Ο Αρτέμης Μάτσας ήταν ο νούμερο 1 κακός του ελληνικού κινηματογράφου. Την ίδια ώρα που στην πραγματική ζωή είχε δεινοπαθήσει από τους Γερμανούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Ο ραδιούργος δοσίλογος του ελληνικού σινεμά γνώρισε από πολύ μικρός τις φρικαλεότητες του ζυγού των ναζί. Καθώς έβαλαν τον εβραϊκής καταγωγής πατέρα του στα τρένα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η οικογένεια δεν τον είδε ποτέ ξανά. Μετατράπηκε κι αυτός σε έναν ακόμα αριθμό στη μακάβρια λίστα των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, άλλο ένα θύμα της ναζιστικής λαίλαπας.
Τα τρία παιδιά περνούν δύσκολα παιδικά χρόνια, και ο Αρτέμης λίγο έλειψε να πεθάνει από την πείνα και τις κακουχίες της Κατοχής.
Μεγάλωσε μισώντας λοιπόν τους ναζί κατακτητές, γι’ αυτό και αποφάσισε να παίξει τον ρόλο που δεν ήθελε κανείς! Η κινηματογραφική του θητεία στον κόσμο του κακού ξεκίνησε εντελώς τυχαία το 1959. Τότε που ενσάρκωσε στην κλασική ταινία του Ντίμη Δαδήρα «Το νησί των γενναίων» τον ρόλο του προδότη. Έναν ρόλο που κανένας άλλος δεν τόλμησε να δεχτεί.
Αφού πρόδωσε την Τζένη Καρέζη και έκαψε με τσιγάρο τον ήρωα της Αντίστασης, Γκίκα Μπινιάρη, ο εμβληματικός σπιούνος είχε έρθει για να μείνει. Τόσο σφράγισε μάλιστα την εικόνα του ρουφιάνου που το όνομά του λειτουργεί ακόμα και σήμερα ως μετωνυμία για τον συνωμότη!
Σε ραδιοφωνική συνέντευξή του στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο αξέχαστος ηθοποιός, θεατρικός σκηνοθέτης, παραγωγός και κριτικός κινηματογράφου Αρτέμης Μάτσας ρωτήθηκε για την προτίμησή του σε ρόλους καταδότη. Και ιδίως συνεργάτη των Γερμανών κατακτητών την περίοδο της Κατοχής.
Η απάντησή του αποκάλυψε όχι μόνο την προσωπική τραγωδία που στιγμάτισε τα παιδικά του χρόνια αλλά και το ιδιαίτερο πλάνο του. Ο πατέρας του είχε πέσει όπως είπαμε θύμα προδοσίας στην Κατοχή. Τον οδήγησε στα χέρια των Γερμανών και τον θάνατο μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες των ναζιστικών κολαστηρίων.
Και γιατί αποφάσισε τότε να ενσαρκώσει τον δοσίλογο, έναν τύπο ανθρώπου που τόσο μισούσε; «Παίζω τόσο καλά τον καταδότη για να κάνω τον κόσμο να μισήσει τους καταδότες»! Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη φορά στο ελληνικό σινεμά που οι ηθοποιοί έπαιξαν κόντρα ρόλους. Ερμηνείες έξω από τον χαρακτήρα τους. Το έκανε ο μεγάλος Μάνος Κατράκης διαπρέποντας σε ρόλους σκληρών και αδίστακτων βιομηχάνων. Το έκανε και ο γλυκύτατος Σπύρος Καλογήρου επιδεικνύοντας ανείπωτη απανθρωπιά στη «Μαρία της σιωπής».
Αυτό που διαφοροποιεί την περίπτωση του Αρτέμη Μάτσα ήταν το κίνητρό του. Καθώς αυτός υποκινούνταν από τη σχεδόν ενδόμυχη διάθεση να κάνει το κοινό να αντιπαθήσει τα κοινωνικό πρότυπο του χαφιέ. Και το πλήρωσε αυτό και μάλιστα ακριβά. Ο Μάτσας έφαγε τουλάχιστον δύο φορές ξύλο στον δρόμο από θεατές της ταινίας του Δαδήρα. Που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τον ηθοποιό από τον ρόλο!
