαυτό του, ξεσηκώνοντας και πάλι το κοινό.
Ο Ορέστης Μακρής θα εγκατασταθεί από την νεανική του ηλικία στην οδό Φρυνίχου στην Πλάκα όπου εκεί το 1925 και σε ηλικία είκοσι επτά ετών θα γνωρίσει την δεκαπεντάχρονη Βαρβάρα και θα αναπτύξουν μια όμορφη και τρυφερή σχέση. Την ίδια χρονιά θα ανέβει για πρώτη φορά με επιτυχία στην θεατρική σκηνή ως τενόρος σε οπερέτες της εποχής. Οι γονείς της από τις σημαντικότερες Αθηναϊκές οικογένειες με οικονομική επιφάνεια, δεν αποδέχονται τον νεαρό θεατρίνο και τότε εκείνος αποφασίζει να την “κλέψει”, με το ζευγάρι να στεγάζει τον νεανικό του έρωτα σε ένα μικρό σπίτι στο Κουκάκι.
Παντρεύονται και αποκτούν δύο παιδιά την Κατερίνα και τον Θεμιστοκλή και το 1929 με τον θάνατο του πατέρα της οι σχέσεις της οικογένειας με τον Ορέστη Μακρή θα αποκατασταθούν καθώς τελευταία επιθυμία του είναι να επιστρέψει η κόρη στο πατρικό με την νέα της οικογένεια. Μετακομίζουν στο πατρικό της στην οδό Αδριανού στην Πλάκα, με την καριέρα του να σημειώνει μεγάλη άνοδο σε επιθεωρήσεις και οπερέτες.
Πολλοί με ρωτούν πώς έβλεπα τον παππού μου που ήταν διάσημος ηθοποιός; Η αυθόρμητη απάντησή μου είναι : σαν παππού! Για μένα ήταν πρώτα ο παππούς μου και δευτερευόντως ο Ορέστης Μακρής.
Επίσης πολλοί με ρωτούν : Έπινε ο παππούς σου; Το έτσουζε; και εγώ τους απαντώ : Ηθοποιός ήταν, όχι αλκοολικός.
΄Επαιζε τον μεθύστακα, δεν ήταν! Ήταν όμως καλός ηθοποιός και ήθελε το κάθε τι που έπαιζε να το κάνει άρτια. Να φανταστείτε ακόμη έχω τη μικρή βαλίτσα με τη στολή του μεθύστακα που κουβαλούσε μαζί στα γυρίσματα. Εποχές ένδειας βλέπετε, οι ταινίες γυριζόντουσαν με λίγα χρήματα, πού λεφτά για ενδυματολόγους και κοστούμια!
Σαν οικογενειάρχης ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος και τρυφερός. Δεν ήταν ανήθικος, δεν είχε αδυναμίες και πάθη. Δεν έπαιζε χαρτιά, ούτε ιππόδρομο αλλά ούτε κυνηγούσε τον ποδόγυρο. Σε ένα θέμα δεν σήκωνε κουβέντα και το δήλωνε: Όχι τα παιδιά μου στο θέατρο! Κι ας είχε η κόρη του εκτός από την ομορφιά κληρονομήσει και τη φωνή του. Θα γνωρίζετε μάλλον ότι ξεκίνησε τις σπουδές του από το κλασσικό τραγούδι, τελείωσε το Ελληνικό Ωδείο Αθηνών και εμφανίστηκε σαν τενόρος σε οπερέτες αρχικά.
Ήταν ο άνθρωπος που με εισήγαγε στην κλασσική μουσική από πολύ μικρό, θα ήμουν 8-9 ετών. Καθόμασταν ώρες και ακούγαμε κυρίως Μπετόβεν, που τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο μουσουργό, και μου εξηγούσε τον ρόλο του κάθε οργάνου και τί ήθελε να πει, να εκφράσει ο συνθέτης. Αυτό δεν το έκανε με ένα τρόπο ξερό, ακαδημαϊκό αλλά με ζωντάνια και συναίσθημα γιατί είχε το χάρισμα της αφήγησης. Μου διάβαζε αποσπάσματα από τους Αθλίους του Β. Ουγκώ, μου μίλαγε για τον Πλάτωνα και την φιλοσοφία του κι ας ήμουν μικρός. Εγώ του ανταπέδιδα με μαθήματα γεωγραφίας που ήταν η “ειδικότητά” μου σαν μαθητής.
