Ο Λάζαρος Ακερμανίδης υπήρξε ένας από τους αφανείς ήρωες του πολέμου του ’40, αφήνοντας ως κληρονομιά τη φωτογραφική αποτύπωση μιας από τις πιο λαμπρές στρατιωτικές στιγμές της Ελλάδας. Με θάρρος και αυτοθυσία, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της μάχης, στα ηρωικά βουνά της Πίνδου, για να μεταδώσει το μήνυμα της αντίστασης μέσα από τη δύναμη της εικόνας.
Οι Έλληνες αγωνίζονταν για την υπεράσπιση της πατρίδας και των αξιών τους, και κάποιος έπρεπε να καταγράψει για πάντα τον αγώνα τους για την ελευθερία, ως απάντηση στο σκοτεινό τελεσίγραφο που ο Ιταλός πρεσβευτής παρέδωσε στον Μεταξά την 28η Οκτωβρίου 1940. Η Ελλάδα είχε πλέον εμπλακεί σε πόλεμο, και ο καθένας θα συνέβαλε στην προσπάθεια από τη δική του θέση.
Το Γενικό Επιτελείο Στρατού, αντιλαμβανόμενο την αξία της φωτοειδησεογραφίας, κάλεσε αμέσως φωτογράφους και κινηματογραφιστές να καταταγούν εθελοντικά, ώστε να απαθανατίσουν τις ηρωικές στιγμές του ελληνικού λαού που δοκιμαζόταν στον πόλεμο.
Με ενθουσιασμό ή, ίσως, από απλή τόλμη, πολλοί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, με τουλάχιστον 40 φωτογράφους και κινηματογραφιστές να αφοσιώνονται στην καταγραφή του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου.
Ανάμεσα στους πρώτους που έφτασαν στο μέτωπο ήταν ο Λάζαρος Ακερμανίδης, ο οποίος θα μείνει στο πεδίο της μάχης περισσότερο από κάθε άλλον, καταγράφοντας περίπου 2.500 ασπρόμαυρες εικόνες εκείνου του σκληρού χειμώνα στην Ήπειρο.
Ο Ακερμανίδης δεν εστίαζε μόνο στις επιθέσεις και στα κατορθώματα του στρατού, αν και διέσχιζε μεγάλες αποστάσεις για να τα καταγράψει. Τον ενδιέφερε επίσης να απαθανατίσει την καθημερινότητα των στρατιωτών – πώς περνούσαν τις ώρες της ανάπαυλας, τι έκαναν μακριά από τα όπλα.
Ως πρόσφυγας ο ίδιος, ο Ακερμανίδης γνώριζε από πρώτο χέρι τις δυσκολίες της ζωής, τόσο σε καιρό πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1932 και δούλεψε ως φωτορεπόρτερ, όπως συνέχισε να κάνει στον Πόλεμο του ’40 για την εφημερίδα «Νίκη», παρέχοντας εικόνες που έντυναν την πολεμική ειδησεογραφία.
Οι φωτογραφίες του Λάζαρου Ακερμανίδη έχουν κάτι το ξεχωριστό, κάτι που αναγνωρίζει κανείς εύκολα. Αψηφώντας τον κίνδυνο, βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των μαχών, αποτυπώνοντας τη στιγμή ακριβώς εκεί που όλα συνέβαιναν. Δεν έμενε στα μετόπισθεν, δεν διάλεξε την ασφάλεια του στρατοπέδου· η θέση του στην πρώτη γραμμή τού έδινε ένα ιδιαίτερο επαγγελματικό πλεονέκτημα.
Η τόλμη που τον χαρακτήριζε και στην προσωπική του ζωή τον έκανε παροιμιώδη στο αλβανικό μέτωπο. Η εφημερίδα «Νίκη» κυκλοφόρησε το 1941 ένα φωτογραφικό λεύκωμα αφιερωμένο στον Πόλεμο του ’40, αποτέλεσμα της δουλειάς του Ακερμανίδη, που κατέγραψε με τον φακό του την απάντηση της Ελλάδας στον φασιστικό ιμπεριαλισμό.