Όπως θυμόταν εξάλλου η «Καθημερινή» της εποχής: «Ανηλεές κυνηγητό περίμενε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης τον κακό του κινηματογράφου Αρτέμη Μάτσα». Η ρετσινιά του κακού έμεινε ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου. «Δεν υπάρχει περίπτωση να περάσω από τη Φωκίωνος Νέγρη -εκεί κοντά μένω- και να μη μου φωνάξουν ‘‘προδότη’. ‘‘Ρουφιάνε’’, ‘‘τσιφούτη’’», θυμόταν ο ίδιος ο Μάτσας.
Και πόσο υπέροχα έφερνε στη ζωή όλους τους μαύρους ρόλους που μας κάνουν και τον θυμόμαστε διαχρονικά! Αδίστακτος μαυραγορίτης, δοσίλογος, προδότης, χαφιές, σπιούνος. Συνεργάτης του κακού και όλα αυτά τα υπέροχα έπαιζε χωρίς δεύτερη σκέψη. Αφού είχε όπως είπαμε μεγαλύτερο σχέδιο απ’ όσο θα μπορούσε να χωρέσει ο κινηματογράφος.
«Δεν υπήρξα ποτέ ο παλικαράς που δέρνει», δήλωνε για τη σταδιοδρομία του στον κινηματογράφο, «ήμουν πάντα το πρόσωπο που διέθετε μια κακία κρατώντας ρόλους προδοτών. Ενώ διέπραξα εξήντα έναν ατομικούς φόνους και έχω οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα χιλιάδες ανθρώπους»!
Όταν έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2003, είχε ταυτιστεί στη μνήμη του Έλληνα με τον σπιούνο και τον προδότη και το όνομά του λειτουργούσε τώρα ως ρετσινιά για κάποιον. Τόσο επηρέασε την ελληνική πραγματικότητα ο αξέχαστος αυτός κακός του πανιού που υπέφερε τα πάνδεινα από τον εφιάλτη του ναζισμού. Καθώς του στέρησε τον πατέρα και τον ανάγκασε να ζει με το κασελάκι στους δρόμους της κατοχικής Αθήνας.
Κι αν αυτά τα κατοχικά περιστατικά είναι γνωστά σε λίγους, ακόμα λιγότεροι γνώριζαν την ανθρωπιά και την καλοσύνη του. Αλλά και τη φροντίδα και τη βοήθειά του σε παλαίμαχους και εν πολλοίς ξεχασμένους ηθοποιούς που ζούσαν σε άθλιες οικονομικές συνθήκες.
Μακάρι να ήταν έτσι όλοι οι κακοί του κόσμου μας…
Ο Αρτέμης Μάτσας γεννιέται το 1930 στην Πλάκα. Είναι ένα από τα τρία παιδιά του εβραϊκής καταγωγής Πίνχας Μάτσα και μιας σολίστ πιάνου με καταγωγή από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας, σπουδαγμένος στη Χαϊδελβέργη. Πάλευε να κάνει άνετη τη ζωή των τριών παιδιών. Μεταξύ αυτών και ο Νέστορας Μάτσας, που θα γινόταν αργότερα σημαντικός δημοσιογράφος και σκηνοθέτης λαογραφικών ντοκιμαντέρ.
Η μητέρα θα πεθάνει σε νεαρή ηλικία 30 ετών, αν και το πράγμα έμελλε να γίνει ακόμα πιο φριχτό για την οικογένεια. Την ημέρα της σύλληψης του πατέρα, τα τρία παιδιά τον περίμεναν να επιστρέψει από τη δουλειά για να φάνε όλοι μαζί, όπως συνήθιζαν.