Κάθε Κυριακή πηγαίναμε με τους γονείς μου στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς στο Χαλάνδρι για να φάμε μαζί τους. Τις περισσότερες φορές ήταν καλεσμένος και ένας φίλος του, παλιός ηθοποιός, ο Γιάννης Ιωαννίδης. Ό,τι λέγανε για το θέατρο και τη ζωή τους γενικότερα δεν περιγράφεται. Ήταν ένα ποτάμι λέξεων, κινήσεων και μορφασμών που αντάλλασσαν μεταξύ τους και μας κράταγε ευχάριστα καθηλωμένους για ώρες.
Δεν θα ξεχάσω όταν με έπαιρνε μαζί του στο θέατρο, τους συναδέλφους του ηθοποιούς, πόσο ζεστά με αγκάλιαζαν, ιδιαίτερα οι γυναίκες ηθοποιοί σαν τη Βέμπο, τις αδελφές Καλουτά, τη Ρένα Ντορ, ή την πληθωρική Σπεράντζα Βρανά, με γέμιζαν φιλιά και με έπνιγαν στο μπούστο τους – ήμουν μικρούλης και δεν υπήρχε περίπτωση παρεξήγησης. Όπως επίσης δεν θα ξεχάσω τις μούτες του Αυλωνίτη που μου έκανε από σκηνής για να με κάνει να γελάσω, εννοείται εκτός ρόλου.
Θυμάμαι όταν αναφερόταν στο θέατρο το αποκαλούσε “ το σανίδι” από τα σανίδια της σκηνής υποθέτω. Γι’ αυτό και στο παλιό θέατρο όταν έκριναν έναν ηθοποιό έλεγαν “τον θέλει το σανίδι” ή δεν τον θέλει, ανάλογα αν ήταν καλός ή κακός ηθοποιός. Νομίζω ότι με την στάση ζωής και την συμπεριφορά του κέρδιζε τον σεβασμό της οικογένειάς του και του ευρύτερου συγγενικού και φιλικού περιβάλλοντος, τολμώ να πω ότι κέρδιζε τον σεβασμό και του επαγγελματικού και καλλιτεχνικού κόσμου.
Ήταν φιλόπατρις, λάτρευε την Ελλάδα, αφού να φανταστείτε, όποτε άκουγε τον Εθνικό ύμνο δάκρυζε! Δύο πολιτικούς εκτιμούσε και θαύμαζε : τον Ελευθέριο Βενιζέλο- είχε μάλιστα την προτομή του στο γραφείο του- και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή του οποίου είχε μια φωτογραφία με αφιέρωση και την είχε και αυτή στο γραφείο του. Άλλους πολιτικούς δεν εκτιμούσε ούτε του πέρναγε από το μυαλό να ασχοληθεί με την πολιτική.
Τους ρόλους τους προσέγγιζε με σεβασμό και πολλή μελέτη, ακόμη και τους πιο εύκολους. Ειδικά στους κωμικούς ρόλους η άποψή του ήταν ότι όσο πιο λιτά τον ερμηνεύσεις, τόσο πιο αστείος βγαίνει ο ρόλος. Στην επιθεώρηση όπου έκανε σε ένα σπαρταριστό νούμερο την μπαλαρίνα Κουλάνοβα έλεγε : Δεν χρειάζεται να ακκίζεσαι σαν γυναίκα, το αστείο βγαίνει όταν παίξεις σαν άνδρας με γυναικεία ρούχα. Η γκάμα του ως ηθοποιού ήταν πολύ μεγαλύτερη και ήταν εξίσου καλός και στους δραματικούς ρόλους, απόδειξη η ερμηνεία του στο “Αμαξάκι” του Ντίνου Δημόπουλου και στην “Κάλπικη Λίρα” του Γιώργου Τζαβέλλα.