Στη συνέχεια, ο Ακερμανίδης κατέγραψε και άλλες σκοτεινές στιγμές της χώρας, όπως την Κατοχή, την Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Όμως, η ζωή τον δοκίμασε σκληρά, καθώς βρισκόταν πάνω στο πλοίο «Χειμάρρα», που ναυάγησε το 1947 και έστειλε στον θάνατο 383 ψυχές.
Από τότε τα ίχνη του χάθηκαν, και για 46 χρόνια το έργο του θεωρούνταν εξαφανισμένο. Ώσπου ένα μοναδικό αντίτυπο από την έκθεση φωτογραφίας του 1945 στο Ζάππειο, με εικόνες του αλβανικού μετώπου, αλλά και λίγες σκορπισμένες φωτογραφίες, ήρθαν ξανά στο φως.
Αυτή είναι η συναρπαστική ιστορία του Έλληνα που πολέμησε με ένα «όπλο» πολύ διαφορετικό από των άλλων: τη φωτογραφική του μηχανή.
Ποντιακής καταγωγής, ο Ακερμανίδης γεννιέται στο 1903 στα Σούρμενα του Πόντου (βορειοανατολική Τουρκία). Η οικογένεια θα εκτοπιστεί σύντομα από τον τόπο της, για να γλιτώσει τους τουρκικούς διωγμούς, βρίσκοντας καταφύγιο στα ανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Εκεί, κάτω από τη σκιά των βουνών του Καυκάσου, θα φτιάξουν το νέο σπιτικό τους στο ρωσικό Σότσι, όπου θα τελειώσει το σχολείο ο Λάζαρος και θα μυηθεί στα θέλγητρα της φωτογραφίας, τσαλαβουτώντας παράλληλα και στη ζωγραφική.
Την Ελλάδα την έχουν μέσα στην καρδιά τους οι ξεριζωμένοι Ακερμανίδες, κι έτσι το 1932 ο άδολος πατριώτης Λάζαρος θα μετακομίσει στη μαμά πατρίδα. Η δεξιοτεχνία του στην ασπρόμαυρη φωτογραφία θα τον φέρει από την πρώτη στιγμή στα μεγάλα στούντιο Αθήνας και Θεσσαλονίκης.
Στην πρωτεύουσα, ας πούμε, εργάζεται δίπλα στους περίφημους αδελφούς Μεγαλοκονόμου, ενώ στη Θεσσαλονίκη βρίσκεται δίπλα στον Λυκίδη. Παρά ταύτα, ελάχιστα είναι γνωστά για την πρώιμη αυτή σταδιοδρομία του στον ελλαδικό χώρο. Δεν ενδιαφερόταν βλέπετε για δάφνες και περγαμηνές ο Ακερμανίδης, παρά για τον επιούσιο που έβγαινε όλο και πιο δύσκολα.
Λίγο πριν από τον πόλεμο, ζει στην Κατερίνη, όπου βρίσκεται ο αδερφός του Ηλίας. Εκεί θα μάθει για την ανακοίνωση του στρατού που θέλει λέει επαγγελματίες φωτορεπόρτερ για το μέτωπο και τρέχει να καταταγεί χωρίς δεύτερη σκέψη.
Σκληραγωγημένος εξάλλου καθώς ήταν, τι να του πουν οι κακουχίες της ορεινής ζωής στην Πίνδο; Αυτός στον Εύξεινο Πόντο ήταν χειμερινός κολυμβητής, λίγα χιόνια θα τον φόβιζαν; Το μόνο που ζήτησε από τον γουναρά αδερφό του ήταν ένα σκουφί απ’ αυτά που καλύπτουν τα αυτιά, «γιατί μόνον αυτά κρυώνουν», του εξομολογείται.