Ο μικρότερος αδελφός του Αρτέμη, Νέστορας, κατέγραψε σε ημερολόγιο τη σκληρή εμπειρία της Κατοχής και τη σύλληψη του πατέρα. «Δεν το περιμέναμε γιατί ξέραμε πως ο πατέρας αργεί να έρθει τα μεσημέρια. Έρχεται πάντα με τα πόδια από τη δουλειά του που είναι μακριά γιατί δεν του αρέσει να μπαίνει στο γκαζοζέν. Λέει πως καθώς στριμώχνεται με τον άλλο κόσμο μπορεί να κολλήσει ψείρες. Γιατί όλος ο κόσμος τότε είχε ψείρες και ο πατέρας τις φοβάται. Και αργεί πολύ και το μεσημέρι και το βράδυ και εμείς δεν ανησυχούμε γιατί ξέρουμε πως αργεί».
«Εκτός βέβαια που κάποιες φορές αργεί πιο πολύ γιατί πηγαίνει στον Ασύρματο που είναι οι μαυραγορίτες μήπως και βρει καμία λαχανίδα ή κανένα άλλο ζαρζαβατικό. Μας ήρθε ξαφνικό, όταν χτύπησε η πόρτα δυνατά και άνοιξε η αδελφή μας και μπήκε ένας ψηλός κύριος που δεν τον ξέραμε. Μας είπε ‘‘καλημέρα’’, αλλά έδειχνε σα να μη μπορούσε καθόλου να μας πει τι ήθελε».
Τα τρία παιδιά μένουν μόνα στον κόσμο και έρχονται αντιμέτωποι με την πείνα. Τη φτώχεια και τον καθημερινό κίνδυνο της σύλληψής τους. Τον πατέρα τους δεν το ξαναείδαν ποτέ. Το μόνο που κατάφεραν να μάθουν ήταν το νούμερό του στο κολαστήριο του θανάτου: ήταν το «47712», κι αυτό ήταν όλο.
Ο Αρτέμης και ο Νέστορας θα βρεθούν να πουλάνε τσιγάρα με το κασελάκι για να επιβιώσουν, ζώντας κρυμμένοι από δω κι από κει. Οι κατακτητές δεν έκαναν εξάλλου διακρίσεις ηλικίας και όλα τα εβραιόπουλα κινδύνευαν εξίσου. Φιλικά σπίτια τούς παρείχαν στέγη και πλέον ζούσαν χωριστά. Επανενώθηκαν πολύ αργότερα, νοικιάζοντας τώρα ένα δωματιάκι στα Εξάρχεια.
Γνώρισαν ως ορφανά τις φρικαλεότητες της Κατοχής στο πετσί τους. Ξεπουλώντας τα λιγοστά υπάρχοντά του πατρικού τους και πουλώντας τσιγάρα σε κακόφημα «σπίτια». Τα δυο παιδιά τα μεγάλωνε η μεγαλύτερη αδελφή. Αν και ο καχεκτικός και φιλάσθενος Αρτέμης φαινόταν πως δεν θα την έβγαζε καθαρή στην Κατοχή.
Ο Νέστορας θυμόταν στο ημερολόγιό του: «Όταν γυρίσαμε το βράδυ από τους δρόμους που πουλούσαμε τσιγάρα, μόλις μπήκαμε στο σπίτι, ο αδελφός μου άρχισε να βήχει ασταμάτητα. Κι άλλες φορές έβηχε, αλλά όχι τόσο πολύ και τόσο δυνατά. Έκαιγε από τον πυρετό και τα μάτια του ήταν πολύ κόκκινα».
Και ήταν στο κρεβάτι της ανάρρωσης που ονειρεύτηκε πως ήταν ηθοποιός! Η μεγαλύτερη αδελφή του σπούδαζε εξάλλου σε δραματική σχολή προπολεμικά. Και ο μικρός Αρτέμης είχε έρθει σε επαφή με κάποια θεατρικά κείμενα. Η σπίθα για το θέατρο θέριεψε τόσο που μια μέρα πείθει τον Νέστορα να πουλήσουν το ψωμί που έπαιρναν με το δελτίο. Και παρά την αφόρητη πείνα να πάνε να παρακολουθήσουν μια θεατρική παράσταση!