Πριν κάνει κάποια κίνηση, πριν πάρει μια απόφαση, καθόταν και το σκεφτόταν λεπτομερειακά, το όποιο ζήτημα, είτε αφορούσε την οικογένειά του, τα επαγγελματικά του ή οικονομικά ζητήματα. Ήταν αξιοπρεπής αλλά και εγωιστής, γι’αυτό δεν έπαιρνε αποφάσεις εν θερμώ, ήθελε όταν έλεγε ναι, να είναι ναι και όταν όχι, όχι. Όταν αποφάσισε να αποσυρθεί από το θέατρο το 1968 και του λέγαν συνάδελφοι, φίλοι και συγγενείς ότι έχει πολλά να δώσει ακόμη τους απαντούσε :» Δεν θέλω να με διώξει το σανίδι, εγώ θα αφήσω το σανίδι!» Και έτσι έκανε. Δεν δέχτηκε να ξαναπαίξει ακόμη κι όταν με “φορτικότητα” του το ζήτησε το καθεστώς της 21ης Απριλίου.
Την Κυριακή 26/1/1975 είχε μια ηλιόλουστη μέρα. Έκατσε στον κήπο, κάτω από το αιωνόβιο πεύκο να πιει τον καφέ του. Την Δευτέρα ήταν κρυωμένος, με πυρετό. Την Τρίτη του τηλεφώνησα να δω πώς πάει . « Αχ, παιδάκι μου, μου είπε, είμαι πολύ άρρωστος, θα πεθάνω!» Έλα τώρα που θα πεθάνεις με ένα κρύωμα, θα περάσει! Και σκεφτόμουν συναισθηματικές υπερβολές του παππού είναι. Την άλλη μέρα, 29 Ιανουαρίου 1975 το απόγευμα πέθανε.
Το 1954 στα χρόνια της μεγάλης επιτυχίας και καθιέρωσης, η οικογένεια θα εγκατασταθεί στο Χαλάνδρι σε ένα υπέροχο σπίτι γεμάτο κερασιές, όπου θα ζήσει μέχρι και τον “χαμό” του το 1975 και τέσσερα χρόνια αργότερα θα τον “ακολουθήσει” η μεγάλη αγάπη της ζωής του και πάντα πιστή και αφοσιωμένη Βαρβάρα.
Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, έφτιαξε έναν ωραίο κήπο με κερασιές στο σπίτι του στο Χαλάνδρι και περνούσε τώρα τη μέρα περιποιούμενος τα μποστάνια του. Στα τελευταία του όλοι τον ανακαλούσαν ως έναν χαρούμενο, χορτασμένο από την επιτυχία και ευτυχισμένο άνθρωπο που απολάμβανε να περνά τον χρόνο του κοντά στην οικογένειά του.
Λίγο πριν πεθάνει, ζήτησε από τον εγγονό του να τον πάει για μια τελευταία φορά στην παλιά του γειτονιά στη Χαλκίδα και λίγο πριν κλείσει τα μάτια του είπε στην κόρη του: «Τώρα μπορώ να φύγω ευχαριστημένος, νυν απολύεις τον δούλον σου, Κύριε».
Πέθανε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Τετάρτης 29 Ιανουαρίου 1975, από κρυολόγημα που εξελίχθηκε σε πνευμονικό οίδημα, στο σπίτι του στα Βριλήσσια Αττικής και κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο στον οικογενειακό του τάφο.
Τιμημένος με το Τάγμα του Φοίνικος, ο μετρημένος αυτός άνθρωπος άφησε σε όλους εμάς τη μεγαλύτερή του κληρονομιά, το σπάνιο ήθος του και την παροιμιώδη επαγγελματική του ευσυνειδησία.