Με το ζεστό καπέλο ανά χείρας κι ένα συμβόλαιο με την εφημερίδα «Νίκη», ξεκινά λοιπόν για τον πόλεμο…
Στα βουνά της Πίνδου δεν είναι βέβαια κατά κανέναν τρόπο ο μόνος φωτορεπόρτερ. Εκεί θα βρει τους παλιούς του εργοδότες, όλα τα αδέλφια Μεγαλοκονόμου (Κωνσταντίνος, Μανώλης και Χαράλαμπος) δηλαδή, αλλά και τον Κασόλα της εφημερίδας «Ασύρματος», τον Νισύριο της «Βραδυνής», τον Σούτσο του «Έθνους» και τον Βασίλη Τσακιράκη φυσικά, που τον ήξεραν οι πάντες ως «Φωτογράφο της Αλβανίας».
Στο μέτωπο θα συναντήσει και πολλούς κινηματογραφιστές, που τραβούν φιλμάκια για τα «Επίκαιρα». Ανάμεσά τους και ο Φιλοποίμην Φίνος. Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς μένουν στα βουνά μόνο για λίγο, ολοκληρώνουν τη δουλειά τους και επιστρέφουν. Όχι όμως ο αφοσιωμένος Ακερμανίδης, που παραμένει στην πρώτη γραμμή του αλβανικού μετώπου καθ’ όλη τη διάρκεια του σκληρού χειμώνα του 1940-41.
Εκεί, ανάμεσα στις βολές και το ελληνικό αίμα, στα χαρακώματα όπου οι μάχες δίνονταν σώμα-με-σώμα, με την ατμόσφαιρα να μυρίζει θάνατο και μπαρούτι, ο φακός του Ακερμανίδη δεν σταματά. Καθώς οι μάχες μαινόταν, ο ήχος των μαχών σκέπαζε τον ήχο του κλείστρου της φωτογραφικής του μηχανής.
Με τον φακό του κατέγραψε περισσότερα από 2.500 καρέ, μερικά από τις σφοδρές μάχες, άλλα από την καθημερινότητα στα μετόπισθεν. Πολλά τραβηγμένα σε πραγματικές συνθήκες μάχης και άλλα «στημένα», καθώς όλα έπρεπε να περάσουν από τη λογοκρισία της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, στην οποία ανήκαν οι εθελοντές φωτογράφοι και κινηματογραφιστές, πριν δημοσιευτούν στον Τύπο.
Ήταν μια απαιτητική και συχνά προπαγανδιστική εργασία, καθώς οι λογοκριτές απέφευγαν να δημοσιεύουν εικόνες νεκρών στρατιωτών, θεωρώντας πως το κοινό δεν θα άντεχε τέτοιες σκηνές. Η εφημερίδα «Νίκη» δημοσίευε τακτικά τις φωτογραφίες του από το μέτωπο, ενώ μέχρι το 1941 συγκέντρωσε αρκετό υλικό για να εκδώσει ένα φωτογραφικό λεύκωμα του Πολέμου του ’40.
Η κάλυψη των δύσκολων καιρών για την πατρίδα δεν σταμάτησε με τον Ακερμανίδη. Το έργο του δεν περιορίστηκε στα ματωμένα βουνά της Πίνδου, αλλά επεκτάθηκε και στην περίοδο της Κατοχής, καθώς και στους αγώνες του ΕΛΑΣ. Ήταν παρών σε σημαντικά γεγονότα της χώρας, όπως η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1944, ακολουθώντας στενά την Οργάνωση Μεραρχιών Μακεδονίας στην πορεία της προς την πόλη.
Μετά τον πόλεμο, μοιραζόταν τον χρόνο του μεταξύ Κατερίνης και Θεσσαλονίκης, καλύπτοντας από το 1946 τα νέα, τραγικά γεγονότα της εμφύλιας σύρραξης για λογαριασμό της εφημερίδας «Φως». Ωστόσο, αμέσως μετά την Απελευθέρωση το 1945, πρόλαβε να διοργανώσει μια ατομική έκθεση με το φωτογραφικό υλικό του από το Έπος του 1940, με την πολιτεία να του παραχωρεί το Ζάππειο Μέγαρο για την εκδήλωση.