Στην Κατοχή ήταν που θα έρθει σε επαφή με τα πρώτα θεατρικά κείμενα, τα οποία δανειζόταν από τη δημοτική βιβλιοθήκη. Και λάτρεψε τόσο τον «Έμπορο της Βενετίας» που σύντομα ήξερε απέξω όλα τα λόγια και τα διηγούνταν τα βράδια στα αδέλφια του. «Μου είπε πως όταν μεγαλώσει και γίνει ηθοποιός, αυτό το έργο θα παίξει. Και αν δεν του δώσουν το ρόλο, θα κάνει δικό του θέατρο με τη βοήθεια του πατέρα μας και θα το παίξει εκεί», έγραψε ο Νέστορας. Για την αποφασιστικότητα του μικρού του αδερφού…
Μεταπολεμικά, ο Αρτέμης έβαλε σκοπό να γίνει ηθοποιός. Σπούδασε λοιπόν στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, δίπλα σε σπουδαίους δασκάλους όπως ο Βεάκης, ο Ροντήρης και ο Μουσούρης.
Στο σανίδι που τόσο λάτρευε ανέβηκε και μάλιστα νωρίς. Παίζοντας πρακτικά τα πάντα, από επιθεώρηση και κλασικό ρεπερτόριο μέχρι αρχαία τραγωδία και Αριστοφάνη. Πρωτοεμφανίστηκε δίπλα στον μεγάλο κωμικό Βασίλη Αργυρόπουλο, στην κωμωδία «Φαταούλας» των Φωτιάδη-Βροντάκη. Συνεργάστηκε με σημαντικούς θιάσους, δίπλα στα ιερά τέρατα της υποκριτικής, και η καριέρα του στο σανίδι απλώθηκε σε πολλές δεκαετίες.
Αλλά και ο κινηματογράφος τον ανακάλυψε νωρίς νωρίς. Το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη θα έρθει ήδη από το 1949, συμμετέχοντας στην αισθηματική κομεντί του Γιώργου Καρύδη «Ερωτικό Ταξίδι». Σύντομα βέβαια θα τυποποιηθεί στον ρόλο του κακού δοσίλογου στα περισσότερα πολεμικά και κατοχικά δράματα του σινεμά. Σκηνοθετημένα συχνά από σημαντικούς σκηνοθέτες (όπως ο Σακελλάριος), δίπλα στους γνωστούς πρωταγωνιστές της εποχής (Λαμπέτη, Αλεξανδράκης, Καλλέργης κ.λπ.).
Ο Αρτέμης Μάτσας θα παίξει σε πάμπολλες ταινίες της εποχής, περισσότερες από ενενήντα, από τις οποίες ξεχωρίζουν ίσως τα φιλμ «Το νησί των γενναίων». «Ποτέ την Κυριακή». «Μπουμπουλίνα» και «Αρραβωνιάσματα». Υποδυόταν τόσο δεξιοτεχνικά τον συνεργάτη των Γερμανών που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε το μίσος που έκρυβε για αυτούς για τα τόσα δείνα που του είχαν προκαλέσει ως παιδί.
«Δεν μπορώ να κόψω ούτε λουλούδι, κι όμως στον κινηματογράφο έχω σκοτώσει περίπου 120 ανθρώπους», εξομολογούνταν χαρακτηριστικά ο Αρτέμης Μάτσας, σχολιάζοντας την αντίθεση της προσωπικής του ζωής με την εικόνα που έδινε στη μεγάλη οθόνη μέσα από τους ρόλους του.
Παράλληλα, ο Μάτσας ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, αρθρογραφώντας τακτικά σε περιοδικά και εφημερίδες ως καλλιτεχνικός συντάκτης και κριτικός κινηματογράφου. Ταυτόχρονα, άφησε κληρονομιά αρκετά και σημαντικά για την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου βιβλία, όπως τα «Μεγάλες θεατρικές οικογένειες», «Το άλλο πρόσωπο του θεάτρου», «Θεατρικές μνήμες» κ.ά.
Ο αξέχαστος κακός με την τρυφερή καρδιά που βοήθησε τόσους και τόσους παλιούς ηθοποιούς πάλεψε στα στερνά του με την ασθένεια, από την οποία νικήθηκε στο νοσοκομείο «Παμμακάριστος» στις 7 Σεπτεμβρίου 2003 χτυπημένος από εγκεφαλικό.
Ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Καισαριανής.